Μέσα σ’ ένα χαρακτηριστικό πλακιώτικο κτήριο, στη μικρή εσωτερική του αυλή σαράντα θεατές γίνονται μάρτυρες της θλιβερής ιστορίας που ξετυλίγεται στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Κεντρικό πρόσωπο η μητέρα που μόλις έθαψε τον δεύτερο σύζυγό της και οι πέντε κόρες της, τις οποίες η ίδια καταδικάζει να περιφέρονται μαυροφορεμένες και βουτηγμένες σε βαρύ πένθος σε ένα σπίτι – φυλακή με πόρτες κλειδωμένες απ’ όπου δεν τολμά να βγει και να μπει κανείς, ούτε καν ο ήλιος. Απελπισμένες όλες από τη στέρηση του έρωτα αλλά και κάθε άλλης χαράς που τους επέβαλε με σχεδόν σαδιστική ικανοποίηση η μητέρα τους δυσανασχετούν, ξαγρυπνούν και πηγαινοέρχονται θυμίζοντας αιχμάλωτες ύαινες.

Φυσική αντρική παρουσία δεν υπάρχει πουθενά, γεγονός που επιτείνει ακόμα περισσότερο την αίσθηση της στέρησης και του απαγορευμένου. Εξάλλου, η ολοκληρωτική προσωπικότητα της μητέρας μοιάζει να υπερκαλύπτει και να ευνουχίζει τους πάντες.

Ακόμα κι έτσι βέβαια, ο έρωτας καταφέρνει να τρυπώσει από το παράθυρο στις καρδιές των κοριτσιών. Κι αντί να αποτελέσει την πολυπόθητη διέξοδο κι εκείνη τη φρέσκια πνοή που θα πότιζε το κορμί τους με τους χυμούς του, γίνεται τελικά το τέρας που θα τις καταπιεί.

Ποιός θα μπορούσε να φανταστεί ότι η μητέρα που κατεξοχήν κι ανά τους αιώνες αντικατοπτρίζει τη στοργή, την πραότητα και τη δοτικότητα θα μετατρεπόταν στο μισητό σύμβολο ενός δυνάστη, ικανού να κάθεται πάνω σε μια καρδιά και να τη βλέπει να πεθαίνει χωρίς ποτέ να χάνει το χαμόγελό της; Κι όμως, η δεσποτική Μπερνάρντα, θύμα και η ίδια μιας διαιωνιζόμενης βίας, με επι(μμο)νή στις βαθιά ριζωμένες στρεβλές έννοιες της τιμής, της σεμνότητας και της ηθικής ανωτερότητας γίνεται ολοένα και πιο βάναυση απέναντι στις κόρες της χρησιμοποιώντας κατά περίσταση άκρα λεκτική, ψυχολογική και σωματική βία. Το δράμα που κρύβεται στα σκοτεινά σπλάχνα του σπιτιού από τη μια πλευρά προμηνύει το επερχόμενο φασιστικό καθεστώς στην Ισπανία του 1936, ενώ ταυτοχρόνως καθρεφτίζει με ωμό ρεαλισμό τον κοινωνικό ιστό που έχει διαρραγεί από τον άγονο συντηρητισμό, τον φθόνο, τη μοχθηρία και τη χαιρεκακία. Στο σήμερα, θα μπορούσε συνειρμικά να παραλληλιστεί κάλλιστα με μια κοινωνία ανθρώπων που ενώ γνωρίζουν ή έστω υποψιάζονται τι συμβαίνει πίσω από τα διπλανά σφαλιστά παντζούρια κλείνουν μάτια, αυτιά και στόμα και ξεπλένουν επιδεικτικά τα χέρια τους γυρνώντας την πλάτη σε νοσηρές καταστάσεις.

Ευρηματική η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου από τον σκηνοθέτη Ένκε Φεζολλάρι στο αποκορύφωμα του καλοκαιριού και της ζέστης που αντικατοπτρίζει και κυριολεκτικά τα συναισθήματα ασφυξίας που διαποτίζουν όλο το έργο. Η εσωτερική αυλή, η σκάλα και τα πολλά παράθυρα αξιοποιούνται απ’ άκρη σ’ άκρη μετατρέποντάς τον σε ένα πραγματικό σπίτι-κολαστήριο. Αρκετές πινελιές διάσπαρτου χιούμορ δεν αφήνουν την ατμόσφαιρα να γίνει θανατερά βαριά παρά τη στενάχωρη θεματολογία της. Όμορφο εικαστικά το κάδρο των πέντε θυγατέρων με το αδιαπέραστο μαύρο βέλος που φέρνει στον νου μουσουλμάνες με μπούργκα. Ομοίως φορτισμένη συναισθηματικά η σκηνή που στο λιγοστό φως του κεριού διακρίνονται μόλις τα στόματά τους να ανοιγοκλείνουν χωρίς κανέναν ήχο. Μοναδική ένσταση στο τελικό και πιο δραματικό σημείο που η «λύση» προκύπτει κάπως απότομα: ίσως χρειαζόταν λίγο περισσότερος χρόνος, ένα είδος αναμονής μέχρι η καρδιά του θεατή να προλάβει να χτυπήσει πιο γρήγορα και να παγιωθούν οι υποψίες για το τι μπορεί να συνέβη στο υπόγειο ύστερα από την αποκάλυψη-προδοσία της Μαρτύριο.

Η Δώρα Στυλιανέση στον κεντρικό ρόλο της Μπερνάρντα μας χαρίζει μια μεστή ερμηνεία. Η στιβαρή παρουσία της γεμίζει ολόκληρο το στενόμυαλο σφραγισμένο σύμπαν μέσα στο οποίο ζουν άπαντες και αποτυπώνει πειστικά την άκαμπτη ηθική της και την τήρηση των προσχημάτων με τη γεμάτη φωνή και το σκληρό βλέμμα της.

Η Μαρία Σκαφτούρα – Πόνθια είναι η επί χρόνια πιστή ακόλουθος της Μπερνάρντα που πλένει τα σεντόνια της, τρώει τ’ αποφάγια της και τρέφει απύθμενο μίσος για την κυρά της. Είναι η μόνη που διορατικά παρατηρεί κι αντιλαμβάνεται την καταιγίδα που παραμονεύει σε κάθε δωμάτιο. Η Μ. Σκαφτούρα συνθέτει μια γνήσια κι αυθόρμητη κωμική νότα και για άλλη μια φορά αποδεικνύει πόσο απολαμβάνει ρόλους με χιούμορ που δεν στερούνται όμως κρυφής τραγικότητας και στους οποίους δίνει ζωή τόσο με τις εκφράσεις του προσώπου όσο και με τον τόνο της φωνής της. Απολαυστικός ο διάλογος ανάμεσά τους, όπου μια χλωμή αχτίδα εμπιστοσύνης διαλύεται από την κυνική παραδοχή της Άλμπα: με υπηρετείς και σε πληρώνω.

Η Δανάη Παπουτσή (Μαρτύριο) είναι ολόιδια η ταλαιπωρημένη μορφή, η συνώνυμη του ονόματός της. Κάτω από το συχνά σκυφτό της σώμα και πίσω από το βλέμμα της φαινομενικής υποταγής σιγοβράζει ο ίδιος θυμός, ο ίδιος φθόνος, το ίδιο ένστικτο του φιδιού που δαγκώνει την πιο καίρια στιγμή, τη στιγμή αδυναμίας της «αντίπαλης» γυναίκας κι αδερφής.

Η Αντιγόνη Κουλουκάκου είναι η Αγκούστια, η δύσμορφη, μεγαλύτερη σε ηλικία και φιλάσθενη αδερφή που κινεί άθελά της τον φθόνο των υπόλοιπων αδερφών. Φιγούρα ψηλή, αδύνατη και ξερακιανή, με το πιο  τρομαγμένο βλέμμα από όλες, μοιάζει να ξεπηδά από άλλη εποχή. Μια υπερβολή στις κινήσεις και τους μορφασμούς του προσώπου την απομακρύνει ελαφρώς από τα όρια της φυσικότητας.

Η Αδέλα είναι η νεαρότερη κόρη που προλαβαίνει να γευτεί έστω και για λίγο τον έρωτα. Με αυτό το μοναδικό της όπλο, βρίσκει τη δύναμη να κάνει την επανάστασή της πληρώνοντας το πιο ακριβό τίμημα – ή μήπως οδηγείται τελικά στη λύτρωση; Η Ελεονώρα Αντωνιάδου αποτυπώνει γλαφυρά στο πρόσωπό της τη λύσσα της ζήλιας που αλλοιώνει τα αγγελικά χαρακτηριστικά της όταν μαθαίνει για τον επικείμενο γάμο της αδερφής της με τον δικό της Πέπε Ρομάνο με αντάλλαγμα την περιουσία της. Στην αναμέτρηση με τη Μαρτύριο αποδίδει με φυσικότητα όλη την εσωτερικευμένη ένταση που την ωθεί να της φτύσει κατάμουτρα ότι εκείνη είναι όμορφη και δεν θα καταντήσει σαν τις αδερφές τις, θα ξεφύγει.

Η ιστορία τελειώνει με την ίδια γυναικεία σιλουέτα που σε όλη τη διάρκειά της φώναζε, απειλούσε, τρόμαζε. Τώρα τα λόγια της σβήνουν σιγά σιγά, μέχρι που γίνονται ψίθυρος και απόηχος: «Τον θάνατο πρέπει να τον αντικρίζεις κατά πρόσωπο. Και δεν θέλω κλάματα…σιωπή, μην πείτε λέξη, μόνο σιωπή…».

Το Βρυσάκι, Χώρος Τέχνης και Δράσης, φιλοξενεί την παράσταση Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι. Περισσότερες πληροφορίες.