Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι δεν είναι μία ευρέως αποδεκτή φυσιογνωμία από τους κριτικούς και τους αναγνώστες, με τις αντιφατικές απόψεις να μην περιορίζονται μόνο στην αποτίμηση του έργου του αλλά και στην ίδια του τη ζωή. Οι υποστηρικτές της γραφής του Μπουκόφσκι τον χαρακτηρίζουν ανθρωπολόγο του περιθωρίου και τονίζουν την αναλυτική και ρεαλιστική του οπτική πάνω στην πραγματικότητα. Στον αντίποδα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που δεν ασπάζονται τη σημασία του έργου του, χαρακτηρίζοντάς τον μισογύνη, φιλοναζί (λόγω του θαυμασμού του προς τον Σελίν), φτηνό πορνογράφο και αρθρογράφο που βασιζόταν σε τεχνικές εντυπωσιασμού για να προκαλέσει αίσθηση. Οι κατά καιρούς επευφημίες και επικρίσεις δεν μπορούν να αλλάξουν το βασικό αντικειμενικό γεγονός που κάνει το έργο του Μπουκόφσκι να ξεχωρίζει: την οξεία παρατηρητικότητα και την ικανότητα να καταγράφει τις πιο σκοτεινές και ένοχες πλευρές της υποκριτικής αμερικανικής κοινωνίας.

Η απόρριψη: Η αναβίωση του τραύματος στην καθημερινή εμπειρία

Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου του 1920, στο Άντερναχ της σημερινής Γερμανίας, που τότε ήταν μέρος του Ελεύθερου Κράτους της Πρωσίας. Ο πατέρας του ήταν Αμερικάνος γερμανικής καταγωγής και υπηρέτησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε ως κατάληξη την ήττα της Γερμανίας. Κατά την παραμονή του στο Άντερναχ, ο Χένρι Μπουκόφσκι γνώρισε την Καταρίνα Φρετ και μετά από μία σύντομη σχέση απέκτησαν τον Τσαρλς. Ωστόσο, η παραμονή τους στην Ευρώπη έλαβε τέλος την άνοιξη του 1923, όταν η οικογένεια μετακόμισε στο Μέριλαντ, και επτά χρόνια αργότερα, στο Λος Άντζελες. Οι οικονομικές επιπτώσεις του Πολέμου στην πάλαι πότε κραταιά γερμανική οικονομία δεν πρέπει να μένουν έξω από την προσπάθεια κατανόησης του περιβάλλοντος που γέννησε την ανάγκη του νεαρού Τσαρλς να στραφεί προς το αλκοόλ και τον νομαδισμό. Ο πατέρας του ήταν ιδιαίτερα βίαιος, «ένα τέρας», και ξεσπούσε συχνά πάνω στον γιο του. Με σημερινά μάτια θα μπορούσαμε να εικάσουμε πολλά, όπως έκανε και ο γιος του μέσα από τη συγγραφή: είτε είχε επηρεαστεί από την ανεργία, με την οποία ήρθε αντιμέτωπος τόσο στη Γερμανία όσο και στις ΗΠΑ, που μαστίζονταν από την Παγκόσμια οικονομική ύφεση, είτε υπέφερε από κάποιας μορφής PTSD εξαιτίας του πολέμου, είτε, είτε, είτε. Το σίγουρο είναι ότι η συμπεριφορά του στιγμάτισε τον μικρό Τσαρλς, γεννώντας μέσα του την αίσθηση της απόρριψης και την τάση να αποδέχεται στωικά την αναίτια βία. Κι αν αυτές οι πρακτικές που σήμερα θεωρούνται απαράδεκτες ήταν συνήθεις στην Αμερική του ’30, μπορούμε να ρίξουμε μία κλεφτή ματιά στις συνθήκες που διαμόρφωσαν τον πληθυσμό των κατατρεγμένων που κατέγραφε ο Μπουκόφσκι.

Αλκοολισμός και φυγή

Ο Μπουκόφσκι ήρθε σε επαφή με το αλκοόλ στην πρώιμη εφηβεία του μέσω ενός συμμαθητή του και για πρώτη φορά ένιωσε πως βρήκε κάτι που θα τον βοηθούσε να κάνει την καθημερινότητα πιο βιώσιμη. Όπως σημείωσε αργότερα, «υπάρχει μια μεγάλη αίσθηση ενοχής που συνδέεται με το ποτό. Δεν συμμερίζομαι αυτήν την ενοχή». Η σχέση που ανέπτυξε με το αλκοόλ επηρέασε το έργο και τη ζωή του, τον βοήθησε να προσπεράσει τη ντροπαλή ιδιοσυγκρασία του και να γνωρίσει όλους τους ήρωές του σε μία καταβύθιση στον κόσμο της παρακμής.

Μαζί με το αλκοόλ ο Μπουκόφσκι εκδήλωσε τις πρώτες τάσεις φυγής από το περιβάλλον που τον έβαλλε, στο οποίο όμως επέστρεφε συχνά λόγω οικονομικών δυσχέρειών. Αμέσως μετά την αποφοίτηση από το Λύκειο γράφτηκε σε κολλέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία, με τις σπουδές να διακόπτονται από τις πιέσεις του πατέρα του να στρατολογηθεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από φτηνά μοτέλ σε όλη την Αμερική, την παραμονή στη Νέα Υόρκη, στη Φιλαδέλφεια και στη Νέα Ορλεάνη, και μία σύλληψη από το FBI, χάρη στην οποία αποκόμισε την απαλλαγή στράτευσης, ο Μπουκόφσκι επέστρεψε στο Λος Άντζελες το 1947, στην πόλη όπου έμελλε να ζήσει και να γράψει μέχρι το θάνατό του.

Κατά τη διάρκεια της μεγάλης φυγής από την πατρική εστία, ο Μπουκόφσκι έγραψε τα πρώτα του διηγήματα, τα οποία δημοσιεύτηκαν σε μικρής κυκλοφορίας cult λογοτεχνικά περιοδικά. Η αδυναμία να προσεγγίσει μεγαλύτερο κοινό τον οδήγησε σε μία συγγραφική παύση περίπου δέκα ετών, κατά την οποία έκανε πρόσκαιρες δουλειές για να συντηρηθεί και συνέλεγε εμπειρίες που θα αποτύπωνε στην ποίησή του. Η ενασχόλησή του με την ποίηση έγινε εντονότερη μετά την παραλίγο θανατηφόρα αιμορραγία ενός στομαχικού έλκους, καθώς η παραμονή στο νοσοκομείο και η υποχρεωτική άδεια τού έδωσαν την ευκαιρία να δουλέψει το αυτοβιογραφικό υλικό του.

Η δεκαετία του ’60 αποτέλεσε αφορμή για να επιστρέψει στη συγγραφή, δημοσιεύοντας φυλλάδια με την ποίησή του και μέρος της δουλειάς του σε avant garde συλλογές. Η αναγνώριση ήρθε όταν οι Jon και Louise Webb, εκδότες του λογοτεχνικού περιοδικού The Outsider, συμπεριέλαβαν κάποια από τα ποιήματά του στα έντυπά τους, με αποκορύφωμα την ανεκδοτολογική πρόταση του εκδότη John Martin να του δίνει 100$ τον μήνα ώστε να παραιτηθεί από την έως τότε δουλειά του και να αφοσιωθεί μόνο στη συγγραφή. Ο Μπουκόφσκι δέχτηκε και άφησε τη θέση στο ταχυδρομείο που λάτρευε να μισεί, παρότι γνώριζε ότι θα βρισκόταν πιο κοντά στη δυσχέρεια, την οποία προτίμησε από το οκτάωρο. Όπως σημειώνει σε ένα γράμμα του στον Martin, «Το γεγονός ότι τελικά κατάφερα να ξεφύγω από τέτοια μέρη μου δίνει χαρά, τη χαρά που σου προσφέρει ένα θαύμα […] έφυγα από το σκότωμα, το χάος και τη βιοπάλη, προς έναν τουλάχιστον λίγο πιο αξιοπρεπή τρόπο να πεθάνει κανείς». Η απομάκρυνση από τη μισθωτή εργασία εκτόξευσε την παραγωγικότητά του, ειδικότερα στην ποίηση, παρότι έγινε πιο γνωστός για τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του. Μέχρι τον θάνατό του το 1994 από λευχαιμία, ο Μπουκόφσκι είχε γράψει πάνω από 5.300 ποιήματα και ιστορίες.

Η φιλοσοφία του περιθωρίου

Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι έχει χαρακτηριστεί ένας σύγχρονος κυνικός, παρότι ο ίδιος τον αποτιμούσε ως «αδύναμη στάση ζωής». Σε αντίθεση με τα κινήματα του μαγικού ρεαλισμού και του υπερρεαλισμού, ο Μπουκόφσκι εντάσσεται στον λεγόμενο «βρώμικο ρεαλισμό» που αναπτύχθηκε στη Βόρεια Αμερική μεταξύ ’70 και ’80 και αποτέλεσε υποκατηγορία του ρεαλισμού, απεικονίζοντας τις πιο απίθανες ή πιο ανιαρές πτυχές της καθημερινής ζωής σε λιτή, ανεπιτήδευτη γλώσσα. Ο βρώμικος ρεαλισμός χαρακτηρίζεται από οικονομία στις λέξεις και εστίαση σε επιφανειακές περιγραφές. Οι συγγραφείς που εργάζονται εντός του είδους τείνουν να αποφεύγουν τα επιρρήματα, την εκτεταμένη μεταφορά και τον εσωτερικό μονόλογο, και στον αντίποδα επιτρέπουν στα αντικείμενα και τα συμφραζόμενα να υπαγορεύουν το νόημα. Οι χαρακτήρες εμφανίζονται σε συνηθισμένα, ασυνήθιστα επαγγέλματα και συχνά υπογραμμίζεται η έλλειψη πόρων και χρημάτων που δημιουργεί μια εσωτερική απόγνωση. Η καταγραφή μέσα από έναν τέτοιο αναλυτικό φακό φέρνει στην επιφάνεια όλες τις αντιφάσεις την αμερικανικής κοινωνίας που υπαγορευόταν από το φαντασιακό της οικονομικής ανάπτυξης. Οι άνθρωποι που υπέμεναν τα ένοχα μυστικά μίας υποκριτικής κοινωνίας, ζούσαν στο περιθώριο, κάτω από τη μύτη του καθωσπρεπισμού που κυριαρχούσε. Πόρνες, αλκοολικοί, άστεγοι, τρελοί, οι άνθρωποι που παίζουν κομβικό ρόλο στην απομυθοποίηση του «αμερικάνικου ονείρου», με φόντο τη μεθυστική βρώμικη πλευρά του Λος Άντζελες. Αυτοί ήταν οι ήρωες των βιβλίων του Μπουκόφσκι και αποτυπώθηκαν τόσο στην ποίησή του όσο και στην πρόζα, από τις «Ερωτικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας», τις «Γυναίκες» και τον «Άνθρωπο για Όλες τις Δουλειές» μέχρι τον «Βρώμικο Κόσμο» και το κύκνειο άσμα του «Αστυνομικού (Pulp)».

Τελικά, η συνεισφορά του Μπουκόφσκι δεν αξιολογείται ανάλογα με τον βαθμό ειδίκευσης και τριβής του αναγνώστη με τη λογοτεχνία, αλλά εξαρτάται από την απάντηση που παίρνει το διαχρονικό ερώτημα: ποιος ο σκοπός της λογοτεχνίας; Η δημιουργία ενός καθάριου, υψηλού έργου με βάσει την αισθητική ή η απόδοση μίας συνθήκης με ωμό ρεαλισμό; Το έργο του Μπουκόφσκι ανήκει στην δεύτερη κατηγορία, κερδίζοντας για πάντα μία επάξια θέση ανάμεσα στις σημαντικές πραγματείες των αποστημάτων, των παρακμιακών, των απόκληρων αυτού του κόσμου που θα μένουν κρυμμένοι από το γυαλιστερό αφήγημα των άριστων κοινωνιών νυν και αεί. Όπως υπογραμμίζει και ο Anthony Mostrom στο Los Angeles Review of Books: «Ο Μπουκόφσκι είναι γευστικά προσβλητικός για την υπερ-γυαλισμένη, κομφορμιστική εποχή των θιασωτών της “ευεξίας” και των καλοθελητών που προσπαθούν να σας πουν τι να κάνετε». Επιτηδευμένα προβοκάτορας ή ανθρωπολόγος του περιθωρίου, παραμένει διαχρονικός.

Photo Credit: Magnolia Pictures | Πηγές: wikipedia.com, bukowski.net, lareviewofbooks.org, sydneyreviewofbooks.com, threeroomspress.com, tvxs.gr, iforinterview.com