Το μουσικό σχήμα Τrio el Greco ιδρύθηκε στην Αθήνα το 2016 από τους Φαίδωνα Μηλιάδη (βιολί), Αλέξη Καραϊσκάκη-Νάστο (τσέλο) και Θοδωρή Ιωσηφίδη (πιάνο) και εμφανίζεται ως ένα από τα πιο ενεργά σχήματα μουσικής δωματίου της χώρας.

Με αφορμή το Έτος Σκαλκώτα, οι 8 Παραλλαγές του μεγάλου Έλληνα συνθέτη και μαθητή του Σαίνμπεργκ, σε ένα παραδοσιακό θέμα για τρίο με πιάνο, έρχονται να συνομιλήσουν με το φολκλορικό Trio Gypsy του Haydn. Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας επανέρχονται στην πρώτη Σχολή, με το εμβληματικό, γεμάτο μελωδίες και αρμονική ευρηματικότητα Τρίο σε μι ύφεση μείζονα, έργο 100 του Σούμπερτ.

Στο πρόγραμμα της συναυλίας του Trio el Greco προτείνονται τρεις συνθέτες που συνδέονται με τις λεγόμενες δύο Σχολές της Βιέννης. Το πρώτο μέρος του προγράμματος είναι παράλληλα εστιασμένο σε δύο συνθέτες που επηρεάστηκαν εξίσου από την κλασική και τη λαϊκή παράδοση, με τον Haydn από τη μία να δημιουργεί μια ευκαιρία να εκφράστει η αγάπη για τις απλές μελωδίες των παραδοσιακών τραγουδιών και της τσιγγάνικης μουσικής και τον Σκαλκώτα από την άλλη, εκφραστή των ιδανικών της δεύτερης σχολής της Βιέννης και μιας πιο εγκεφαλικής προσέγγισης της συνθετικής διαδικασίας, να παραλλάσσει εδώ με τέτοιους τρόπους γραφής ένα παραδοσιακό ελληνικό θέμα. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας επιφυλάσσει το μεγαλειώδες από κάθε άποψη έργο 100 του Franz Schubert, προτάσσοντας ως επί το πλείστον την χαρούμενη και ανάλαφρη διάθεση του συνθέτη.

Το Trio el Greco, την Παρασκευή 12 Απριλίου, μας προσκαλεί στην πρώτη του συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε μια βραδιά που δεν πρέπει να χάσει κανείς!

Πρόγραμμα Συναυλίας

Joseph Haydn: Trio Gypsy για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο σε σολ μείζονα, αρ. 39 (1795)

Νίκος Σκαλκώτας: 8 Παραλλαγές για τρίο με πιάνο σε παραδοσιακό θέμα (1938)

Διάλειμμα

Franz Schubert: Τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο σε μι ύφεση μείζονα, έργο 100 (1827)

Το πρόγραμμα προτείνει τρεις συνθέτες που σε ένα ευρύ πλαίσιο συνδέονται με τις λεγόμενες δύο Σχολές της Βιέννης, με την κλασική ο Haydn και ο Schubert, και με την μοντερνιστική-δεύτερη ο Σκαλκώτας.

Το πρώτο μέρος του προγράμματος είναι παράλληλα εστιασμένο σε δύο συνθέτες που επηρεάστηκαν εξίσου από την κλασική και τη λαϊκή παράδοση. Από τη μια μεριά ο Haydn σε αυτό το Τρίο δημιουργεί μια ευκαιρία να εκφράσει την αγάπη του για τις απλές μελωδίες των παραδοσιακών τραγουδιών και της τσιγγάνικης μουσικής. Από την άλλη ο Σκαλκώτας, εκφραστής των ιδανικών της δεύτερης σχολής της Βιέννης που θεμελίωσε ο δάσκαλός του Άρνολντ Σαίνμπεργκ και μιας πιο εγκεφαλικής προσέγγισης της συνθετικής διαδικασίας, εδώ παραλλάσσει με τέτοιους τρόπους γραφής ένα παραδοσιακό ελληνικό θέμα.

Το Τρίο αρ. 39 του Joseph Haydn πρωτοεκδόθηκε στο Λονδίνο το 1795, αλλά σύντομα έγινε ιδιαίτερα αγαπητό και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τα δύο πρώτα μέρη προετοιμάζουν ουσιαστικά το έδαφος για την κλιμάκωση του φινάλε, που είναι βασισμένο σε έναν παραδοσιακό ουγγρικό χορό και δίνει τον τίτλο στο έργο. Το πρώτο μέρος αποτελείται από παραλλαγές που εναλλάσσουν μείζονες με ελάσσονες τονικότητες, και ως εκ τούτου χαρμόσυνη και θλιμμένη ατμόσφαιρα. Το δεύτερο μέρος, ένα λυρικό αντάτζιο, βασίζεται στην αντιπαράθεση δύο μελωδιών: μιας ιδιαίτερα περίτεχνης και γεμάτης ποικίλματα στο πιάνο, και μιας πιο απλής και τραγουδιστικής στο βιολί. Καταλήγει με τα δύο όργανα να ενώνονται σε μια κοινή γραμμή. Το τρίτο μέρος είναι ένα ροντό με ελκυστικές μελωδίες και δραματικότητα, καθώς και μια εξωτική αύρα, κυρίως χάρη στα τσιγγάνικα χαρακτηριστικά στο μέρος του βιολιού.

Η ιδέα και η δομή των παραλλαγών επιστρέφει και στο έργο του Νίκου Σκαλκώτα. Το πρώτο από τα δύο έργα για τρίο με πιάνο που έγραψε ο συνθέτης είναι μια σειρά από μεταμορφώσεις του γεμάτου ελληνικότητα θέματος σε μια τελείως ιδιότυπη μουσική γλώσσα. Γραμμένο το 1938, ανήκει στη δεύτερη δημιουργική περίοδο του συνθέτη, κατά την οποία εξελίσσει το σύστημα του δωδεκαφθογγισμού που ακολουθεί πιο αυστηρά στην πρώτη περίοδο, σε μια πιο προσωπική του εκδοχή.

Το Τρίο έργο 100 του Franz Schubert ολοκληρώθηκε το 1827, τελευταίο χρόνο της ζωής του, σε μια περίοδο που συνηθίζεται να ταυτίζεται με τη μουσική του ωριμότητα λόγω του πρόωρου θανάτου του, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν ακόμα σε νεαρή ηλικία. Πρόκειται για ένα μεγαλειώδες από κάθε άποψη έργο, τόσο λόγω της εκτεταμένης του δομής, όσο και χάρη στην ανεξάντλητη εφευρετικότητα του συνθέτη στη μελωδία και την αρμονία. Έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με άλλα έργα της ίδιας περιόδου, καθώς εδώ ο συνθέτης προτάσσει ως επί το πλείστον μια διάθεση χαρούμενη και ανάλαφρη αντί του σκοτεινού κλίματος το οποίο κυριαρχούσε στα τελευταία χρόνια της δημιουργίας του.