Πολλές φορές αναρωτιόμαστε τι είναι ευτυχία και πως αυτή μπορεί να κατακτηθεί, κάτι που ίσως δεν μάθουμε ποτέ γιατί δεν υπάρχει μία και μοναδική απάντηση και γιατί πολύ απλά δεν μπορεί να δοθεί μια λιτή απάντηση. Τα διηγήματα του Αλεξάντρ Γκριν αποτυπώνουν αναμφίβολα το δικό του σκοτεινό κόσμο, τις δικές του αγωνίες και ανησυχίες γιατί και ο ίδιος ως μάρτυρας της σύντομης πολύ δύσκολης ζωής που έζησε βρέθηκε να παλεύει μέσα στα κύματα του μυαλού του, να αναζητά την ευτυχία μέσα από αλήθειες, αυτές που καταθέτει μέσα από τις συναρπαστικές ιστορίες του. Αυτές τις αλήθειες τις αναζητούσε σε μακρινές χώρες φανταστικές, αυτές που ο ίδιος περιγράφει με τόση δεξιοτεχνία, σε αυτές προσκαλεί τον αναγνώστη να περιπλανηθεί, αυτές αναδεικνύει. Αυτές οι ιστορίες, όπως και όλες οι ιστορίες του Γκριν, αποδεικνύουν πόσο μεγαλοφυής και εμπνευσμένος υπήρξε και πόσο αδικημένος τελικά από τους κριτικούς.

Ένας λησμονημένος σπουδαίος του καιρού του, ένας διαχρονικός συγγραφέας που πάντα θα εμπνέει

Ο ίδιος δεν ήθελε να ονοματίζουν τα έργα του φανταστικά αλλά συμβολικά, είναι το πνεύμα που ανυψώνεται έλεγε χαρακτηριστικά. Ο Γκριν πλανάται και παλινδρομεί ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό, συνομιλεί με τις επιθυμίες του και εφορμά προς τον αναγνώστη με διάθεση να τον ταρακουνήσει και να τον ταξιδέψει σε ένα σύμπαν αποκλειστικά δικό του. Μέσα από τις ιστορίες του δίνει τη μάχη της δικής του φυγής προς έναν άλλο προορισμό μιας και αυτός εδώ τον είχε καταδικάσει στην απομόνωση και την αποξένωση. Στις ιστορίες που με φαντασία και αγάπη έπλασε – αυτά είναι τα όπλα και τα τόξα του – παίζει με την ανθρώπινη φύση και κωπηλατεί ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα του πραγματικού και άδικου αυτού κόσμου, πρεσβευτής ο ίδιος των δικών του βιωμάτων θα αναλάβει να δράσει για χάρη των ηρώων του και να τους προσφέρει την σωτηρία. Την σωτηρία της δικής του ζωής θα εξασφαλίσει με πάθος δια μέσου της γραφής του.

Στα διηγήματα που θα βρούμε σε αυτήν την υπέροχη έκδοση είναι παρών και ο πόλεμος καθώς τα περισσότερα γράφτηκαν μετά το πέρας του αιματηρού πολέμου και ο ίδιος έχει επηρεαστεί σφόδρα από αυτήν την καταστροφική λαίλαπα που άφησε τόσους νεκρούς, ο Σακάτης είναι μια τέτοια ιστορία. Και στο νησί Ρενό όμως θα βρούμε τον άνθρωπο που έχει ανάγκη να νιώσει τη δική του ελευθερία μακριά από πρέπει και επιταγές που του επιβάλλονται από κάπου αλλού. Εξάλλου, ο Γκριν έζησε ιστορικά γεγονότα και πολλές φορές στάθηκε απέναντι σε αυτά, παράδειγμα τέτοιο η Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο ίδιος θα φυλακιστεί, θα ζήσει φτωχός, θα γευτεί πίκρες και τελικά θα ταξιδέψει, εκεί θα βρει γαλήνη και ηρεμία, στα ταξίδια θα βρει τον εαυτό του, όχι γιατί τον ενδιέφερε η δουλειά του ναυτικού αλλά γιατί τα ταξίδια του επέτρεπαν να ονειρεύεται. Άλλωστε, οι φανταστικές χώρες του από εκεί διαμορφώθηκαν και ο ναύτης Ταρτ μοιάζει να είναι μια μορφή καθρέφτης του ίδιου. Τον έρωτα τον ανεκπλήρωτο, τον μη περαιωμένο θα τον βρούμε στα Πορτοκάλια, εκεί όπου περιγράφει το πάθος του Μπρον, του πρωταγωνιστή που απευθύνεται τόσο δραματικά και τόσο απεγνωσμένα αναζητώντας μια κάποια αναγνώριση στον έρωτά του.

Ο Γκριν υπήρξε μία μελαγχολική φυσιογνωμία της μεγάλης ρωσικής σχολής, η συγγραφική του πορεία πέρασε από μύρια κύματα χωρίς ποτέ να αναγνωριστεί και έφυγε από την ζωή πένης και καταφρονεμένος, αδικημένος και ξεχασμένος. Ένας ακόμα “καταραμένος” συγγραφέας, μία ευγενική μορφή ανάξια (δηλαδή πέραν) του καιρού του που δεν κατάφερε να ορθοποδήσει, όχι γιατί δεν μπόρεσε αλλά γιατί το περιβάλλον δεν τον ήθελε. Κάποτε ο Μάξιμ Γκόρκι έμελλε να τον προστατεύσει και να τον υπερασπιστεί, στην συνέχεια τον παράτησε σαν το άλογο που γέρασε πια, δεν το χρειάζεσαι και το πετάς στον δρόμο. Έγινε έρμαιο και υποχείριο του αδυσώπητου κομματικού μηχανισμού της εποχής που τον χρησιμοποίησε για να υφαρπάξει ό,τι ήταν δυνατό από τον δυναμισμό του λόγου του και των κειμένων του.

Εκείνος ποτέ δεν στάθηκε σε καμία όχθη πολιτική, πάντοτε βρισκόταν στις προσωπικές του επάλξεις μοναχικός καβαλάρης μαχόμενος για την αξιοπρέπεια της ψυχής του, έτσι όπως έκανε και ο ομοϊδεάτης Ντοστογιέφσκι. Το τίμημα που πλήρωσε για την τέχνη του ανταμείφθηκε έστω και κατόπιν εορτής στο πρόσωπό του, σήμερα που πλατείες και λογοτεχνικοί διαγωνισμοί έχουν λάβει το όνομά του. Αυτή μήπως δεν είναι ικανοποίηση για έναν δημιουργό και απάντηση σε όλους αυτούς που τον χλεύαζαν; Αγάπησε όσο τίποτε άλλο τα βιβλία και στο εξαιρετικά διαφωτιστικό επίμετρο της σπουδαίας μεταφράστριας Βιργινίας Γαλανοπούλου που απέδωσε τόσο ποιητικά τον λόγο του Γκριν στα ελληνικά διαβάζουμε για λογαριασμό του τα εξής λόγια: “Αγαπάω τα βιβλία, μ’ αρέσει να τα πιάνω στα χέρια μου, να διατρέχω τις επικεφαλίδες τους, οι οποίες άλλοτε μοιάζουν με μια φωνή που ακούγεται πέρα από ένα σκοτεινό κατώφλια κι άλλοτε προδίδουν μ’ αφέλεια την πλοκή”. Λάτρης μεταξύ άλλων του Τζόναθαν Σουίφτ, του Έντγκαρ Άλαν Πόε και των μυστηρίων που κρύβουν οι ιστορίες του Στήβενσον και του Χόθορν κολυμπά στα νερά της αφήγησης με τέτοια ευκολία που θα μπορούσε να είναι μετεμψύχωσή τους.

Ως παιδί παραμελημένο ο ίδιος και αναγκασμένος να ζει στην αβεβαιότητα και την ανασφάλεια, η χαρά της παιδικής ηλικίας ήταν για εκείνον σαν ένα άστρο που ατένιζε ψηλά στον ουρανό και δεν επρόκειτο ποτέ να το φτάσει. Θα γράψει για τον εαυτό του ως ένα είδος απολογισμού σε κάτι που ετοίμαζε: “Όλ’ αυτά τα χρόνια, από το 1906 ως το 1930, άκουγα από διάφορους συναδέλφους, εργάτες του λόγου τόσο τερατώδεις ιστορίες σχετικά με το άτομό μου, ώστε στο τέλος άρχισα ν’ αμφιβάλλω και ν’ αναρωτιέμαι αν η ζωή που περιγράφω σε τούτη δω τη νουβέλα είναι αυτή που πραγματικά έζησα”. Με μια θεόσταλτη έμπνευση και με μία παιδική ψυχή, που παρά τις αντιξοότητες και τον πόλεμο που δέχτηκε από τους σύγχρονούς του, κατάφερε να την κρατήσει και να αντλήσει από αυτήν ιστορίες που μόνο η αθωότητα και η αγνότητα ενός παιδικού μυαλού μπορεί να συλλάβει. Εκείνος με την ψυχή του να χαμογελάει και να σπέρνει ευτυχία οδηγεί το πλοίο με τα πορφυρά πανιά – για να θυμηθούμε το σπουδαίο μυθιστόρημα που επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη – εκείνο που ποτέ δεν βουλιάζει γιατί τα νερά που το κινούν είναι γαλήνια και ειρηνικά.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Δεν κουβαλούσε πια εκείνο το βάρος που αιτία του ήταν ένα κομμάτι γης, το οποίο οι άλλοι αποκαλούν “πατρίδα”, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι τούτη η μικρή αλλ’ εφιαλτική λέξη καθορίζει απλώς και μόνο τον τόπο όπου γεννιέται ένας άνθρωπος και τίποτα παραπάνω”

“Πόσο όμορφα αισθάνεσαι όταν ξέρεις ότι κάποιος ενδιαφέρεται για σένα. Μακάρι να μου ξαναγράψει. Μακάρι να ‘νιωθα κάθε μέρα θαλπωρή, τη στοργική φροντίδα ενός φιλικού προσώπου”

Διαβάστε επίσης:

Το νησί Ρενό και άλλα διηγήματα από τον Αλεξάντρ Γκριν