Λυσιμελής πόθος: ο πόθος που παραλύει τα μέλη του σώματος, περίφραση από σπάραγμα του λυρικού Αρχιλόχου, που λέει στον φίλο του: «Ο πόθος, φίλε, που τα μέλη παραλύει με δάμασε». Αυτός είναι ο πρώτος ορισμός πριν την ανάγνωση της συλλογής. Το θέμα είναι πώς φωτίζεται ένας ήδη δυνατός συνδυασμός λέξεων μετά την ανάγνωση· πώς ορίζεται εκ νέου από τον Τίτο Πατρίκιο εν έτει 2014.

Δεν ορίζεται φέτος, ορίζεται από το 1949 ως το 2011, όπως σημειώνει ο ίδιος στο τέλος της συλλογής, που, ουσιαστικά, συνιστά μια προσπάθεια συγκέντρωσης ποιημάτων με κοινή θεματική: αυτή του λυσιμελούς πόθου. Έτσι ο αναγνώστης περι-διαβάζει τη θεματική και μορφική εξέλιξη του ποιητή με άξονα –ίσως τον πιο προσφιλή θεματικά-  έρωτα.

Πολλές φορές η θεματική του έρωτα «αναγκάζει» ακόμη και την κριτική να περιοριστεί στην ανίχνευση του περιεχομένου της ποίησης. Τόση ανάγκη (υπαρξιακή- οντολογική) έχουμε να τον ερμηνεύσουμε, να τον καταλάβουμε έτσι όπως τον «σημαίνει» ο ποιητής. Ίσως γιατί όλοι αναγνωρίζουμε το άρρητο του έρωτα. Εκεί που ο άνθρωπος σωπαίνει, ο ποιητής μιλά. Ωστόσο, τίποτα από όσα γράφει δεν θα «ρητοποιούνταν» τόσο έντονα, αν δεν τα συνέθετε. Ο στίχος διασκελίζει απ’ τη μια αράδα στην άλλη δια-σχίζοντας (με και χωρίς παύλα!) πάθη και παθήματα. Άλλοτε κινείται με σταθερό ρυθμό, εξομολογείται εμπιστευτικά. Άλλοτε ενθουσιά και καλπάζει, ενώ πολλές φορές καταφεύγει σε αποφθεγματικές ρήσεις, που αρκούν. (Κάθε που θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου/ λιγοστεύω τις φορές που σε κοιτάω). Προκύπτει έτσι μια μουσικότητα τόσο αριστοτεχνικά επεξεργασμένη, που δίνει την εντύπωση της μηδαμινής επεξεργασίας. Μια αντιμετώπιση του έρωτα που θύμισε την τακτική της Σαπφούς: για να επιτύχεις στην ερωτική ποίηση, πρέπει να γράψεις για τον έρωτα, αφού τον βιώσεις, όχι στη διάρκειά του, νιώθοντας, όμως, ακόμη όχι μόνο την (συν)αισθηματική αλλά και την αισθητική του επενέργεια. Δύσκολο στοίχημα. Πολύ δύσκολη και η ερωτική ποίηση. Τόσο δεδομένα τα μοτίβα και οι αναφορές, τόσο εύκολη η διολίσθηση στον μελοδραματισμό, τόσο υψηλό, όμως, το αποτέλεσμα, όταν κάποιος το πετυχαίνει.

Δεδομένου ότι πρόκειται για συλλογή που περιλαμβάνει την εξέλιξη της αυτής θεματικής, είναι δύσκολο να δείξουμε ποιοι αρμοί την συνέχουν σε κάθε χρονική στιγμή ή συνολικά. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να το προσεγγίσουμε αναγνωστικά, να δούμε αυτό που τελικά προσλαμβάνει ο αναγνώστης: πώς μέσα από τόσα ποιήματα σημασιοδοτείται για αυτόν ο λυσιμελής πόθος εν τέλει, ανεξάρτητα από το εάν άλλοτε ο έρωτας αντιμετωπίζεται από τον Πατρίκιο ρεαλιστικά ή ρομαντικά ως ιδεώδες ή «παγανιστικά», σαν θεϊκό σμίξιμο σωμάτων, ή ακόμη και πολιτικά (Η πιο δημοκρατική στιγμή/ είναι του αμοιβαίου οργασμού).

 

Ο λυσιμελής πόθος, λοιπόν, λαμβάνει τα εξής χαρακτηριστικά:

Κατάργηση των φυσικών σταθερών:

του Χώρου:  Άλλοτε η απόσταση μεταξύ σωμάτων γίνεται πολύ μικρή, φτάνει να εκμηδενίζεται (η αγάπη ήταν…η ανυπαρξία χώρου ανάμεσά μας) και άλλοτε ο ποιητής μας προσγειώνει στην αναπόφευκτη αυτοτέλεια του σώματος/ όσο βαθιά κι αν διεισδύσει/ ποτέ με το άλλο σώμα δεν συγχέεται. Βέβαια, η απόσταση αυξομειώνεται, ανάλογα με το στάδιο της σχέσης των δύο ερωτικών υποκειμένων. Όταν τα συναισθήματα διαφέρουν, η απόσταση μεταξύ τους γίνεται Έτη Φωτός: Οι απέραντες εκτάσεις μετρημένες/ μ’ έτη φωτός δεν μου λένε τίποτα./ Εσύ ήσουνα λίγα μέτρα μακριά/ και δεν μπορούσα να σ’ αγγίξω / σαν απλησίαστο απλανή αστέρα. Επίσης, τραγικά συνειδητοποιούμε πως η απόσταση μπορεί να είναι αντιστρόφως ανάλογη της ουσιαστικής επίδρασης που δεχόμαστε από ένα πρόσωπο: Δυό μάτια που όσο απομακρύνονται/ τόσο και περισσότερο με ορίζουν.

 

του Χρόνου: Ο γνωστός σχετικισμός του Αϊνστάιν, για τον οποίο ο έρωτας λειτουργεί ως το πιο εύγλωττο παράδειγμα: Έφερες πάλι τη ροή του χρόνου/ άλλοτε επιταχύνοντας, άλλοτε/ βραδύνοντας τις ώρες.

 

Σιωπή: Ανάμεσα σε ερωτευμένους τα λόγια είναι περιττά. Τα συναισθήματα είναι αμοιβαία και δεν χρειάζεται να εκφωνηθούν, για να κοινοποιηθούν. Η απουσία χώρου ανάμεσα σε δυο σώματα φαίνεται να επιβάλλει την απουσία ήχου. Η σιωπηρή κατανόηση μάλιστα καταργεί τις απρόβλεπτες παρεξηγήσεις που μπορεί να προκαλέσει το «κατώτερο» σύστημα της γλώσσας, που αυθαίρετα συνδυάζει σημαίνον και σημαινόμενο (Αυτή η σιωπηρή μας κατανόηση/ που καταργούσε αυθαίρετο κι απρόβλεπτο). Ακόμη, όμως,  κι όταν οι ερωτευμένοι καταφεύγουν στον λόγο, μιλούν με λέξεις ιδιαίτερες.

Ιδιαιτερότητα των Λέξεων: Ο έρωτας με τον αναγεννητικό του χαρακτήρα έχει την ιδιότητα να δημιουργεί λέξεις, να ανασημασιοδοτεί ήδη υπάρχουσες, να ξεθάβει ξεχασμένες (Λέξεις παλιές, θαμμένες/ σ’ ερείπια και στάχτες/ βγαίνουνε τώρα μες στο φως/κι αστράφτει η μέρα/ όπως όταν πρωτόγινε ο κόσμος./ Μέταλλο λέξεων πρωτογενές/ δίψα κι επάρκεια/ επικοινωνίας). Ο έρωτας δίνει δικαίωμα στον ερωτευμένο να αυθαιρετεί ακόμη παραπάνω στο ήδη αυθαίρετο, όπως προειπώθηκε, σύστημα της γλώσσας (Μου άρεσε που μού ΄λεγε στον έρωτα….. λέξεις που αυθαίρετα τους έδινα/ όλες τις σημασίες που θα’ θελα να έχουν). Όταν, όμως, η επικοινωνία είναι δύσκολη και ο έρωτας κινδυνεύει ο ποιητής λέει: Ξεριζώνω μία-μία σκέτες λέξεις/και σου τις στέλνω, αλλά, όπως διαπιστώνει σε άλλο ποίημα, τα λόγια φτάνουν αλλαγμένα στον προορισμό τους,/δεν φτάνουν, δεν ξεκινούνε καν, μένουν/ στους τοίχους καρφωμένα να ψήνονται σαν τα χταπόδια).

Απαραίτητη καταβολή προσπάθειας: Ο Πατρίκιος δεν θα έλεγε ψέματα. Ο έρωτας δεν είναι μια Ιδέα, που ενεργοποιείται και ενεργεί άκοπα. Απαιτεί προσπάθεια. Οι αιτίες για τις οποίες θα έπρεπε να προσπαθούμε για τη διατήρηση του έρωτά μας είναι οι εξής: Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα/ ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο/ ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο. Γι’ αυτό  ερωτευμένος πρέπει  κάθε βράδυ  τον έρωτα να ζεσταίνει απ’ την αρχή. Έπειτα, η προσπάθεια είναι απαραίτητη έτσι κι αλλιώς, για να γνωρίσεις όντως έναν άνθρωπο (Νομίζαμε ότι γνωριζόμαστε καλά./ Μα όταν τα κουρασμένα ρούχα μας αρχίσανε να πέφτουν…./ φάνηκε καθαρά πόσο μακρύς ήταν ο δρόμος).

 

Ανεξίτηλη παραμονή(;): Όταν αναφέρεται σε έναν αληθινό Έρωτα τον συνδέει συχνά με ανάμνηση που μένει αναλλοίωτη στον χρόνο (Και να σαι σίγουρη/ πως θα χαράξω την παρουσία μου ανεξίτηλη/ στις πέτρινες κόχες του διαστήματος/ που θα κινείσαι). Ακόμη και αν αδυνατούμε να το συλλάβουμε συνειδητά, ο ποιητής το χει καταλάβει: Έτσι κι εγώ… θ’ απομείνω/ όσο να πάψει το αίμα μου σε κάθε χτύπο/ υπόγεια να σχηματίζει τ’ όνομά σου. Ωστόσο, όταν τα δύο πρόσωπα χωρίζουν, ο Χρόνος, ως εχθρός της μνήμης, κάνει τα αρχικά ξεκάθαρα ενθυμούμενα χαρακτηριστικά να ξεθωριάζουν, τον παλιό έρωτα να γίνεται ένα γράμμα χαμένο στα κύματα με κάποιο μήνυμα πολύ σπουδαίο, αλλά με ξεθωριασμένα ονόματα.

Η μονοθεματική ποιητική συλλογή του Τίτου Πατρίκιου, με τίτλο “Λυσιμελής Πόθος“, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κίχλη.