Ο Einstein έλεγε ότι μπορείς να αξιολογήσεις πόσο έξυπνη και σημαντική είναι μια ιδέα ή μια σκέψη, αν αυτή μπορεί να εκφραστεί με απλό τρόπο. Είναι δύσκολο, καθώς νομίζω, να αγνοήσει κανείς μια φράση που ειπώθηκε από έναν άνθρωπο που το όνομα του είναι συνώνυμο της ευφυΐας. Έτσι, αν μεταφέρουμε νοητά τα λόγια του Γερμανού επιστήμονα στον χώρο των βιβλίων και της λογοτεχνίας, θα οδηγηθούμε συνειρμικά σε εκείνα τα βιβλία που διαβάσαμε μικροί, για να τα καταλάβουμε μεγαλώνοντας. Με άλλα λόγια, αναφέρομαι σε εκείνα τα βιβλία μικρής συνήθως έκτασης, που το περιεχόμενο τους μοιάζει να μην αφορά ενήλικες, αλλά κρύβουν εντέχνως τόσο μεστά νοήματα, που σίγουρα χρειάζεται να περάσει χρόνος για να εμπεδωθούν.

Μόμο, του Michael Ende (Εκδόσεις Ψυχογιός)

Η Μόμο είναι ένα μικρό ορφανό κορίτσι που βρίσκεται μια μέρα εγκαταλελειμμένη σε ένα αρχαίο θέατρο. Οι κάτοικοι της πόλης εκεί είναι φιλήσυχοι και ζουν «με αργούς ρυθμούς». Μεταξύ τους αναπτύσσεται εξαρχής μια φιλία, καθώς η μικρή Μόμο είχε ένα σπάνιο χάρισμα, ήξερε να ακούει τους άλλους ανθρώπους. Την ηρεμία αυτής της πόλης διαταράσσουν κάτι περίεργοι γκρίζοι κύριοι, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να κλέψουν τον χρόνο των ανθρώπων. Εκμεταλλεύονται, λοιπόν, τις αδυναμίες των ατόμων και με πρόσχημα ότι θα αποθηκεύσουν τον χρόνο που τους κλέβουν, πείθουν τους πολίτες να κάνουν τα πάντα γρήγορα, βιαστικά και νευρικά προκειμένου να αποταμιεύουν χρόνο.

Η ιστορία αυτή γράφτηκε το 1973 από τον Michael Ende – έναν από τους σημαντικότερους Γερμανούς λογοτέχνες – ενώ σήμερα φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Μέσα από την παιδική αλληγορία, θίγεται το ζήτημα του χρόνου και της αξιοποίησης του, σχολιάζοντας ευστοχά την αγωνία και το άγχος των ανθρώπων σήμερα να ανταπεξέλθουν στους σύγχρονους ρυθμούς ζωής. Σε μια δεύτερη ανάλυση του έργου, μπορεί κανείς να διακρίνει σχόλια για την σύνδεση χρόνου-χρήματος, μέσα από φράσεις όπως τράπεζα χρόνου, αποταμιεύω χρόνο, χρονοταμιευτήριο, σπαταλάω κ.ά. Η Μόμο μας διδάσκει, πώς γίνεται να περπατάς αργά κι όμως να πηγαίνεις γρήγορα! Και αυτό είναι σίγουρα ένα μάθημα που οι μεγάλοι χρειάζονται περισσότερο από τους μικρούς…

Ο Ιππότης με την σκουριασμένη πανοπλία, του Robert Fisher (Εκδόσεις Opera)

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γραμμένο σαν παραμύθι. Η παιδική ζωγραφιά στο εξώφυλλό του τονίζει λίγο περισσότερο την λογική παραμυθιού που το διαπερνά. Είναι η ιστορία ενός καλού, γενναίου και στοργικού ιππότη που δεν έβγαζε ποτέ την ασπίδα του. Πίστευε ότι έτσι θα ήταν ετοιμοπόλεμος ακόμα και στον ύπνο του. Ώσπου μια μέρα, μετά από απαίτηση της γυναίκας του – που κόντευε να ξεχάσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του – αποπειράται να την βγάλει. Μάταια. Η ασπίδα είχε γίνει ένα με τον ιππότη. Από εκείνο το σημείο, αρχίζει ένα ταξίδι αυτογνωσίας που ισορροπεί στο σχοινί μεταξύ ρεαλισμού και παιδικής φαντασίας. Αινιγματικοί μάγοι και ζώα που μιλούν θα βοηθήσουν τον ιππότη να περάσει μέσα από δοκιμασίες που τον φέρνουν πιο κοντά στον ίδιο του τον εαυτό.

Οι σκουριασμένες πανοπλίες κατά την γνώμη μου, είναι ένας συμβολισμός που γίνεται αντιληπτός μόνο μετά το πέρας της παιδικής αθωότητας. Καθώς, σε αυτήν ακριβώς την μετάβαση αρχίζουν να σχηματίζονται μικρά τείχη, να κρύβονται οι φόβοι πίσω από την βιτρίνα που σχεδιάζουμε για τον εαυτό μας και να αναρωτιόμαστε ποιοι πραγματικά είμαστε. «Ο Ιππότης με την σκουριασμένη πανοπλία» θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο αυτοβοήθειας – από εκείνα που σίγουρα δεν θα χαρακτήριζε κανείς παιδικά. Υπάρχει, μάλιστα, ένα απόφθεγμα του William Blake που συνοψίζει υπέροχα το νόημα του βιβλίου: « Ο δρόμος της υπερβολής, οδηγεί στο παλάτι της σοφίας»

O Μικρός Πρίγκιπας, του Antoine de Saint-Exupery (Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Για το τέλος άφησα το πιο γνωστό βιβλίο αυτής της κατηγορίας – και όχι μόνο. Μάλιστα, «Ο Μικρός Πρίγκιπας» θα μπορούσε να έχει αποτελέσει την έμπνευση αυτού του άρθρου. Ο Exupery θέτει πρώτος το ζήτημα της διαφορετικής αντίληψης της ίδιας ζωγραφιάς από ένα παιδί και έναν ενήλικά. Μετά από αυτήν την εισαγωγή ανακαλύπτουμε ότι ο αεροπόρος αφηγητής βρέθηκε μετά από βλάβη του αεροσκάφους στην έρημο Σαχάρα, όπου και συναντά τον Μικρό Πρίγκιπα. Ο τελευταίος, δεν είναι από τον πλανήτη Γη. Ζει στον Αστεροειδή Β612 μαζί με ένα και μοναδικό τριαντάφυλλο. Ωστόσο, έφυγε από εκεί γιατί αισθανόταν μοναξιά. Αφού ταξίδεψε σε άλλους πλανήτες κατέληξε στην Γη, όπου γνώρισε τον αφηγητή.

Ο αυθορμητισμός της γραφής και η παιδική αφέλεια που ρέει ανάμεσα στις γραμμές του βιβλίου υπογραμμίζουν την ανάγκη επανασύνδεσης με το παιδί που κρύβουμε μέσα μας. Παράλληλα, μέσα από τις διαφορετικές ιστορίες που σχηματίζουν οι επισκέψεις του πρίγκιπα σε άλλους πλανήτες γίνεται αναφορά στην σημαντικότητα της φιλίας, στην εμμονή με τα επαγγελματικά καθήκοντα και στην ανάγκη για εξερεύνηση νέων τοπίων και εμπειριών.

Ο μικρός πρίγκιπας αρχίζει με το σκίτσο του αφηγητή που μοιάζει σαν καπέλο, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας βόας που έχει καταπιεί έναν ελέφαντα. Οι μεγάλοι δεν μπορούν να το καταλάβουν αυτό, για αυτό ο αφηγητής ζωγραφίζει το εσωτερικό του βόα για να τους πείσει.

Αν διαβάσετε -ή ξαναδιαβάσετε- τα παραπάνω βιβλία, προσπαθήστε να δείτε τον βόα που καταπίνει έναν ελέφαντα – πίσω από το καπέλο …