Η New Star παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 17 Σεπτεμβρίου 2015 την αριστουργηματική ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα με τίτλο «Umberto D – Ό,τι μου αρνήθηκαν οι άνθρωποι».

Μία συγκινητική ιστορία από τον «πατέρα του νεορεαλισμού», για τον χρόνο, την φτώχια και την απλή ζωή στην μεταπολεμική Ρώμη που είναι συγχρόνως λαμπερή και θλιβερή.

Σύνοψη

Πρόκειται  για την ιστορία ενός πρώην δημόσιου υπάλληλου του Ουμπέρτο Ντομένικο Φεράρι στη μεταπολεμική Ιταλία ο οποίος σε όλη του ζωή υπήρξε συνεπής και αξιοπρεπής αλλά τώρα πια είναι πάμπτωχος χωρίς οικογένεια με μοναδική του παρέα το μικρό πανέξυπνο σκυλάκι του, τον Φλάικ. Λόγω χρεών η μόνη προοπτική που νιώθει πως έχει (δεδομένης και της ηλικίας του) είναι ο θάνατος μα η θέληση για ζωή βρίσκει τρόπους να θριαμβεύσει και δείχνει την δύναμη που μπορεί να διαθέτει μια μόνο ψυχή.

Σκηνοθεσία: Βιτόριο Ντε Σίκα

Σενάριο: Σεζάρε Ζαβατίνι

Πρωταγωνιστούν: Κάρλο Μπατίστι, Μαρία Πία Κασίλιο, Λίνα Τζεννάρι, Ιλεάνα Σίμοβα, Έλενα Ρέα, Μέμμο Καροτενούτο

Δράμα, Ιταλία, 1952, 89′

Βραβείο καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας (Βραβεία Bodil -1955) και βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (βραβείοNYFCC- 1955)

Υποψήφια για Oscar καλύτερου σεναρίου (1957) και για το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ των Καννών (1957)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1901, Ιταλία – 1974, Γαλλία)

Ο Βιττόριο ντε Σίκα, ο οποίος γεννήθηκε λίγο έξω από τη Ρώμη στις 7 Ιουλίου του 1901, εισχώρησε από μικρός στον χώρο του θεάματος και η άνοδός του ήλθε σύντομα. Κατ’ αρχήν ως ηθοποιός – τον θυμόμαστε χαρακτηριστικά στην «Άγνωστη Κυρία» (Madame De – 1953) του Μάξ Οφίλς – και μάλιστα σταρ της προπολεμικής περιόδου, άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία το 1940 συμμετέχοντας στη δημιουργία τεσσάρων κωμωδιών. Από την πρώτη κιόλας προσωπική ταινία του, «Τα Παιδιά μας Βλέπουν», ένα πικρό σχόλιο επάνω στον τρόπο ζωής μιας μικροαστικής οικογένειας, φάνηκε το ρεαλιστικό ύφος που αργότερα θα γινόταν το σήμα κατατεθέν του δημιουργού.

Ο ιταλικός νεορεαλισμός γεννήθηκε μέσα στο χάος και στα απομεινάρια του πολέμου. Η ιταλική κοινωνία μετά τον πόλεμο ψυχορραγούσε αλλά δε λύγισε στην προσπάθειά της να σταθεί και πάλι όρθια. Σκηνοθέτες όπως ο Ντε Σίκα, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο Τζιουζέπε ντε Σάντις, αλλά και πριν από αυτούς ο Λουκίνο Βισκόντι, εισχώρησαν με τον φακό τους σε φυσικούς, φτωχικούς χώρους και με ερασιτέχνες ηθοποιούς, ως επί το πλείστον, έδωσαν νόημα και ουσία, στην «ασημαντότητα της καθημερινότητας».

Απλά γεγονότα, όπως η προσπάθεια ενός οικογενειάρχη να ξαναβρεί το κλεμμένο εργαλείο για τη δουλειά του, ένα ποδήλατο, απέκτησαν μέσω του νεορεαλισμού οικουμενικό χαρακτήρα, που αποτυπώθηκε μοναδικά στην κινηματογραφική οθόνη. Όταν επήλθε το τέλος του νεορεαλισμού, ο κινηματογράφος του Ντε Σίκα διαφοροποιήθηκε και έγινε ίσως περισσότερο προσιτός στο πλατύ κοινό.

Ο Ιταλός δημιουργός υπέγραψε μεταξύ άλλων, δράματα αλλά και κωμωδίες με δημοφιλείς σταρ, σαν την «Ατιμασμένη» που χάρισε στη Σοφία Λόρεν το Όσκαρ πρώτης γυναικείας ερμηνείας και το «Χθες, Σήμερα, Αύριο» («Oggi, ieri, domani») του 1963, το οποίο τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Παραγωγής. Ένα βραβείο το οποίο κέρδισαν τρεις ακόμη ταινίες του Ντε Σίκα: το «Sciuscia», ο «Κλέφτης των Ποδηλάτων» και βέβαια, ο «Κήπος των Φίντσι Κοντίνι».

Ο Βιττόριο ντε Σίκα έχει χαρακτηριστεί ως ο «πατέρας του νεορεαλισμού» ενώ παράλληλα «κατηγορήθηκε» για θεματική ρηχότητα και συναισθηματική «ευκολία» στην προβληματική και στην προσέγγιση των θεμάτων του. Όμως αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ντε Σίκα σκηνοθέτησε μεταξύ άλλων τέσσερα κινηματογραφικά αριστουργήματα στη σειρά – «Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων», «Sciuscia», «Θαύμα στο Μιλάνο», «Ουμπέρτο Ντ.» – μέσω των οποίων μάθαμε για τη μεταπολεμική Ιταλία περισσότερα από όσα μας έδωσε στο σύνολό του ολόκληρος ο υπόλοιπος ιταλικός κινηματογράφος της συγκεκριμένης περιόδου…

Αδιαφιλονίκητα, ο Ντε Σίκα υπήρξε ένας αφοσιωμένος μαχητής του κινηματογράφου, εκείνος που έδωσε στο ιταλικό σινεμά αίγλη και του χάρισε διεθνή αναγνώριση στην πιο δύσκολη εποχή του. Άνθρωπος των παθών όμως ο Ντε Σίκα, υπήρξε και ο ίδιος θύμα του τζόγου, που εν τέλει τον κατέστρεψε. Πέθανε καταχρεωμένος στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου του 1974, αφήνοντας ωστόσο σε όλους μας μία μοναδική και ανεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά.