Από τον Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη κυκλοφορεί το βιβλίο, Το συναξάρι των απόκληρων. Μια τοιχογραφία του 20ού αιώνα του Γιάννη Π. Καψή.
Μια τοιχογραφία του 20ού αιώνα
Η Ιστορία, όπως δεν την μαθαίνουμε, χωρίζεται σε δύο μεγάλα κεφάλαια.
Το 2ο Κεφάλαιο το γράφουν οι επαγγελματίες ιστορικοί – ψάχνουν, συνθέτουν, ερμηνεύουν τα ιστορικά γεγονότα και συχνά, πολύ συχνά, εφαρμόζουν την προκρούστεια μέθοδο για να χωρέσουν τα ιστορικά γεγονότα στις δικές τους κοσμογονικές αντιλήψεις.
Το 1ο Κεφάλαιο το γράφουν τα ίδια τα υποκείμενα των ιστορικών γεγονότων. Στις κυρτωμένες πλάτες τους μπουσούλησε, περπάτησε, ανδρώθηκε, σκαλίστηκε η αληθινή Ιστορία.
Εκείνη που στο αντίκρισμά της ο Μωρίς Ντριό έγραψε: «Πόσα μεγάλα γεγονότα δεν περνούν για μύθοι επειδή τα εξιστόρησε η Καλλιόπη και όχι η Κλειώ…»
Οι σελίδες του βιβλίου ανήκουν στο 1ο Κεφάλαιο της Ιστορίας. Ο «συγγραφεύς» απλώς συγκέντρωσε μια ιστορία που γράφτηκε με τον ιδρώτα, και το αίμα πολύ συχνά, 14 απλών ανθρώπων.
Τα ιστορικά γεγονότα που βίωσαν συνθέτουν ένα δραματικό συναξάρι των απόκληρων της ζωής, την πιο γνήσια απεικόνιση της νεότερης Ιστορίας μας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Γιάννης Π. Καψής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1929, αλλά οι ρίζες του, που φτάνουν στην Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, τον έκαναν να νιώθει από μικρός σαν γέννημα θρέμμα της Μικρασίας. Η αγάπη του αυτή εκδηλώθηκε με το πρώτο του βιβλίο, “Χαμένες πατρίδες”, που εκδόθηκε το 1960 και έκτοτε επανεκδίδεται, μέχρι και σήμερα, σε αλλεπάλληλες εκδόσεις, έχοντας πλησιάσει τις 100.000 αντίτυπα. Ακολούθησε αργότερα “H μαύρη βίβλος”, μια συγκλονιστική συλλογή
των καταθέσεων των θυμάτων της Καταστροφής. Τα μυθιστορήματά του “Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη” και “Τα σμυρνέικα τραγούδια” δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της πιο τραγικής σελίδας της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του, μπήκε από την εφηβική ηλικία στη δημοσιογραφία και, ξεκινώντας από βοηθός αστυνομικού ρεπόρτερ, ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του ρεπορτάζ. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο, δοκίμασε για λίγο τη δικηγορία ως ασκούμενος, αλλά δεν τον τράβηξε. Αφιερώθηκε αποκλειστικά στη δημοσιογραφία, και το 1958 ανέλαβε αρχισυντάκτης του Έθνους μέχρι το 1970, οπότε καταδικάστηκε από το στρατοδικείο της χούντας. Ταυτόχρονα εργαζόταν ως βοηθός ανταποκριτής του Time. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε ως β΄ αρχισυντάκτης στο “Βήμα” και στη συνέχεια ως διευθυντής στον “Ταχυδρόμο”. Επιστρέφοντας από το Λονδίνο, όπου είχε καταφύγει μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ανέλαβε διευθυντής της εφημερίδας “Τα Νέα”. Τον Απρίλη του 1982 ορκίστηκε υφυπουργός Εξωτερικών και αργότερα υπουργός αναπληρωτής Εξωτερικών.