Ο διεθνής επιμελητής Τζέφρι Ντάιτς (Jeffrey Deitch) βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της σύγχρονης εικαστικής δημιουργίας για περίπου μισό αιώνα. Διαμόρφωσε τον εικαστικό χάρτη της fin de siecle Αμερικής και από το 2014 άνοιξε ξανά την γκαλερί του στη Νέα Υόρκη, μετά την αποχώρησή του ως Διευθυντής του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο Λος Άντζελες. Ο Deitch άνοιξε την γκαλερί του στο Λος Άντζελες, σχεδιασμένη από τον Frank Gehry, το 2018. Η τέχνη για τον Ντάιτς είναι ένας παλμογράφος της κοινωνίας, ένα θεατρικό, διεεπιστημονικό, διαπεραστικό πολυθέαμα υψηλής αισθητικής και βακχικής ψυχαγωγίας, το οποίο ο ίδιος υπηρετεί με εξαιρετική επιμέλεια, ακρίβεια και αβίαστη άνεση. Ο άνθρωπος, τον οποίο ο συλλέκτης Δάκης Ιωάννου χαρακτηρίζει ως ‘υπεράνθρωπο’ και ο επιμελητής Massimiliano Gioni ως ‘μετα-άνθρωπο’, εκείνος που πίστεψε πρώτος στον Jean Michel Basquiat, ανέλαβε να προβάλλει τον Jeff Koons, και διευθύνει το estate του Keith Haring, μιλά αποκλειστικά στο CultureNow για το μακρύ ταξίδι του μέσα στην τέχνη και μοιράζεται τα μυστικά του πώς να βλέπουμε την τέχνη σαν να είναι η πρώτη φορά.

-Κύριε Τζέφρι Ντάιτς, στην μακρά πορεία σας στο χώρο της σύγχρονης τέχνης, έχετε υπάρξει συγγραφέας, επιμελητής blockbuster εκθέσεων, διαχειριστής και σύμβουλος τέχνης, δημιουργός πλατφορμών, γκαλερίστας, διευθυντής μουσείου, συνδετικός ιστός μεταξύ ανθρώπων της τέχνης, οραματιστής. Ποιος ρόλος σάς χαρακτηρίζει καλύτερα;

Ίσως είμαι το μοναδικό άτομο στο χώρο της τέχνης που έχει παίξει όλους αυτούς τους ρόλους. Προσπαθώ να τα συνδυάζω όλα και δεν κάνω διαφοροποιήσεις. Όταν συμβουλεύω για παράδειγμα έναν συλλέκτη προσπαθώ να το κάνω με το όραμα του επιμελητή. Όταν παρουσιάζω το πρόγραμμα της γκαλερί επιθυμώ να μεταφέρω στην ομάδα μου την εμπειρία του καλλιτέχνη, μέχρι τις graphic design λεπτομέρειες. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να δραστηριοποιείται στο χώρο της καλλιτεχνικής παραγωγής, έπρεπε να είμαι συνεπής και να βλέπω συνολικά την καλλιτεχνική δημιουργία, από τη στιγμή της έμπνευσης μέχρι την ώρα που εισέρχεται στην αγορά και αποτελεί το αντικείμενο του πόθου. Παρουσιάζω πάντα εκείνο που με εμπνέει, με έμφαση στους νέους καλλιτέχνες.

-Έχοντας αποφοιτήσει από το Harvard Business School, με ένα ‘MBA στην Ιστορία της Τέχνης’, όπως λέτε χαριτολογώντας, και έχοντας διατελέσει καλλιτεχνικός σύμβουλος τραπεζών, ενθυμούμενοι και την ευφυή παρουσίασή σας για τον Andy Warhol ως business artist, σας βλέπουμε να κινείστε αμφίδρομα ανάμεσα στη θεωρία της τέχνης και στο art market.

Πραγματικά, η γνώση της εφαρμοσμένης οικονομίας, η θεωρία παιγνίων, η πολιτική καναλιών για το μάρκετινγκ, και ακόμη περισσότερο η αξία της στρατηγικής, όλα αυτά τα πράγματα που έμαθα στο Harvard Business School, μπόρεσα να τα εφαρμόσω στην κατανόησή μου για την τέχνη και στο πώς η τέχνη δύναται να διαχυθεί στον κόσμο. Στο δεύτερο έτος μου έγραψα μια διατριβή για τον Andy Warhol ως επιχειρηματικό καλλιτέχνη. Πήρα συνεντεύξεις στο Factory και μετά την αποφοίτησή μου τα παρουσίασα σε μια ομιλία η οποία έκανε αίσθηση. Ο κόσμος ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ για το θέμα, η αίθουσα ήταν κατάμεστη, οι άνθρωποι έτρεξαν να μου μιλήσουν. Ειδικά όταν παρουσιάζεις την τέχνη ως ανάγκη, παρόλο που ουσιαστικά αποτελεί κάτι που δεν χρειάζονται άμεσα οι άνθρωποι, αυτό έχει αντίκτυπο. Και γι’ αυτό πάντα πίστευα ότι στην επιμέλεια εκθέσεων η πρώτη προτεραιότητα δεν αφορά την αγοραστική τους δυνατότητα αλλά το αν πραγματικά εμπνέουν ένα ευρύτερο ακροατήριο, κάτι που εν τέλει θα οδηγήσει και στην πώληση. Το μάρκετ της τέχνης αξίζει όταν μπορεί να υποστηρίζει την καινοτομία. Υπάρχει κάτι αληθινά ξεχωριστό στην τέχνη καθώς συνθέτει τόσες εμπειρίες αλλά και τομείς. Η μεγάλη τέχνη συνδυάζει φιλοσοφία, κοινωνικό σχολιασμό, προσωπικές εξερευνήσεις, και φυσικά ολόκληρη την ιστορία της καλλιτεχνικής έκφρασης. Η καλύτερη τέχνη τα συμπεριλαμβάνει όλα αυτά. Και γι’ αυτό λατρεύω να βρίσκομαι μέσα σε αυτή. Δεν είναι απλά όμορφες εικόνες- pretty images, είναι η βαθιά κατανόηση του κόσμου. Οι καλοί καλλιτέχνες έχουν την αξιοθαύμαστη ικανότητα να βλέπουν μπροστά, να κατανοούν τι θα συμβεί πριν εκείνο συμβεί, έτσι η τέχνη είναι το ωραιότερο μέρος να ζει κάποιος, γιατί εμπεριέχει όλη την ανθρώπινη εμπειρία της ιστορίας και της ζωής σήμερα. Είμαι πολύ χαρούμενος να διάγω και να συλλογίζομαι σε αυτό το περιβάλλον.

-Τι είναι τελικά αυτό που ορίζει την πραγματική αξία ενός έργου τέχνης; Ίσως όλα αυτά που συζητάμε να μην τα βλέπει το κοινό της τέχνης, όταν εστιάζει στο έργο που πωλείται για πολλά εκατομμύρια. Έχετε κι εσείς συμβάλει στην άνοδο της αξίας καλλιτεχνών.

Αυτό ναι, είναι μία όψη της τέχνης. Σήμερα η δημοσιογραφική κάλυψη της τέχνης έχει την τάση να εστιάζει αρκετά στον τομέα της αγοράς και σε αυτά τα ποσά. Αυτό όμως είναι μόνο ένα κομμάτι της. Κάποιες φορές αυτό έχει ενδιαφέρον, για ποιο λόγο δηλαδή κάποιος καλλιτέχνης έχει περισσότερη ανταποδοτικότητα από κάποιον άλλο ή γιατί ανεβαίνει σε αξία ο ένας ενώ ο άλλος χάνει τη δική του. Αυτές είναι διανοητικές αναζητήσεις που έχουν τη σημειολογία τους. Οι καταγραφές όμως των καθεαυτού δημοπρασιών δεν με αφορούν πλην του ότι αποτελούν ένα μέρος της μεγαλύτερης εικόνας. Όπως σας είπα τα ΜΜΕ δίνουν έμφαση στα μεγάλα ποσά που ακούγονται στις δημοπρασίες και εκπαιδεύουν έτσι ένα κοινό να ενδιαφέρεται μόνο για αυτήν την πλευρά της τέχνης. Θεωρώ ότι όλη αυτή η υπερβολή των δημοπρασιών έχει υπερτονιστεί και θα χρειαστεί να επαναδιαμορφωθεί. Η τέχνη όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο και πολύ πιο περίπλοκο και συναρπαστικό από αυτό.

-Μιλήστε μας για την πρώτη επαγγελματική ενασχόληση στη John Weber gallery, με καλλιτέχνες όπως οι Vito Acconci, Joseph Beuys, Andy Warhol. Πόσο έχει αλλάξει η καλλιτεχνική σκηνή στη Νέα Υόρκη; Έχει γίνει πιο εμπορική και αυτό πόσο έχει επηρεάσει την παραγωγή της τέχνης;

Όταν ήρθα στη Νέα Υόρκη δεν ήξερα κανένα και μέσα σε έξι μήνες ένιωσα ότι γνωρίζω τους πάντες! Τα πράγματα ήταν πολύ πειραματικά, υπήρχε μεγάλη πρόσμιξη μεταξύ ανθρώπων από όλα τα μονοπάτια της ζωής, τα έργα γίνονταν με τα ελάχιστα δυνατά μέσα, υπήρχε κοινωνική προσβασιμότητα, πνευματικός λόγος, και πολλή ομορφιά τριγύρω. Τότε συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να το πάρω στα σοβαρά και να το σκεφτώ ως καριέρα. Ήμουν τυχερός γιατί η γκαλερί John Weber ήταν στο επίκεντρο των εννοιολογικών καλλιτεχνικών προτάσεων το 1974, ήταν το μέρος όπου τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα συνέβαιναν εκείνη τη χρονική στιγμή. Tο μικρό μου γραφείο, έγινε το δημιουργικό εργαστήριο ιδεών για μια ολόκληρη ομάδα καλλιτεχνών όπως ο Carl Andre ή ο Sol LeWitt, κι εγώ ωρίμαζα δίπλα τους. Από την άλλη δεν θέλω να αναπολώ μόνο τα 80s και γενικά το παρελθόν. Ίσως τότε την ατμόσφαιρα να τη δονούσε περισσότερο το περιθωριακό, τώρα όμως η τέχνη βρίσκεται στο επίκεντρο και χαίρομαι που έχει μεγαλύτερο κοινό. Πρώτα πάει κάπου η τέχνη και μετά έρχονται και συμμετέχουν όλες οι υπόλοιπες δημιουργικές δυνάμεις. Πιστεύω ότι η τέχνη βελτιώνει τη διαβίωση, δημιουργεί ανοιχτές κοινότητες και συνέργειες διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων.

-Πίσω στα 70s, υπήρξατε μέρος της ζωντανής σκηνής της τέχνης, του θεάτρου, της μουσικής. Βλέπατε ζωντανά τους Ramones, πηγαίνατε στο θρυλικό CBGB, συναντούσατε νέους καλλιτέχνες και περφόρμερς που σας ενέπνευσαν στο πρώτο σας επιμελητικό πρότζεκτ “Lives” με θέμα την καλλιτεχνική ζωή ως το καλλιτεχνικό μέσο. Συνεχίζει αυτό να αποτελεί την κεντρική θεματική στην πορεία σας; Θεωρείτε ότι το διάκενο ανάμεσα στη ζωή και στην τέχνη είναι εντέλει ανύπαρκτο, σύμφωνα με την άποψη του Duchamp, και ότι τα ready mades υποδηλώνουν ότι η ζωή είναι μία συνέχεια της τέχνης;

Η κάπως πιο χαλαρή συνεργασία μου με την πρώτη μου γκαλερί, ως συντάκτης του newsletter, μου προσέδιδε ελευθερία στον τρόπο ζωής και πρόσληψης της ζωντανής τέχνης που απολάμβανα όταν συγχρωτιζόμουν με όλους αυτούς τους δημιουργικούς ανθρώπους όταν έδυε ο ήλιος. Αυτή η εμπειρία μου έδωσε χρόνο και έναυσμα να αναπτύξω το δικό μου έργο που αναφέρατε, την πρώτη μου επιμέλεια “Lives” τον Δεκέμβριο του 1975, η οποία αφορούσε καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν τη ζωή τους ως εκφραστικό μέσο. Η περφόρμανς ήταν τότε η πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη στην τέχνη, και ήμουν εκεί για να την παρακολουθήσω στο Kitchen και σε άλλους εναλλακτικούς χώρους. Αλλά και αρκετοί από το χώρο της περφόρμανς ή του φιλμ οδηγήθηκαν και στη ζωγραφική, όπως σήμερα οι αναφορές πολλών ζωγράφων προέρχονται από τη συνδρομητική τηλεόραση ή τα βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα. Ο φυσικός χώρος της έκθεσης είχε επίσης ενδιαφέρον, δεν ήταν το γνώριμο ερειπωμένο εργοστάσιο αλλά ένα άδειο συγκρότημα γραφείων στην Tribeca, που το παράτησαν οι ένοικοι για να μετακομίσουν στους μοδάτους Δίδυμους Πύργους. Όλοι οι καλλιτέχνες, o Warhol, ο Beuys και οι νεότεροι, ενθουσιάστηκαν και τότε δεν χρειαζόταν να συμφωνήσουν οι γκαλερί για τη συμμετοχή τους. Ο καθένας σχεδίασε στο χέρι τη δική του σελίδα στον κατάλογο-συλλογικό έργο τέχνης. Αυτή η έκθεση και η επιτυχία της έγινε το πρώτο μεγάλο καλλιτεχνικό μου κίνητρο. Η αλήθεια είναι ότι όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες με τράβηξαν γιατί η ζωή τους δεν διέφερε καθόλου από την τέχνη τους. Σαν να ‘ζούσαν’ μέσα σε αυτή. Και αυτό εξακολουθεί να με συγκινεί. Όσο για τα ready mades θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες ακόμα και πριν από τον Duchamp τα χρησιμοποιούσαν, σε μία προσπάθεια να αποθέσουν ένα ‘κομμάτι ζωής’ μέσα στην τέχνη.

-Ως συγγραφέας κριτικών κειμένων τέχνης, όπως στα Art in America, Artforum, Interview, Garage, αλλά και ως editor του Flash Art, μιλήστε μας για τις προκλήσεις της κριτικής της τέχνης σήμερα, σε μία φουρτουνιασμένη εποχή που βγαίνουμε από μια πανδημία και εισερχόμαστε σε μία νέα διεθνή κοινωνικοοικονομική κρίση. Πώς η τέχνη ανταποκρίνεται στα κατακλυσμιαία αυτά γεγονότα;

Πολλά από τα ζητήματα που έχουν προκύψει βρίσκονται διαρκώς στο μυαλό μου όπως η κοινωνική δικαιοσύνη ή η συμπερίληψη. Και η τέχνη ευτυχώς τα ενστερνίζεται. Επίσης έχω εμπειρία στη διαχείριση οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων. Έχασα αγαπημένους φίλους όταν ξέσπασε το AIDS. Στη διάρκεια της πρόσφατης πανδημίας, μία πρωτόγνωρη και δύσκολη περίοδο για όλους μας, και όταν οι εκθεσιακοί χώροι έμειναν αναγκαστικά κλειστοί, εμείς βρήκαμε διαύλους επικοινωνίας για να συνδεθούμε και να συνομιλήσουμε βαθύτερα με τους ανθρώπους της τέχνης. Ταυτόχρονα δημιουργήσαμε τη διαδικτυακή πλατφόρμα Gallery Association Los Angeles για να βοηθήσουμε το χώρο της τέχνης να επιβιώσει. Είδαμε ότι οι άνθρωποι είχαν ανάγκη να ξεφύγουν από τον εγκλεισμό ζώντας με την τέχνη. Κατόπιν πήραμε την απόφαση να ανοίξουμε νωρίτερα από τους άλλους εκθεσιακούς χώρους με αποτέλεσμα την αθρόα προσέλευση του κόσμου που διψούσε για δημιουργία ενώ ταυτόχρονα οργανώσαμε events σε εξωτερικό χώρο όπως ένα ράλι αυτοκινήτων. Σε σχέση με την κριτική, έχω παρατηρήσει ότι ο κόσμος επιλέγει να ενημερώνεται για την τέχνη και από το διαδίκτυο όπου υπάρχει πολλή και καλή κριτική εκεί μέσα. Είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος για το ανθρώπινο είδος και πιστεύω ότι στο τέλος της ημέρας, ο άνθρωπος θα μπορέσει να καταλάβει τι είναι καλό για αυτόν.

-Βλέπουμε νέες περιοχές του πλανήτη να αναδύονται στην καλλιτεχνική αγορά. Πιστεύετε ότι η τέχνη είναι ένα εύκολο εργαλείο δυτικοποίησης και εξευγενισμού-gentrification; Ταυτόχρονα πώς σας φαίνεται η αύξηση της ορατότητας από κουλτούρες τοπικών κοινοτήτων, που εμφανίζονται όλο και περισσότερο σε μεγάλες διοργανώσεις όπως η Documenta και η Μπιενάλε της Βενετίας;

Μέσα στην πανδημία το διαδίκτυο βοήθησε να έρθουμε σε επαφή με ένα νέο ακροατήριο κυρίως από την Ασία. Όταν σιγά σιγά επιστρέψαμε σε μία κανονικότητα αυτό που ονομάζουμε ‘εξευγενισμός’ έγινε περισσότερο έντονο, σαν η πανδημία να επηρέασε τις παλιές ζωηρές κοινότητες της Νέας Υόρκης. Παλαιότερα για ένα νέο καλλιτέχνη ήταν εύκολο να νοικιάσει ένα στούντιο εκεί που κάποτε ήκμαζε ο πειραματισμός. Σήμερα πολλές περιοχές της πόλης έγιναν απλησίαστες από το real estate, και τα στούντιο που νοικιάζονται είναι αφόρητα μικρά. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα όπως ήταν στη γενιά μου. Και όμως βλέπεις ότι υπάρχει τεράστιο απόθεμα δημιουργικότητας και μεγάλη σοβαρότητα στους στόχους από την πλευρά των νέων καλλιτεχνών. Βέβαια όπως είπαμε, μεγάλωσε το κοινό πρόσληψης της τέχνης το οποίο πλέον αποτελείται από πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους κουλτούρες. Αυτή η διασπορά της τοπογραφίας της καλλιτεχνικής εντοπιότητας προσφέρει νέο αίμα στην τέχνη, όταν το τοπικό γίνεται παγκόσμιο αλλά και το παγκόσμιο απορροφάται με ιδιότυπους τρόπους σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Τα τοπικά ιδιώματα βέβαια συχνά επηρέαζαν την προοδευτική τέχνη (πχ Picasso και αφρικανική τέχνη) γιατί είχε σημασία η επιστροφή σε μία καθαρή αδιάφθορη έμπνευση. Από τη μεριά μου πάντα αδράττω την πρόκληση να εντοπίζω καλλιτεχνικές τάσεις (όπως έκανα πρόσφατα με την ομαδική έκθεση “Clay Pop”), επιχειρώντας να δω την μελλοντική εξέλιξη αναδυόμενων προτάσεων.

-Ας πάμε πίσω στον τρόπο που ενστερνιστήκατε το pop κίνημα, καθώς εμφανίζεστε ως θεωρητικός μελετητής ή και σαμάνος ακόμα, ή ως εκτιμητής του όπως στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ για τον Andy Warhol στο Netflix. Τι ακριβώς ήταν η Pop Art και είναι ακόμα ζωντανή; Είναι οι δρόμοι σήμερα, που κάποτε γαλούχησαν καλλιτέχνες όπως ο Basquiat, ανοιχτοί σε πειραματισμούς από νέα ταλέντα; Γνωρίζετε τη νέα καλλιτεχνική σκηνή της Αθήνας;

Pop οφείλει να είναι όλη η τέχνη, και ήταν πάντα από την εποχή της Αναγέννησης ακόμα. Άρχισα να το νιώθω αυτό όταν ήμουν έφηβος και όταν κατόπιν εργάστηκα πιο οργανικά δίπλα στο κάθε τι νέο. Η επαφή με νέους καλλιτέχνες σε γεμίζει πληρότητα και σε βοηθά να αποκτάς εικόνα για το τι συμβαίνει στην κοινωνία μας. Επίσης δεν υπήρξα ποτέ από εκείνους τους γκαλερίστες που μάλλον για λόγους οικονομικής ασφάλειας σταματούσαν σε μια συγκεκριμένη γενιά και δεν ατένιζαν το μέλλον. Αγαπώ και προβάλλω την ανοιχτή τέχνη για όλους και από διάφορα μέρη της γης. Όσο για την Ελληνική τέχνη, έχοντας επισκεφτεί την Ελλάδα και στο παρελθόν, γνωρίζω πόσο ενεργή νέα καλλιτεχνική σκηνή έχει. Ετοιμάζομαι να εξερευνήσω καλλιτεχνικά στούντιο και πειραματικούς χώρους στην Αθήνα.

-Ποια χαρακτηριστικά αναζητάτε στους νέους καλλιτέχνες; Τι συμβουλές θα δίνατε σε νέους δημιουργούς αλλά και θεωρητικούς;

Αναζητώ όραμα και πείσμα μαζί. Που όμως θα προβάλλεται μέσα από το καλλιτεχνικό έργο και όχι μόνο με τα λόγια. Και ακόμα και οι συνθήκες να μην είναι ευνοϊκές, ο καλλιτέχνης οφείλει να τις κάνει. Επίσης ψάχνω για ταλέντα μέσα σε κοινότητες, κολεκτίβες, καθώς, όπως γνωρίζουμε από την παραγωγή των δύο τελευταίων αιώνων, η τέχνη πήγε μπροστά και αφάνταστη ποσότητα ενέργειας εκλύθηκε μέσα από καλλιτεχνικές συνέργειες, σε συζητήσεις, κοινά εργαστήρια, κοινές δράσεις. Στoυς εκθεσιακούς μας χώρους παρέχουμε μια πλατφόρμα για αυτές τις συνέργειες. Αυτό που θέλω να συμβουλέψω τους νέους καλλιτέχνες είναι να προσπαθούν να κάνουν το έργο τους ορατό, να δημιουργούν διασυνδέσεις ώστε να το επικοινωνούν και να το υποστηρίζουν έξω από το στούντιο για να μπορούν να δέχονται και κριτική που θα τους βελτιώσει, και τους κριτικούς τέχνης να αντιμετωπίζουν το έργο με σεβασμό αλλά και ειλικρίνεια ζώντας μέσα στην τέχνη, ώστε να τη βιώνουν για να μπορούν να γράφουν διαρκώς για αυτή, γιατί τέχνη και λόγος συμπληρώνουν το ένα το άλλο.

-Είχατε επιμεληθεί αρκετές εκθέσεις του Δάκη Ιωάννου, από το περίφημο “Cultural Geometry” το 1988. Μιλήστε μας για αυτήν την τόσο υποδειγματικά καρποφόρα συνεργασία. Συνεργάζεστε ακόμα;

Η συνεργασία μου με τον Δάκη Ιωάννου υπήρξε από τις πιο δημιουργικές στην πορεία μου, μιλούσαμε πολύ, ανταλλάσσαμε απόψεις και είχαμε παρεμφερή άποψη για καλλιτεχνικά ζητήματα. Το “Cultural Geometry” το οργανώσαμε όταν ακόμα ήμουν Vice President για τη Citibank. Τις υπηρεσίες art advising στη Νέα Υόρκη των 80s ακολούθησαν αξιόλογα επιμελητικά πρότζεκτ για το ΔΕΣΤΕ με πολύ σημαντικές εκθέσεις στην πορεία. Μετά από αυτό το παραγωγικό διάστημα, παραμένουμε δύο πολύ καλοί φίλοι και έτσι νομίζω ότι οφείλουν να καταλήγουν όλες οι ωραίες συνεργασίες όταν ωριμάζουν.

-Μία μεγάλη έκθεση που φέρατε στο ΔΕΣΤΕ στις αρχές των 90s υπήρξε το “Post Human”, όπου και πάλι υπήρξατε πρωτοπόρος. Πόσο προφητική ήταν μια τέτοια έκθεση τόσα χρόνια πριν τις συζητήσεις για το Μετα-ανθρώπινο, στην εποχή της Ανθρωπόκαινου. Πώς αντιλαμβάνεστε αυτόν τον όρο σήμερα; Φαίνεται ευγενής η προσπάθεια να θέλουμε να αποποιηθούμε την προσοχή από το είδος μας ως το κέντρο του σύμπαντος ή μήπως η κατάσταση μοιάζει να ξεφεύγει σε κάτι πιο σκοτεινό, μηχανοποιημένο, κατασταλτικό, που θα ελέγχει την ελεύθερη βούληση και συνεπώς την ελευθερία;

Πραγματικά, αυτή η έκθεση άγγιξε θέματα πολύ πρωτοπόρα για την εποχή της. Ήταν μία έκθεση-ορόσημο για όλους μας, η οποία παρουσιάστηκε σε 5 μεγάλα διεθνή ιδρύματα, και που πολύ δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί σε όραμα, καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και επιδραστικότητα. Τότε όλοι νόμιζαν ότι αναφερόμαστε σε ένα Sci-Fi σενάριο, καθώς από τότε έγραφα για ΑΙ και genetic engineering. Να όμως που το 2022 αυτό είναι το μείζον θέμα και το πιο δημοφιλές ακαδημαϊκό πεδίο της εποχής, πώς δηλαδή η ανθρωπότητα μετεξελίσσεται σε περιοχές πέρα από αυτή. Καλλιτέχνες όπως ο Maurizio Cattelan ή η Vanessa Beecroft επηρεάστηκαν από την έκθεση, και διαμορφώθηκε μια ολόκληρη γενιά δημιουργών όπως και μία ροή σκέψης γύρω από το Μετα-ανθρώπινο. Θεωρώ ότι διάγουμε ένα μεταβατικό διάστημα όπου προσπαθούμε να υπολογίσουμε την ακριβή μας θέση απέναντι στην τεχνολογία και στις αλλαγές που έχουμε επιφέρει στο ανθρωπογενές περιβάλλον. Όπως σας είπα δεν παύω να είμαι αισιόδοξος και πιστεύω ότι η λογική θα πρυτανεύσει και ότι δεν θα επιλέξουμε να βλάψουμε ό,τι μας κρατάει ζωντανούς.

-Μιλώντας για τεχνολογία, πώς αντιλαμβάνεστε τις νέες ψηφιακές μορφές τέχνης και αγοράς όπως π.χ. τα NFTs;

Κοιτάξτε, πριν ο καλλιτέχνης αποφασίσει το μέσο που θα χρησιμοποιήσει για το έργο του, προϋπάρχει μία θαυμάσια ιδέα. Με ενδιαφέρουν πολύ οι τάσεις όπου η κοινωνία αλληλεπιδρά με την τεχνολογία. Και η τέχνη πάντα φωτογραφίζει την εποχή της. Και αυτή είναι η εποχή του διαδικτύου ή του meta-διαδικτύου. Σε σχέση με τα NFTs, η αντίληψη πίσω από αυτά τα έργα είναι καταρχάς ζωγραφική και ακόμα και στα ψηφιακά έργα βλέπουμε τις ίδιες αναζητήσεις και ανησυχίες που έχει ένας ζωγράφος για το χρώμα, τη σύνθεση, την υφή, την εικόνα. Απλά τα NFTs δραστηριοποιούνται στην ιντερνετική αγορά. Αγαπώ τη ζωγραφική, ειδικά τη σύγχρονη παραστατική που παραμένει ζωντανή, γιατί η ζωγραφική από όλες τις τέχνες, μπορεί να δημιουργήσει μία πραγματικότητα μπροστά στα μάτια σου που τα περιλαμβάνει όλα, χωρίς να χρειαστεί να στα περιγράψει με λόγια. Έχει χρόνο, χώρο, συναίσθημα, αλήθεια, φως, τα πάντα! Λατρεύω τη ζωγραφική και δεν θα άλλαζα με τίποτα στον κόσμο αυτό που βιώνω μέσα από αυτή. Με εμπνέει που επανεμφανίζεται πάντα με φρέσκο τρόπο και αντανακλά τη σύγχρονη εμπειρία. Η ομαδική έκθεση 50 καλλιτεχνών “Unrealism”, μαζί με τον Larry Gagosian το 2015 στο Art Basel Miami, και η έκδοση που ακολούθησε το 2019, είχε ως βάση την νέα αντι-ακαδημαϊκή παραστατική ζωγραφική την εποχή της Μετα-αλήθειας/Post-Truth. Ταυτόχρονα μου αρέσει που η σύγχρονη τεχνολογία κάνει ελκυστική την τέχνη σε ένα ευρύτερο κοινό, είτε με τα NFTs, είτε με τη γνωριμία των εκθεσιακών χώρων από τον κόσμο που ποστάρει στο Instagram ή στο TikTok. Μου αρέσει η διάχυση καλλιτεχνικής πληροφορίας όπως έκανε και εξακολουθεί να κάνει εξάλλου και η street art ή άλλες προοδευτικές sub-κουλτούρες όπως το π.χ. το skateboard αλλά και οι αναπάντεχες συνεργασίες μεταξύ δημιουργικών περιοχών όπως η μόδα, η μουσική, το φιλμ ή η αρχιτεκτονική με την τέχνη.

-Βρισκόμαστε στα Σφαγεία της Ύδρας για το πρότζεκτ “Apollo” του Jeff Koons. Πώς σας φάνηκε; Μιλήστε μας για την πολύχρονη γνωριμία σας με το έργο του καλλιτέχνη. Υπήρξατε ο art dealer του για ένα μεγάλο διάστημα στα 90s.

Από τα 80s που τον πρωτογνώρισα σε εγκαίνια του Francesco Clemente, θεωρώ τον Jeff Koons έναν μεγάλο καλλιτέχνη, ο οποίος σκέφτεται πάρα πολύ επάνω στο έργο που επιλέγει να κάνει και οργανώνει αυτή τη διαδικασία με κάθε λεπτομέρεια. Γι’ αυτό τα έργα του έχουν αυτήν την ολοκληρωμένη αίσθηση και μπορούν να μιλούν σε/με όλον τον κόσμο. Είναι ευτύχημα που πολλές από τις μεγάλες του εγκαταστάσεις είναι σε μουσεία ανά την υφήλιο και μπορεί να τα απολαύσει ο επισκέπτης συχνά χωρίς αντίτιμο. Εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την pop κουλτούρα, και υπηρετεί πιστά τη σύγχρονη τέχνη εδώ και πολλά χρόνια. Ο Απόλλωνας της Ύδρας είναι η δική του ανάγνωση της αρχαιότητας, και η κινητήριος δύναμη πίσω από το έργο επικεντρώθηκε στο πώς οι αξίες εκείνης της εποχής έγιναν πανανθρώπινες και μεταλαμπαδεύονται στο σήμερα.

-Διευθύνατε το δικό σας κέντρο σύγχρονης τέχνης “Deitch Projects” από το 1996 ως το 2010 στο Σόχο της Νέας Υόρκης, όταν αναλάβατε τη Διεύθυνση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο Λος Άντζελες, όπου με κάποιες δυσκολίες εκεί, προσφέρατε το όραμά σας σχεδόν εθελοντικά θα λέγαμε. Ποιο είναι το επόμενο βήμα για μία τόσο ακούραστη προσωπικότητα, και πώς διατηρεί τη φρεσκάδα του βλέμματος μετά από τόσα έργα που πέρασαν από μπροστά του; Μπορείτε να επιλέξετε μεταξύ Νέας Υόρκης και Δυτικής Ακτής; Αν ήταν να διαλέξετε μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής τι θα διαλέγατε; Και πώς στ’ αλήθεια είναι να μένεις στην έπαυλη του Gary Grant;

Όλες αυτές οι δραστηριότητες μου προσέφεραν μεγάλη ηθική ικανοποίηση. Όταν βλέπω καλή τέχνη μού είναι δύσκολο να κρύψω τον ενθουσιασμό μου! Αυτό είναι εμφανές στον τρόπο που γράφω ή κάνω επιμέλειες, οι οποίες βασίζονται σε ένα στιβαρό εννοιολογικό πλαίσιο, αλλά και στο σεβασμό και στο κύρος που οφείλω να δίνω στην τέχνη και στους καλλιτέχνες. Και οι διαφορετικές εμπειρίες, δύσκολες ή προκλητικές, ήταν εξίσου ωφέλιμες, καθώς για παράδειγμα, τα προβλήματα με το Μουσείο στο LA υπήρξαν γιατί είχε μία τελείως διαφορετική άποψη περί λειτουργίας σε σχέση για παράδειγμα με την οραματικότητα και την οργανωτικότητα του ΜΟΜΑ, καθώς εκεί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς ήθελα να τους πω, και ο ενθουσιασμός για την τέχνη έπεφτε στον τοίχο του fundraising και των συμβιβασμών. Παρόλα αυτά έκανα 50 μεγάλες εκθέσεις μέσα σε τρία χρόνια, δύο για τις οποίες είμαι ιδιαίτερα περήφανος, το “Art in the Streets”, η εγκυρότερη έκθεση επάνω στη συνολική ιστορία της τέχνης του δρόμου, και το “Painting Factory” επάνω στη σύγχρονη αφαίρεση. Τώρα κινούμαι ελεύθερα ανάμεσα στις δύο πόλεις, κι έτσι δεν μπορώ να διαλέξω, όπως και δεν μπορώ να διαλέξω ανάμεσα και σε δυο εξίσου πολυδιάστατες ηπείρους με αντίστοιχα ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Προς το παρόν ετοιμάζουμε μία μεγάλη έκθεση για το φθινόπωρο στην γκαλερί στο LA όπως και μία νέα έκδοση. Το σπίτι του Grant στην αρχή δεν το πήρα στα σοβαρά, έμοιαζε πολύ συντηρητικό για τα γούστα μου, αλλά μετά που διοργάνωσα ένα πάρτι, χωρίς ακόμα έπιπλα αλλά με πολλή τέχνη από τη συλλογή μου τριγύρω, συνειδητοποίησα πόσο φανταστικό είναι, επομένως ναι, εκεί είναι ο μικρός μου παράδεισος και το προσωπικό μου art project!

Photo Credit: Φαίη Τζανετουλάκου