Το όνομά μου είναι Μίνα και μου αρέσουν πολλά πράγματα: οι πικραλίδες, η κονσέρβα τόνου, τα βιβλία, η ρικότα, οι πυγολαμπίδες, αλλά κυρίως οι δράκοι και οι φωτιές που βγάζουν από το στόμα τους. Κανείς δε σκοτώνει τους δράκους, είναι πολύ δυνατοί, και γι’ αυτό νιώθω ότι ανήκω στην οικογένειά τους. Πραγματικά, την πρώτη φορά που συνάντησα τον Λορέντσο, δε φοβήθηκα. Ήταν πολύ νευριασμένος, φώναζε και με στραβοκοίταξε. Όμως ξέρω ότι ήταν απλώς πολύ θυμωμένος, όπως εγώ. Δε μας αρέσει καθόλου που είμαστε εδώ μέσα, κι αυτός ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να γίνουμε φίλοι. Δε μασάμε. Είμαστε πραγματικά μούτρα και μπροστά μας όλοι στέκονται προσοχή, ακόμη κι ο φόβος.

Η Μαρτίνα, αλλιώς Μίνα, αρρωσταίνει ξαφνικά και από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται στην παιδιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου του Τορίνο, όπου υποβάλλεται σε πολλαπλούς κύκλους χημειοθεραπείας. Εκεί γνωρίζει τον Λορέντσο και γίνονται αμέσως φίλοι. Μέσα στο νοσοκομείο, τα δύο παιδιά επαναστατούν στη σκληρή πραγματικότητα φτιάχνοντας έναν δικό τους φανταστικό κόσμο.

Υπάρχουν βιβλία που αφήνουν για καιρό έντονο το αποτύπωμά τους στην καρδιά του αναγνώστη. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι Το κορίτσι που έφτυνε φωτιά. Γινόμαστε εμείς οι ίδιοι η Μίνα, καθώς ακούμε τη φωνή του παιδιού μέσα μας, καθώς αφήνουμε τη φαντασία να μας οδηγήσει όπως τους ήρωες της ιστορίας…

Τζούλια Μπινάντο Μέλις – Πληροφορίες για τη συγγραφέα

Η Τζούλια Μπινάντο Μέλις (Binando Melis Giulia) γεννήθηκε σε ένα χωριό στο Πεδεμόντιο της Ιταλίας το 1994. Σπούδασε φιλοσοφία στο Τορίνο και στη διπλωματική της εργασία ασχολήθηκε με το θέμα του θανάτου. Φοίτησε επίσης στη σχολή δημιουργικής γραφής Holden στο Τορίνο που ίδρυσε ο Αλεσσάντρο Μπαρίκκο. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Το κορίτσι που έφτυνε φωτιά (La bambina sputafuoco, Εκδόσεις Πατάκη, 2024), που είναι βασισμένο στην προσωπική της εμπειρία μακράς νοσηλείας ως παιδί, κυκλοφόρησε στα ιταλικά το 2022. Μεταφράζεται στα ισπανικά, στα γαλλικά, στα πολωνικά, στα ολλανδικά και στα τουρκικά.