Ο Τομ Πέτι δεν ήταν ποτέ ένας από τους πιο γνωστούς ροκ σταρ, και σίγουρα όχι ο πρώτος που μνημονεύεται όταν τίθεται αυτή η συζήτηση. Η συνεχής παρουσία του στα ραδιοφωνικά τσαρτς τον απέκλειε από τις εκτιμήσεις των «gatekeepers» που διαχώριζαν -σχεδόν εμμονικά- την καλλιτεχνική από την εμπορική επιτυχία και η προσωπική του ακεραιότητα και πίστη στην αξία του έργου του ήταν το βασικό εμπόδιο της μουσικής βιομηχανίας από το να τον ενσωματώσει πλήρως στη φόρμουλα που ορεγόταν η αγορά. Ο Τομ Πέτι στάθηκε εμφατικά ανάμεσα σε δύο κόσμους, ενέπνευσε χιλιάδες ανθρώπους μέσα από ροκ ύμνους, συγκρούστηκε με τις δισκογραφικές εταιρίες που τον εκπροσώπησαν και αυτοσαρκαζόταν διαρκώς μέσα από τα μουσικά βίντεο. Με αφορμή τη γέννησή του, εξετάζουμε τα κορυφαία μουσικά άλμπουμ του και εντοπίζουμε τα χαρακτηριστικά και τα θέματα που ξεχώρισαν στο έργο του Πέτι, ως σταθμοί στο μουσικό του ταξίδι.

«Mudcrutch»

Ο Τομ Πέτι γεννήθηκε στην Φλόριντα στις 20 Οκτωβρίου του 1950 και από μικρή ηλικία μπήκε στον κόσμο του το ροκ εν ρολ, κυρίως μέσα από δίσκους του Έλβις Πρίσλεϊ, τον οποίο είχε γνωρίσει όταν ήταν δέκα ετών. Αυτή η γνωριμία, σε συνδυασμό με την Beatlemania που ακολούθησε και τον φρενήρη τρόπο ζωής των Rolling Stones έκαναν τον Πέτι να αφήσει το σχολείο και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική.

Το 1970, μαζί με τον φίλο του Τομ Λίντον, ο Πέτι ίδρυσε τους Mudcrutch, την πρώτη ουσιαστική προσπάθειά τους στην τοπική σκηνή. Το συγκρότημα, που μέσα σε λίγους μήνες είχε συσπειρώσει έναν πυρήνα τοπικών μουσικών, κυκλοφόρησε λίγες κόπιες του πρώτου single, «Up in Mississippi Tonight/Cause Is Understood» και διοργάνωνε φεστιβάλ κάντρι στην αγροικία που διατηρούσαν οι μουσικοί (και επίσης μέλη της μπάντας) Ράνταλ Μαρς και Μάικ Κάμπελ έξω από το Γκέινσβιλ. Εκτός από τους Mudcrutch, τα αυτοσχέδια φεστιβάλ συγκέντρωναν τοπικά act και απέκτησαν φήμη μεγαλύτερη απ’ ότι μπορούσε να αντέξει η μικρή κολεγιακή πόλη.

Όταν οι ένοικοι της περιβόητης Φάρμας των Mudcrutch εκδιώχθηκαν από τους ιδιοκτήτες, τα μέλη του συγκροτήματος αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Λος Άντζελες προκειμένου να βρουν δισκογραφική στέγη. Παρότι κατάφεραν να υπογράψουν στη Shelter Records, τα επόμενα κομμάτια τους δεν σημείωσαν επιτυχία, οδηγώντας σε βιαστική διάλυση, από την οποία σχηματίστηκαν οι Heartbreakers.

Όμως οι Mudcrutch δεν είχαν πει την τελευταία λέξη. 33 χρόνια από τη διάλυσή τους επανενώθηκαν και κυκλοφόρησαν τον ομώνυμο δίσκο του 2008, παρουσιάζοντας ένα κράμα ροκ, μπλουζ και grassroots ήχου, έναν συνδυασμό παλιών κομματιών και νέων, σε έναν διάλογο μεταξύ των νέων από την Φλόριντα που ξεκινούσαν τη δημιουργική πορεία τους και των μεσηλίκων που πλέον ζούσαν στο Λος Άντζελες και απολάμβαναν τους καρπούς των κόπων τους. Οι Mudcrutch δεν επανασυστάθηκαν για να κερδίσουν τα χαμένα μεγαλεία· μοιάζουν με side-project του Πέτι που επιστρέφει στον ήχο των νεανικών του χρόνων για ακομπλεξάριστο τζαμάρισμα χωρίς ασφυκτικές πιέσεις και προθεσμίες. Ένα ραντεβού που άργησε 33 χρόνια, αλλά είμαστε ευτυχείς που τελικά πραγματοποιήθηκε.

«Damn the Torpedoes»

Είναι γεγονός ότι η κυκλοφορία του «Depot Street» από τους Mudcrutch στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία, οδηγώντας το συγκρότημα στην πόρτα της εξόδου από τη δισκογραφική εταιρία- όμως αυτή η ιδιότυπη έξωση δεν ίσχυε για τον Πέτι. Μόλις έναν χρόνο μετά τη διάλυση, ο Πέτι, μαζί με τον Μάικ Κάμπελ στην κιθάρα και τον Μπένμοντ Τεντς στα πλήκτρα δημιούργησαν τους «Tom Petty and the Heartbreakers». Με την προσθήκη των Σταν Λιντς στα τύμπανα και Ρον Μπλερ στο μπάσο, η μπάντα κυκλοφόρησε το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ της, το οποίο σημείωσε απροσδόκητη επιτυχία στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ ο δεύτερος δίσκος τους «You’re Gonna Get It!» (1978) έγινε χρυσός.

Το σημείο καμπής των Heartbreakers ήταν το 1979, όταν κυκλοφόρησε το «Damn the Torpedoes», μία δουλειά που είχε όλα τα εχέγγυα για να γίνει εμπορική επιτυχία: εντυπωσιακή παραγωγή, λεπτοδουλεμένα κομμάτια, φτιαγμένα για να κυριαρχήσουν στα τσαρτ, ήχο που στηριζόταν σε ποπ φόρμες και πιο δύσπεπτα, new wave στοιχεία και -φυσικά- ένα μνημειώδες backstory σχετικά με το μπρα ντε φερ ανάμεσα στον Πέτι και τη δισκογραφική.

Τι συνέβη σε αυτή την ξεχασμένη ροκ εν ρολ δικαστική διαμάχη; Όταν η MCA αγόρασε τη νεοσύστατη μητρική εταιρεία της Shelter Records ABC το 1979, ο Πέτι προσπάθησε να εξαιρεθεί από το συμβόλαιό του -με το οποίο αφελώς είχε εκχωρήσει όλα τα πνευματικά δικαιώματα στη δισκογραφική- και οι MCA και Shelter τον μήνυσαν στο Ανώτατο Δικαστήριο του Λος Άντζελες. Αρνούμενος, όπως έλεγε, να «αγοραστεί και να πουληθεί σαν κομμάτι κρέας», ο Πέτι απείλησε να μην κυκλοφορήσει το νέο άλμπουμ των Heartbreakers και η MCA απείλησε να κατασχέσει τις κασέτες του συγκροτήματος – νομικά, την περιουσία. Τότε ο Πέτι ζήτησε από έναν βοηθό στούντιο να κρύψει τους κυλίνδρους ηχογράφησης κάθε μέρας σε μια μυστική τοποθεσία χωρίς να το μάθει κανείς. Το τελευταίο χτύπημα του Πέτι ήταν η αίτηση πτώχευσης, η οποία έφερε τις τρέχουσες συμβάσεις του σε επαναδιαπραγμάτευση. Και σε μία απροσδόκητη εξέλιξη, η MCA και η Shelter υποχώρησαν. Η MCA κράτησε τον Πέτι με συμβόλαιο, αλλά τώρα ήταν πολύ πιο προσοδοφόρο με σημαντικό δημιουργικό εύρος και επέτρεψε στον ίδιο και το συγκρότημά του να παίξουν με τους δικούς τους όρους. Το αποτέλεσμα διαφάνηκε με το «Damn the Torpedoes», και αποτέλεσε μία μεγαλειώδη νίκη. Η καλλιτεχνική ελευθερία απέδωσε και κομμάτια όπως τα «Don’t Do Me Like That» και «Refugee» εδραίωσαν τους Heartbreakers από support μπάντα σε σχήμα που ηγούνταν φεστιβάλ.

Traveling Wilburys Vol. 1

Οι Traveling Wilburys ήταν ένα supergroup που δημιουργήθηκε από τον Τζορτζ Χάρισον των Beatles και τον Τζεφ Λιν των Electric Light Orchestra, στο οποίο συμμετείχαν επίσης οι Μπομπ Ντίλαν, Ρόι Όρμπισον και Τομ Πέτι. Οι σπουδαίοι μουσικοί βρέθηκαν σε κοινές παρέες μέσα από ευτυχείς συγκυρίες, κυρίως κατά τη διάρκεια περιοδειών και συχνά έπαιζαν μαζί, είτε με τη μορφή πρόβας είτε για πειραματισμό. Η κοινή εκτίμηση όλων των μελών για το ροκ εν ρολ της δεκαετίας του ’50 και την κωμωδία των Μόντι Πάιθονς εντυπώθηκε στον πρώτο ολοκληρωμένο δίσκο του συγκροτήματος, το «Traveling Wilburys Vol. 1», που κυκλοφόρησε το 1988. Το άλμπουμ θεωρείται μία από τις πιο ριζοσπαστικές δουλειές της σύγχρονης ροκ, με έντονα στοιχεία χιούμορ. Μέσα από δέκα συνθέσεις, με κορυφαίες εκείνες των «Tweeter and the Monkey Man», «Headed for the Light» και «End of the Line», οι μουσικοί άνοιξαν νέες οδούς στο έργο τους, φεύγοντας από την σοβαροφανή εικόνα που τους επιβαλλόταν για χρόνια.

Δεν έχει γίνει ακόμα σαφές αν οι Traveling Wilburys ήταν μία φάρσα μεταξύ φίλων ή ένα μουσικό think tank που είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός στιβαρού πρότζεκτ. Ο θάνατος του Ρόι Όρμπισον έβαλε τέλος στο σχήμα και το «Traveling Wilburys Vol. 3» που κυκλοφόρησε αργότερα δεν ήταν παρά κάποια διάσπαρτα b-sides που δεν πρόλαβαν να δουλευτούν. Κι ενώ οι υποσχέσεις του Χάρισον για έναν δεύτερο τόμο δεν έγιναν πραγματικότητα, μπορούμε να βρούμε ψήγματα από την επιρροή του συγκροτήματος στις μελλοντικές δουλειές όλων των συντελεστών και κυρίως του Τομ Πέτι.

«Full Moon Fever»

Το 1989 ο Πέτι κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο ως solo καλλιτέχνης, κάτι που αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τα υπόλοιπα μέλη των Heartbreakers. Το «Full Moon Fever» ξεκίνησε ως μία αναζήτηση του Πέτι, όμως δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένο από το συγκρότημά του, ούτε από το δημιουργικό δούναι και λαβείν που είχε χτίσει με τους Willburys. Σκοτεινοί και σουρεαλιστικοί στίχοι, πιο χαλαρές συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από έναν οικονομισμό, ηλεκτρονικά παιχνιδίσματα στο λυκαυγές των σαρωτικών 80s: το «Full Moon Fever» ήταν μια ευκαιρία για τον Πέτι να εξερευνήσει ηχοτοπία, που δεν είχε ξαναεπισκεφτεί, χωρίς να διακινδυνεύσει πολλά. Κομμάτια όπως τα «Free Fallin’», «Runnin’ Down a Dream» και «I Won’t Back Down» θεωρούνται σήμερα κλασικά και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, παρά την άρνηση της MCA να κυκλοφορήσει τον δίσκο μέσα από κάποιο label της.

Το ήδη τεταμένο κλίμα, που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του Πέτι και της εταιρίας, επισφραγίστηκε όταν υπέγραψε μυστικό συμβόλαιο με την Warner, κάτι που άργησε να δημοσιοποιηθεί. Οι διαμάχες του τραγουδιστή με τη μουσική βιομηχανία έχουν λάβει ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, ωστόσο θεωρούνται μέχρι και σήμερα σπουδαία παραδείγματα διεκδίκησης και οριοθέτησης της επίδρασης που έχουν οι διοικητικές διαδικασίες στη μουσική παραγωγή. Το «Full Moon Fever» ήταν μέρος της συνολικής φιλοσοφίας του Πέτι, που αρνήθηκε να κάνει εκπτώσεις και να υποτιμήσει τις δυνατότητές του.

Μέσα από το συνολικό του έργο, ο Πέτι έδειξε τις κλίσεις του και μία αδιαπραγμάτευτη περιέργεια, κομμάτια της προσωπικής του φιλοσοφίας. Παρότι τσαλακωνόταν και αυτοσαρκαζόταν, είτε συμμετέχοντας σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές σαν cameo χαρακτήρας, είτε όταν εμφανιζόταν ντυμένος τρελοκαπελάς από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ο Τομ Πέτι δεν έπαιρνε στα σοβαρά τον εαυτό του, αλλά έστρεφε την προσοχή στη μουσική. Μένοντας πιστός μέχρι το τέλος, ανέφερε στην τελευταία του συνέντευξη, λίγες μέρες πριν τον αδόκητο χαμό του στις 2 Οκτωβρίου του 2017 «η μουσική για εμένα ήταν κατά κάποιο τρόπο θρησκεία. Ήταν κάτι περισσότερο από εμπόριο, δεν αφορούσε αυτό. Επρόκειτο για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Είχε να κάνει με το να συγκινείς ανθρώπους, να αλλάζεις τον κόσμο, και πίστευα πραγματικά στο ροκ εν ρολ – το πιστεύω ακόμα, πίστευα σε αυτό, στην πιο αγνή του έννοια, στην πιο αγνή του μορφή».

Πηγή: Britannica.com, tompetty.com, guardian.com, latimes.com, billboard.com, pitchfork.com, gainesville.com, salon.com

Φωτογραφία: Takahiro Kyono