Τα μυθιστορήματα του Ζωρζ Σιμενόν, του Βέλγου εκπροσώπου της γαλλόφωνης αστυνομικής λογοτεχνίας, είναι ιστορίες που ποτέ δεν τελειώνουν γιατί πάντα γοητεύουν όσα χρόνια και αν περάσουν, όσες φορές και αν τα βιβλία του διαβαστούν. Δεν είναι διόλου τυχαίο πως η μεταφορά των βιβλίων του τόσο στη μεγάλη οθόνη όσο και στη μικρή πάντα σημειώνουν επιτυχία και γίνονται ανάρπαστα, είναι αυτή η αύρα και η ατμόσφαιρα εποχής στην οποία εκτυλίσσονται που τα μετατρέπουν σε θεατρικά δρώμενα και σε μέτωπα δράσης. Διότι εκτός των άλλων ο κινηματογραφικός και θεατρικός τρόπος αφήγησης του Σιμενόν προσδίδει στα μυθιστορήματά του μια ζωντάνια, όμοια με αυτή του Κόναν Ντόυλ και της Αγκάθα Κρίστι. Είναι η ματιά του, είναι η σκηνοθεσία του, είναι η αφηγηματική του ευφυΐα, είναι όλα αυτά τα στοιχεία που καθιστούν τα πάνω από τριακόσια μυθιστορήματά του, με ή χωρίς Μαιγκρέ, να αποτελούν σημείο αναφοράς.

Η αφηγηματική ευστροφία και το αστυνομικό δαιμόνιο αποτέλεσαν τη συνταγή επιτυχίας ενός ανήσυχου συγγραφέα

Στην παρούσα έκδοση και στο τέλος του βιβλίου διαβάζουμε μια συνέντευξη του ίδιου του συγγραφέα επ’ αφορμή των εβδομηκοστών γενεθλίων του, όπου και αναλύει τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να “σκοτώσει” τον πρωταγωνιστή του επιθεωρητή Μαιγκρέ, να ρίξει τίτλους και αυλαία στον εμβληματικό και ενεργό επιθεωρητή. Κάθε κύκλος έχει και ένα τέλος και η απόφαση αυτή μπορεί να στενοχώρησε τους απανταχού αναγνώστες του Σιμενόν, ωστόσο κάθε περιπέτεια φτάνει κάποτε στο τέλος της όσο όμορφη και αν είναι. Ο ίδιος εν έτει 1972 αναφέρει χαρακτηριστικά: “Πήρα την απόφαση να μην ξαναγράψω μυθιστόρημα. Είναι η πρώτη φορά που μιλώ γι’ αυτό. Από τότε στο διαβατήριό μου γράφει “ανεπάγγελτος”. Σιχαίνομαι τη λέξη “άνθρωπος των γραμμάτων”. Είμαι απλός μυθιστοριογράφος και καθώς δεν θα ξαναγράψω πλέον μυθιστορήματα…”.

Τα μυθιστορήματα που άφησε πίσω του παρακαταθήκη, όπως αυτό, προσφέρουν αφειδώς αγωνία, δράση, εύστοχες περιγραφές χαρακτήρων, μυστηριώδεις φόνοι και αμφιλεγόμενες κινήσεις γεμάτες υποψία και αμφιβολία, όλα αυτά είναι συστατικά μίας επιτυχημένης συνταγής ενός δεξιοτέχνη του αστυνομικού λογοτεχνικού μυθιστορήματος, όπως είναι ο Ζωρζ Σιμενόν. Στις αμέτρητες ιστορίες που έχει πλάσει με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, ανακαλύπτουμε αυτή την σκοτεινή και ομιχλώδη ατμόσφαιρα που πλανάται και στοιχειώνει την ζωή των πρωταγωνιστών του. Ποιος είναι ο υπεύθυνος της εκάστοτε εγκληματικής ενέργειας και ποιες οι προθέσεις πίσω από την πράξη; Ποιος ο ρόλος του αστυνομικού που διερευνά εξονυχιστικά και με επιμέλεια μαθητή την υπόθεση για να την διαλευκάνει με όρους σκακιστικούς και με μεθοδικότητα και στρατηγική να δοθεί η τελική λύση σε έναν γρίφο που ταλαιπωρεί;

Με επίκεντρο την ξακουστή Μονμάρτρη όπου συρρέουν εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο για να θαυμάσουν την θέα που προσφέρει ο λόφος αλλά και να γευτούν τον περίπατο σε μία από τις πιο διάσημες γειτονιές της Ευρώπης, ο Σιμενόν αποφασίζει να στήσει το σκηνικό του μυθιστορήματος. Εκεί χτυπά η καρδιά της αστυνομικής πλοκής που έχει όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία για να καθηλώσουν για ακόμα μια φορά τον αναγνώστη στις στοές του μυστηρίου και της αγωνίας που επιφυλάσσουν οι ιστορίες του Σιμενόν. Ο ίδιος εξάλλου είναι συνυφασμένος με τους ήρωές του, μοιάζει σαν ο Μαιγκρέ να είναι ένα και το αυτό με τον συγγραφέα, είναι μάλλον που καπνίζουν και οι δύο πίπα κάτι που οδηγεί εύλογα τον αναγνώστη σε αυτόν τον συνειρμό. Με πίπα ή χωρίς, ο Μαιγκρέ είναι μια προσωπικότητα δημιούργημα από την σάρκα και το πνεύμα του συγγραφέα που αναμφίβολα έχει ενσταλάξει σε αυτόν δικά του χαρακτηριστικά και τρόπο σκέψης.

Ο Σιμενόν με χέρι μαέστρου διευθύνει άριστα την ορχήστρα μέσα από την οποία οι ήχοι που φτάνουν στα αυτιά του αναγνώστη μαρτυρούν μία καλοδουλεμένη επιχείρηση να τον διασκεδάσουν και παράλληλα να του εξάπτουν την φαντασία. Ο Σιμενόν προσδίδει στις δικές του περιπέτειες μία σύγχρονη μορφή ποτίζοντάς τες με τραχύτητα, ωμότητα και ευθύτητα χωρίς να αφήνει περιθώρια στον αναγνώστη να στρέψει αλλού το βλέμμα του και την προσοχή του. Έχει όμως και μία καφκική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης που παλεύει για το αδύνατο και το μη αναστρέψιμο για να το καταστήσει δυνατό. Πολλοί πάλι βρίσκουν ομοιότητες με την γραφή του Καμύ και τον Ξένο, μόνο που ο Σιμενόν δεν προχωρά τόσο εις βάθος τα νοήματά του γιατί ο σκοπός του είναι άλλος, στέκεται στο ανήθικο και το ηθικό που διακατέχει τους ήρωές του.

Τα κείμενα του Σιμενόν έχουν αυτήν την ευαισθησία που χτυπάει κατευθείαν στο μεδούλι και στο πετσί του αναγνώστη σαν κάτι πολύ οικείο και γνώριμο. Διακρίνονται όμως και για την σκληρότητά τους που είναι έκδηλη σε κάθε πτυχή της περιγραφής και σε κάθε σημείο των λέξεων που χρησιμοποιεί, οι λέξεις ζωντανεύουν το κείμενο και μετατρέπονται σε εικόνες η αμεσότητα των οποίων είναι αποκαλυπτική. Ο Σιμενόν τοποθετεί τους πρωταγωνιστές του σε υπόγεια ρεύματα, βυθισμένους σε πλοκάμια υποκόσμου από τα οποία δύσκολα θα απεμπλακούν γιατί όπως ακριβώς συμβαίνει και στον πραγματικό κόσμο δεν τίθεται θέμα επιστροφής στο σωστό μονοπάτι όταν ο δρόμος έχει από την αρχή λάθος σχεδιασμό και λάθος κατεύθυνση, είναι στην φύση του ανθρώπου η παρέκκλιση.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Τράβηξα μια γραμμή για να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Θέλω να κάθομαι σε μια πολυθρόνα, χωρίς να κοιτάζω τίποτα, και να διηγούμαι στον εαυτό μου ιστορίες που θα τις ξεχνάω αμέσως… Ξέρω ότι δεν θα βαρεθώ διόλου. Έχω με τόσα ν’ ασχοληθώ”

“Αντιλήφθηκα ότι εδώ και δεκαπέντε χρόνια ζω στο πετσί των χαρακτήρων μου. Κάθε δύο μήνες, υπήρχαν νέα πρόσωπα που ήθελα να δημιουργήσω…, τώρα, ξαφνικά, θέλω να ζήσω τη δική μου ζωή, νιώθω λυτρωμένος, απελευθερωμένος, ευτυχισμένος, απόλυτα ήρεμος. Γινόμουν σκλάβος των χαρακτήρων μου. Ήταν εξουθενωτικό. Τώρα δεν τους επιτρέπω να μου επιβάλουν την παρουσία τους”

Διαβάστε επίσης:

Ο Μαιγκρέ στη Μονμάρτρη: Το βιβλίο με τον αγαπημένο επιθεωρητή του Georges Simenon από τις εκδόσεις Άγρα