Ο βαθιά κρυμμένος εαυτός μας, σε έντονες στιγμές, μπορεί να εμφανιστεί και να καθορίσει μια συμπεριφορά που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε. Αυτή η σκέψη στάθηκε το έναυσμα για τη σεναριακή ανάπτυξη της νέας ταινίας μου, «ΕΠΑΦΗ». Έτσι δημιουργήθηκε μια σκοτεινή κινηματογραφική αφήγηση που προβάλλει σταδιακά την εσωτερική βία των πρωταγωνιστικών προσώπων  και καταθέτει το δικό μου σχόλιο για τον κόσμο γύρω μας.

Στη σημερινή Αθήνα, μέσα σε μια καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, ένα ξαφνικό black out ακινητοποιεί τους  χώρους των ασανσέρ. Σε πέντε διαφορετικά ασανσέρ κλείνονται άνθρωποι καθημερινοί, σαν κι εμάς. Ο άγνωστος χρόνος του εγκλεισμού τους, παράγει φοβίες και απρόβλεπτα συναισθήματα, φέρνοντας στην επιφάνεια μια σειρά από εντάσεις και συγκρούσεις που πιστεύω ότι χαρακτηρίζουν μια κοινωνία σε κρίση, τη σημερινή κοινωνία στην οποία όλοι ανήκουμε.

Είναι κοινή σήμερα η εντύπωση μιας άμεσης και συνεχούς επαφής μεταξύ όλων μας, κυρίως μέσα από τον ψηφιακό κόσμο του Διαδικτύου. Στην πραγματικότητα υπάρχει   αδυναμία επικοινωνίας, μια έλλειψη ουσιαστικής επαφής καθώς ο καθένας αισθάνεται όλο και πιο μόνος στις σκέψεις του, στις επιλογές του ή στις πράξεις του. Αυτή η αγωνία καταγράφεται μέσα από την κινηματογραφική  αφήγηση της ΕΠΑΦΗΣ.

Η ανάγκη μιας ταινίας κλειστών χώρων, τόσο εικαστικά όσο και τεχνικά, διαδέχτηκε την σύνθετη εμπειρία της προηγούμενης δουλειάς μου, του επτανησιακού δράματος εποχής, «ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥΣ». Ολοκληρώνοντας εκεί το σχόλιο μου για τα διαχρονικά πάθη και τις ταξικές συγκρούσεις μιας άλλης χρονικής περιόδου της ελληνικής κοινωνίας, αισθάνθηκα έντονα την ανάγκη να στρέψω πια τον φακό μου στους διπλανούς μας ανθρώπους, κυριολεκτικά τους συγκάτοικους των πολυκατοικιών όπου ζούμε. Αναζήτησα τον ελάχιστο χώρο μιας ενδεικτικής συμπεριφοράς τους και κατέληξα στους πιεστικούς θαλάμους των ασανσέρ,  όπου αναπτύσσεται το ψυχόδραμα των χαρακτήρων της «ΕΠΑΦΗΣ».

Η διαφορά των δύο ταινιών είναι όχι μόνο θεματική και αισθητική, αλλά και οικονομικού μεγέθους, διατηρώντας όμως το ίδιο ποιοτικό αποτέλεσμα. Σήμερα, μεγάλα κονδύλια ενίσχυσης του ελληνικού κινηματογράφου έχουν  αποσυρθεί λόγω της ευρύτερης οικονομικής πίεσης. Ενάντια σε όλες αυτές τις δυσκολίες, οι Έλληνες κινηματογραφιστές συνεχίζουμε πάντα να δημιουργούμε, καταθέτοντας ταινίες που συγκινούν και προβληματίζουν δημιουργικά το κοινό τους μέσα από τη γοητεία της κινηματογραφικής αίθουσας.

Βιογραφικό

Ζακυνθινής καταγωγής, σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ, σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου και ζωγραφική στην ΑΣΚΤ με τον Νίκο Νικολάου. Ιδρυτικό μέλος και κινηματογραφικός κριτικός του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος». Από το 1986 συνεργάστηκε με την κρατική τηλεόραση, με ντοκιμαντέρ και εκπομπές που αφορούν κυρίως στην Επτάνησο. Παράλληλα σκηνοθετεί για το θέατρο. Την τελευταία εικοσαετία, δίδαξε αισθητική κινηματογράφου και τεχνική σκηνοθεσίας σε ανώτερες σχολές Δραματικής Τέχνης και Κινηματογράφου και στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου-Τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Το διάστημα 2013-14, υπήρξε Πρόεδρος Δ.Σ. του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Από το 2004 είναι γενικός γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Από το 1970 έως και σήμερα, οργάνωσε σαν παραγωγός και σκηνοθέτησε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, που βραβεύτηκαν και εκπροσώπησαν την Ελλάδα σε πολλά διεθνή Φεστιβάλ.


Διαβάστε επίσης:

Επαφή, του Τώνη Λυκουρέση