Το μυθιστόρημα ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΛΟΥΣΥ ΜΠΑΡΤΟΝ είναι από τα σπουδαιότερα βιβλία της πολυβραβευμένης Αμερικανίδας συγγραφέως Ελίζαμπεθ Στράουτ (Πούλιτζερ Λογοτεχνίας, Πρέμιο Μπανκαρέλλα κ.ά.). Το βιβλίο ήταν πρώτο στις λίστες των ευπώλητων του New York Times. Η Στράουτ έχει κατακτήσει το ευρύ κοινό αλλά είναι επίσης ιδιαίτερα αγαπητή σε συγγραφείς και διανοούμενους.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΟΣΗΛΕΙΑ ΤΗΣ μετά από μια εγχείρηση, η Λούσυ Μπάρτον δέχεται την αναπάντεχη επίσκεψη της μητέρας της, με την οποία έχει χάσει κάθε επαφή εδώ και πολύ καιρό. Η μητέρα της, ενώ μένει μαζί της στο δωμάτιο του νοσοκομείου, αρχίζει να μιλάει για ανθρώπους από την πόλη τους, μια μικρή πόλη στο Ιλλινόι, και να διηγείται ιστορίες για τις οικογένειές τους. Έτσι όμως προσκαλούνται τα φαντάσματα του παρελθόντος και η Λούσυ βυθίζεται στις αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας : την ακραία, ντροπιαστική φτώχεια, τη σκληρότητα του πατέρα της και τέλος την αναχώρησή της για τη Νέα Υόρκη, η οποία την απομάκρυνε οριστικά από την οικογένειά της.

Σιγά σιγά, η Λούσυ αρχίζει να μιλάει διστακτικά για τον δικό της γάμο, τις δύο κόρες της και τα πρώτα της συγγραφικά βήματα στη λογοτεχνική σκηνή της μητρόπολης τη δεκαετία του 1980. Ολόκληρη η ζωή της ξεδιπλώνεται μέσα από τη διαυγή και γεμάτη ανθρωπιά αφήγησή της, φωτίζοντας τη σχέση μητέρας και κόρης, μια σχέση φτιαγμένη από έλλειψη κατανόησης, αδυναμία επικοινωνίας αλλά και βαθιά ταύτιση.

Το Όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον χαρακτηρίστηκε αριστούργημα από τη λογοτεχνική κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι ένα σπουδαίο σύγχρονο μυθιστόρημα για τη μοναξιά, την επιθυμία και την αγάπη. Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Malaparte το 2016.

Ελίζαμπεθ Στράουτ

Η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΣΤΡΑΟΥΤ γεννήθηκε το 1956 στο Πόρτλαντ του Μέην. Από μικρή της άρεσε να γρά­φει: κρατούσε ημερολόγια καταγράφοντας τις λε­πτομέρειες της καθημερινότητας. Της ασκούσαν επίσης έλξη τα βιβλία και έχει περάσει άπειρες ώρες από τη ζωή της στην τοπική βιβλιοθήκη, στους διαδρόμους με τη λογοτεχνία. Όταν ήταν παιδί, τους καλοκαιρινούς μήνες, έπαιζε έξω στη φύση μόνη της, πιο συχνά, ή με τον αδελφό της, και έτσι αναπτύχθηκε ή βαθιά και σταθερή αγάπη της για τον φυσικό κόσμο: τα καλυμμένα με φύκια βράχια στις ακτές του Μέην και το δάσος του Νιου Χάμσαιρ με τα κρυμμένα αγριολούλουδα.

Στην εφηβεία της η Στράουτ συνέχισε να γράφει με απληστία, και από πολύ νωρίς είχε φανταστεί τον εαυτό της ως συγγραφέα. Διάβασε βιογραφίες συγγραφέων και μελέτησε – μόνη της – τον τρόπο που οι Αμερικανοί συγγραφείς, ειδικότερα, έλεγαν τις ιστορίες τους. Της άρεσε να διαβάζει και να απομνημονεύει ποίηση. Από τα δεκαέξι έστελνε διηγήματά της σε περιοδικά. Το πρώτο της δι­ήγημα δημοσιεύθηκε όταν ήταν εικοσιέξι.

Σπούδασε στο Bates College και αποφοίτησε με πτυχίο στην αγγλική φιλολογία το 1977. Δύο χρόνια αργότερα, πήρε πτυχίο νομικής από το Syracuse University College of Law. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου έγινε βοηθός στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Κοινοτικού Κολεγίου του Μανχάτταν. Πλέον δημοσιεύονταν περισσότερα διηγήματά της σε λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και στα Redbook και Seventeen. Κρατώντας ισορροπία ανάμεσα στις οικογενειακές και διδασκαλικές υποχρεώσεις της, κατάφερε να βρίσκει λίγες ώρες κάθε μέρα για να γράφει.

Άλλα βιβλία της: Olive Kitteridge, Olive, again, Anything is Possible, Amy and Isabelle, τα οποία έχουν λάβει πλήθος σημαντικών βραβείων.