“Any of you fucking pricks move and I’ll execute every motherfucking last one of ya!” – Pulp Fiction, 1994

Έχοντας ταυτίσει το όνομά του με το άγρια μεταμοντέρνο σινεμά, ο πιο cool Αμερικανός σκηνοθέτης, Κουέντιν Ταραντίνο είναι έτοιμος να μας αφηγηθεί το καινούργιο σινε-παραμύθι του: «Snookums Shotguns / Αγαπουλίνια Καραμπίνες».

Αυτή θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η εισαγωγή για το πρώτο εικαστικό εγχείρημα της πρωτοεμφανιζόμενης Τζωρτζίνας Καπράλου. Γεννημένη το 1994 στην Αθήνα, χρησιμοποιεί εμμονικά το διαδίκτυο ως εργαλείο έρευνας και μυθοπλασίας. Το στυλ της προσέγγισής της ξεκάθαρα ταραντινικό: χαρακτηρίζεται από στυλιζαρισμένη βία, μη γραμμική αφήγηση, σατιρικές και κοφτερές αντιπαραθέσεις.

Στη συγκεκριμένη ενότητα διεισδύει σε ιστοσελίδες επικοινωνίας με αφορμή να βρει το τέλειο κυνηγόσκυλο για τον κυνηγό πατέρα της. Οι δαιδαλώδεις δρόμοι του διαδικτύου την φέρνουν σε επαφή με εκτροφείς του Αμερικανικού Νότου και εκπαιδευτές σκύλων, ειδικά της ράτσας plot hounds, που διακρίνονται για τον άγριο χαρακτήρα τους, ιδανικό για τη θήρευση μεγάλων ζώων όπως η αμερικανική μαύρη αρκούδα και ο αγριόχοιρος.

Έρχεται, λοιπόν, σε επαφή με οικογένειες, λάτρεις των όπλων και του κυνηγιού, θερμούς υποστηρικτές του Donald Trump που καταφεύγουν στο κυνήγι ως μέσο ψυχαγωγίας και καθημερινής εκτόνωσης. Το οικογενειακό τους DNA διαποτίζεται από τη σχέση θηράματος – θύτη, εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου στα ετεροκανονικά πλαίσια της αμερικανικής επαρχίας. Με αυτόν τον τρόπο, η Καπράλου θηρεύει, ηθικά, ευάλωτους χαρακτήρες με συχνά ψυχολογικά ασταθείς σχέσεις. Αντίστοιχα, μάλιστα, κοινωνικοπολιτικές αφηγήσεις/stories μόνο ως αποκυήματα συγγραφικής φαντασίας θα μπορούσαν να εννοηθούν. Και όμως η Καπράλου διεισδύει στις συνήθειες των συγκεκριμένων οικογενειών με έναν τρόπο που έχουμε δει στις ταινίες του Ταραντίνο, όπου επεξεργάζεται τη «βουβή» βία με ένα δικό της εικαστικό λεξιλόγιο, ψυχαναλύοντας ταυτόχρονα σε βαθύτερο επίπεδο τη δικιά της σχέση με τον πατέρα της.

Τζωρτζίνα Καπράλου, A nervous laughter, 2021, Lenticular print, 60 x 45 cm

Η εικαστικός φεύγει από τη θέση του παρατηρητή, γίνεται και η ίδια μέλος διαδικτυακών ομάδων γυναικών – κυνηγών, με τις οποίες ανταλλάσσει πληροφορίες πάνω στη γαλούχηση της νέας γενιάς παιδιών των συγκεκριμένων αμερικανικών οικογενειών. Αρχειοθετεί εκατοντάδες οικογενειακά πορτρέτα κοριτσιών στα πρώτα κυνηγετικά τους σκιρτήματα . Οι αναμνηστικές φωτογραφίες – διαδικτυακά ντοκουμέντα υπόκεινται σε ηλεκτρονική επεξεργασία (lenticular digital prints), από την καλλιτέχνιδα και αναπαράγονται σε σειρές στερεοσκοπικών εκτυπώσεων, όπου ανάλογα με τη γωνία θέασης οι συγκεκριμένες αναμνήσεις – εικόνες μεταλλάσσονται σε διαφορετικές αφηγήσεις.

Σε αντιπαράθεση με τα ψηφιακά της έργα, που παρουσιάζονται με τη μορφή διφορούμενων στερεοσκοπικών εκτυπώσεων, η Καπράλου στήνει στο χώρο της γκαλερί υπερμεγέθη ξύλινα cut outs. Έμφυλα στερεότυπα, όπως γυναίκες μποντιμπίλντερ, παλαιστές και άνδρες κυνηγοί μπλέκονται με περιγράμματα από καραμπίνες, σκυλιά και θηράματα. Από τη μία, λοιπόν, μας αποκαλύπτεται η απενοχοποιημένη απόλαυση, νομιμοποιημένη από το πολιτικά αποδεκτό, από την άλλη όμως ο θεατής βάλλεται σαν να είναι συμμέτοχος σε ένα Mexican stand-off ηθικής, όπου δεν υπάρχει καμία στρατηγική χειρισμού της βίας και το παιχνίδι είναι ήδη χαμένο.

Η Καπράλου μεταμορφώνει τα στατικά έργα της σε κινούμενα: η συνοχή και η κατάλυση (containment and scattering), ο εαυτός και ο μη εαυτός, ο τόπος και η αφαίρεση, το μέσα και το έξω, το κέντρο και η περιφέρεια, η αφαίρεση και η υλικότητα αποκτούν ρυθμό. Φυσικά, όλα αυτά είναι εκφράσεις κάποιου δυισμού που η καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται στα πράγματα. Η διαλεκτική της αρχίζει να εμφανίζεται σαν μια διαλογική ποιότητα που εφαρμόζεται σε έναν κόσμο φτιαγμένο από αντιφάσεις. Είναι σαν να είναι η τέχνη ένας καθρέφτης και αυτό που γίνεται εκεί έξω, ή στο Facebook, να είναι μία αντανάκλαση. Ειδικά ό, τι αφορά την ψυχαγωγία μέχρι θανάτου.

Δημήτρης Αντωνίτσης