“Ο Τσβάιχ ρίχνει μια εξαιρετικά διεισδυτική ματιά στον ψυχικό κόσμο των χαρακτήρων του, ιδιαίτερα του αγοριού, χωρίς όμως οι ψυχολογικές παρατηρήσεις του να είσαι σε βάρος της δραματικής πλοκής” αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα και πράγματι είναι αυτή η ικανότητα του Τσβάιχ να καταβυθίζεται με τον δικό του μοναδικό τρόπο στα έγκατα της ψυχολογίας των ανθρώπων. Είναι ένα θέμα που τον απασχολεί σχεδόν σε όλες του τις ιστορίες, είτε είναι μυθιστορήματα, νουβέλες ή διηγήματα. Στον κόσμο του χθες, το αυτοβιογραφικό του πόνημα, που και αυτό όπως και πολλά άλλα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ροές, ο Τσβάιχ καταθέτει όλες τις αγωνίες των προσώπων εκείνου του καιρού με μοναδικό του εργαλείο και πυξίδα την παρατήρηση και την τροφοδότηση από τα ίδια του τα βιώματα και τις ανησυχίες που δεν παύουν να τον απασχολούν.

Ακούραστος και επίμονος νέος ιμπρεσιονιστής σε μια κλονισμένη εποχή

Ο λογοτεχνικός περίπατος στον κήπο των συναισθημάτων και των συγκινήσεων έρχεται να κλονίσει τον άνθρωπο του σήμερα, ακόμα και αν ο Τσβάιχ μιλάει για τον άνθρωπο του χθες. Είναι ανατριχιαστικά ευφυής ο τρόπος που χτυπάει το κουδούνι της ευαισθησίας μας σε μία ιστορία καθαρά μυθοπλαστική αλλά εμφανέστατα αληθοφανή. Εξάλλου, η αγάπη και ο πόνος είναι επικίνδυνα νοήματα και αν δεν βουτήξει κάποιος σε αυτά, τότε δεν έχει ζήσει. Θα νιώσετε δίχως άλλο το άγγιγμα του συγγραφέα πάνω σας, σαν ένα χέρι άλλοτε να σας χαστουκίζει και άλλοτε να σας χαϊδεύει. Μήπως άλλωστε υπάρχει σταθερότητα και ισορροπία στην χαρμολύπη της καθημερινής μας ζωής; Η κάθε ιστορία του Τσβάιχ έρχεται να συμμετάσχει στη γιορτή της ανάγκης του να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από τον κόσμο που τον περιβάλλει.

Πώς άραγε ένα παιδί μπορεί να εισπράξει σε μια τόσο ευαίσθητη ηλικία και σε ένα τόσο ευάλωτο περιβάλλον μια ιστορία σεξουαλικότητας που ακόμα δεν γνωρίζει καν περί τίνος πρόκειται; Ο κόσμος του είναι αναστατωμένος, μπερδεμένος, ο ίδιος νιώθει προδομένος όπως νιώθει και ένας άντρας που μόλις έχει απατηθεί ή μια γυναίκα αντίστοιχα. Είναι μια ανατροπή στη ζωή και οι ανατροπές και τα συναισθηματικά αδιέξοδα που εκπορεύονται χρειάζονται χρόνο για να επουλωθούν σαν το τραύμα του Χριστού στον περίφημο πίνακα της Αναγέννησης Ecce homo φιλοτεχνημένο από τον Αντρέα Μαντένια. Ο Τσβάιχ συνδιαλέγεται με την εποχή του, βάζοντας σε πρώτο πλάνο με το ραβδί του σκηνοθέτη την αμφιβολία που διακατέχει το αύριο σε έναν κόσμο που παρακμάζει, που διαλύεται σβήνοντας τα ίχνη που τον συνέδεαν με το ένδοξο και ακμάζον παρελθόν. Με χαρακτήρες που άλλοτε αγγίζουν τον Ντίκενς και άλλοτε τον Μπαλζάκ, φτιάχνει ένα δικό του μείγμα ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας.

Ο Τσβάιχ, ήδη σε αδιέξοδο ψυχολογικό αλλά και υπαρξιακό, ήδη ευρισκόμενος στα χείλη της αβύσσου για να θυμηθούμε και τον σύγχρονό του Erich Kastner, παλεύει μέσα από τις ιστορίες του να κατανοήσει όσα παράξενα συμβαίνουν γύρω του σε έναν κόσμο που όλο αλλάζει. Ο ίδιος μοιάζει να επεξεργάζεται μέσω των ηρώων του ήδη από τη δεκαετία του 1920 την ιδέα μίας φυγής προς το άγνωστο μακριά από τα επίγεια και την ταπείνωση και την ατίμωση της ανθρώπινης φύσης που αυτά προσφέρουν. Εδώ μας μιλάει δια μέσου ενός παιδιού, που σαν Όλιβερ Τουίστ βρίσκεται υπό καθεστώς σύγχυσης και αναζητά διαφυγή από την προδοσία που του επιφύλαξε ο ενήλικος κόσμος. Σε ποιον άραγε να δείξει πια εμπιστοσύνη και πού να απευθυνθεί για δικαιοσύνη, έχει τον τρόπο να βρει το δίκιο του ή είναι εντελώς χαμένος; Η νέα εξαιρετική έκδοση και η μετάφραση από τις κυρίες Μαριάννα Αντωνοπούλου και Ίρμχιλντ Στάινερ προσδίδουν στη νουβέλα την άρτια απόδοσή της στα ελληνικά.

Ο κόσμος του Τσβάιχ είναι αλλοτινός, φτιαγμένος από άλλο σμάλτο και μείγμα που γυρίζει πλάτη στην ματαιότητα, σε αυτό το αίσθημα της ματαιοδοξίας που πλανάται αόριστα πάνω από τις ζωές χωρίς βλέμμα στο αύριο. Οι ήρωές του είναι δέσμιοι μίας πραγματικότητας σκληρής που μοιάζει να μην έχει παράθυρο και ακτίνες φωτός. Ο μικρός ήρωας και πρωταγωνιστής βαδίζει και σχοινοβατεί για να βρει την χαμένη του αυτοπεποίθηση και να μπορέσει να γίνει και πάλι παιδί μιας και τα βάσανά του ξεκίνησαν νωρίς και εκείνο δεν είναι καθόλου έτοιμο να αναλάβει το φορτίο αυτό. Ο Τσβάιχ μας αναφέρει δια στόματός του: “Έχασε την ψυχραιμία του, που με τόσο κόπο είχε προσπαθήσει να κρατήσει, το βάρος της προσποιητής εκείνης αξιοπρέπειας γλίστρησε από τους αδύναμους ώμους του, κι έγινε και πάλι παιδί, ένα μικρό και ταπεινό παιδί όπως χθες, όπως πριν”.

Η αποσύνθεση της ζωής του μικρού ήρωα δεν μπορεί να μην ειδωθεί και από το πρίσμα της εν γένει αποσύνθεσης και αποδόμησης της ίδιας της κοινωνίας μέσα σε ένα δραματικό πλαίσιο ιστορικών και πολιτικών εξελίξεων, μέσα από μια εποχή ταραγμένη και ιδιαίτερα άστατη κάτι το οποίο διαγράφεται και μέσα από την αφήγηση του συγγραφέα. Ο πρωταγωνιστής είναι το πρόσωπο της ίδια της κοινωνίας που έχει ένα καυτό μυστικό να αντιμετωπίσει, αυτό που αδυνατεί να αποδεχτεί. Είναι αυτό από το οποίο επηρεάζονται όλοι οι πολίτες και πόσο μάλλον οι συγγραφείς που είναι οι ωτακουστές της κοινωνίας και εκείνοι που σφυγμομετρούν τον χτύπο της ίδιας της κοινωνίας της οποίας είναι ενεργά μέλη. Ο Τσβάιχ είναι ένα ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο και μια αποθήκη σκέψεων στην οποία οφείλουμε πάντα να ανατρέχουμε.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“Μα τις τους έκανε ν’ αλλάξουν τόσο;” συλλογιζόταν το παιδί καθισμένο απέναντί τους μέσα στην άμαξα, που έτρεχε”.
“Μόνο εκεί ψηλά, πάνω απ’ το κεφάλι του, τρεμοπαίζει – περιφρονητικά καθώς του φάνηκε – ένα τελευταίο, ανήσυχο φως”.

Διαβάστε επίσης:

Καυτό μυστικό: Το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ σε νέα έκδοση