Τὸ πνεῦμα τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας, ὅπως ἐννοεῖται ἐδῶ, εἶναι λοιπὸν τὸ χριστιανικὸ πνεῦμα, ποὺ διαπερνᾶ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση, τὴ δουλεύει ἐκ τῶν ἔσω καὶ τὴν ὁδηγεῖ νὰ παραγάγει μιὰ κοσμοαντίληψη, μιὰ Weltanschauung, εἰδικὰ χριστιανική. Ἔπρεπε νὰ ὑπάρξουν ἑλληνικοὶ ναοὶ καὶ ρωμαϊκὲς βασιλικὲς γιὰ νὰ ὑπάρξουν καθεδρικοὶ ναοί· ὅποια ὅμως κι ἂν εἶναι ἡ ὀφειλὴ τῶν ἀρχιτεκτόνων τοῦ Μεσαίωνα στοὺς προκατόχους τους, διαφέρουν ἀπὸ ἐκείνους, καὶ τὸ καινούργιο πνεῦμα ποὺ ἔκανε δυνατὴ τὴ δημιουργία τους εἶναι ἴσως τὸ ἴδιο ποὺ ἐνέπνευσε μαζὶ μ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς τους.

Τὸ Πνεῦμα τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες παρακαταθῆκες ποὺ κατέλιπε ὁ Γάλλος φιλόσοφος καὶ ἱστορικὸς τῆς φιλοσοφίας Ἐτιὲν Ζιλσόν. Στὰ εἴκοσι κεφάλαια-μαθήματα ποὺ περιλαμβάνονται στὸ βιβλίο, ὁ Ζιλσόν, ἐξετάζοντας μὲ μιὰ μοναδικὴ συνθετικὴ ἱκανότητα τὶς θέσεις τῶν χριστιανῶν στοχαστῶν, ἀπὸ τοὺς Ἀπολογητὲς καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὣς τὶς μεγάλες μορφὲς τοῦ μεσαιωνικοῦ χριστιανικοῦ στοχασμοῦ —κυρίως τὴ σκέψη τοῦ Αὐγουστίνου, τοῦ Θωμᾶ Ἀκυινάτη, τοῦ Ἰωάννη Σκώτου τοῦ Δούνς, τοῦ Μποναβεντούρα, τοῦ Ἀνσέλμου τῆς Κανταουρίας, τοῦ Βερνάρδου τοῦ Κλαιρβὼ κ.ἄ.—, ἀναπτύσσει τοὺς βασικοὺς ἄξονες στοὺς ὁποίους στηρίχθηκε ἡ δυτικὴ μεσαιωνικὴ σκέψη καὶ οἱ ὁποῖοι διαμόρφωσαν τὴ διακριτὴ χριστιανικὴ θέαση τοῦ κόσμου. Ἀφετηρία τῶν «μαθημάτων» εἶναι ἡ στοιχειοθέτηση τῆς ἔννοιας τῆς χριστιανικῆς καὶ τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας αὐτῆς καθ᾽ ἑαυτήν. Ὁ Ζιλσὸν ὑπερασπίζεται τὴν αὐτονομία τῆς σκέψης, ποὺ δὲν ἐμποδίζεται ἀλλὰ ἐπωφελεῖται ἀπὸ τὴ βοήθεια τὴν ὁποία παρέχει ἡ ὑπερφυσικὴ Ἀποκάλυψη στὴν ἀνθρώπινη γνώση.

Στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου ἀναπτύσσονται κεφαλαιώδη ζητήματα ὅπως ἐκεῖνα τοῦ ὄντος καὶ τῆς ἀναγκαιότητάς του, τῆς χριστιανικῆς γνωσιολογίας, τῆς ἀγάπης, τοῦ αὐτεξούσιου καὶ τῆς ἐλευθερίας, τοῦ νόμου καὶ τῆς ἠθικότητας, τῆς φύσης καὶ τῆς ἱστορίας. Τὸ Πνεῦμα τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας συνιστᾶ κατὰ κάποιον τρόπο ἕνα ἀπόσταγμα καὶ μιὰ ἐπιτομὴ τῆς μεσαιωνικῆς σκέψης καὶ τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας ἐν γένει, ποὺ σφυρηλατήθηκε ἀξιοποιώντας τὰ φιλοσοφικὰ ἐργαλεῖα τὰ ὁποῖα πρόσφερε ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη.

Étienne Gilson

Étienne Gilson (1884–1978) γεννήθηκε καὶ σπούδασε στὸ Παρίσι. Δίδαξε, μεταξὺ ἄλλων, στὰ πανεπιστήμια τῆς Σορβόννης καὶ τοῦ Χάρβαρντ καὶ στὴ συνέχεια κατέλαβε τὴν ἕδρα μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας τοῦ Κολλεγίου τῆς Γαλλίας. Ὑπῆρξε ἱδρυτὴς τοῦ Ποντιφικοῦ Ἰνστιτούτου Μεσαιωνικῶν Σπουδῶν τοῦ Τορόντο. Τὸ 1946 ἐξελέγη μέλος τῆς Γαλλικῆς Ἀκαδημίας. Ἀναγνωρίζεται εὐρύτατα ὡς ὁ μεγαλύτερος ἱστορικὸς τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας στὸν 20ὸ αἰώνα. Τὸ Πνεῦμα τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας (L’esprit de la philosophie médiévale, 1932, 21943) —μαζὶ μὲ τὸ Ὂν καὶ ἡ Οὐσία (L’Etre et l’Essence, 1948), τὸ ὁποῖο ἐπίσης ἐκδόθηκε στὰ ἑλληνικὰ τὸ 2016 ἀπὸ τὶς Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης— ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα ἀναφορᾶς τοῦ φιλοσοφικοῦ του ἔργου. Ἄλλα σημαντικὰ ἔργα του: Introduction à l’étude de Saint Augustin(1929), The Unity of Philosophical Experience(1937), Jean Duns Scot, introduction à ses positions fondamentales (1952), La Philosophie au Moyen-âge(1962), Le Thomisme (1964).