Ο Μιχάλης Τζανάκης είναι ένας καταξιωμένος συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων. Κάθε φορά στο έργο του καταπιάνεται με ήρωες, συχνά αφανείς, και αναδεικνύει σημαντικές στιγμές αυτού του τόπου σχολιάζοντας το ιστορικό και κοινωνικό τους πρόσημο και παρουσιάζοντας την προσφορά τους στο μέλλον της κοινωνίας. Αυτή τη φορά όμως «ανοίγει» ένα λογοτεχνικό παράθυρο και μας αφήνει να δούμε, να αφουγκραστούμε, να νιώσουμε το τελευταίο μεγάλο οδοιπορικό ενός ποιητή, που σημάδεψε με το έργο μια ολόκληρη γενιά αλλά και τη μεταστροφή της, ανασυνθέτοντας με ενάργεια τις τελευταίες μέρες του Κωνσταντίνου Καρυωτάκη, αυτές που σημάδεψαν για πάντα ένα ανοιξιάτικο δείλι του 1928 στην Πρέβεζα.

Ο Τζανάκης μελετά και καταγράφει τα τελευταία βήματα του ποιητή στη ζωή, ανιχνεύει τους λόγους που τον ώθησαν στο μοιραίο τέλος, κοιτάζει κατάματα τα αδιέξοδα της ζωής του και περιγράφει το μονοπάτι που τον οδήγησε στον αυτοθέλητο θάνατο περνώντας από τον έρωτα, την ποίηση, την ασθένεια, αλλά και τις ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής. Δημιουργεί ένα λογοτεχνικό ντοκιμαντέρ με το οποίο ο αναγνώστης—είτε πρόκειται για αναγνώστη που γνωρίζει καλά τον ποιητή είτε για κάποιον που δεν ασχολείται με την ποίηση και δεν έχει εντρυφήσει στο συγκεκριμένο θέμα—βλέπει με σαφήνεια την ξεκάθαρη πορεία του Καρυωτάκη από τη δημιουργία έως την καταστροφή.

Μαγνητισμένος από το έργο του ποιητή ο συγγραφέας αλλά και από την αγωνιώδη αυτοκτονία του το 1928 σκύβει με αγάπη πάνω του. Ανακαλύπτει τα αίτια και τα αιτιατά της τελευταίας πράξης του, τους λόγους που τον παρέσυραν στο ορφικό μεταίχμιο της αυτοκαταστροφής αλλά πριν παρουσιάζει όλες εκείνες τις νοοτροπίες της εποχής που πιθανώς προκαθόρισαν τις πράξεις του. Τον μεγάλο του ανεκπλήρωτο έρωτα με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, τις συνθήκες ζωής που επέβαλε η φυματίωση και για τους δυο τους, την προσωπική του αγωνία εξαιτίας της προχωρημένης σύφιλης που τον βασάνιζε, σωματικά και συναισθηματικά, τον αγώνα του για να την αντιμετωπίσει στο Παρίσι, τις μεταθέσεις που αντιμετώπιζε λόγω δυσμένειας, τις κομματικές και πολιτικές θέσεις της εποχής που καθόριζαν το μέλλον του τόπου, τις λογοτεχνικές του ανησυχίες. Παράλληλα, ο συγγραφέας αναδεικνύει την ίδια την κοινωνία της εποχής και το ιστορικό και ανθρωπογεωγραφικό της υπόβαθρο δίνοντας μια ξεκάθαρη εικόνα για όλα όσα την καθόριζαν και όριζαν τις αντιλήψεις της.

Ο Τζανάκης όμως δεν κάνει μόνο αυτό. Μέσα από τη σχέση του Καρυωτάκη με την Πολυδούρη εισχωρεί στο σανατόριο της εποχής, το περίφημο «Σωτηρία» και παρουσιάζει όχι μόνο τον κοινωνικό ρόλο του σανατορίου αλλά και τον πολιτισμικό, εστιάζοντας στην πνευματική συνάντηση της Μαρίας Πολυδούρη με τον νεαρό, εκκολαπτόμενο τότε, ποιητή Γιάννη Ρίτσο, μια συνάντηση που συγκινεί βαθιά τον αναγνώστη και του παρουσιάζει την απαρχή μιας νέας άνοιξης που δεν θα αργούσε να έρθει.

Ταυτόχρονα, τονίζει τη σχέση του Καρυωτάκη με την ποίηση, αποκαθιστώντας την ποιητική του ταυτότητα, καθώς τονίζει τη σημασία του έργου του πέρα από την πεισιθανάτια και απαισιόδοξη φύση της. Ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής που σφράγισε με το έργο του αλλά και με το τέλος του μια ολόκληρη εποχή, ένας τελευταίος ίσως «καταραμένος» ποιητής, με έναν ανεπαίσθητο λυρισμό όμως που στάθηκε η αφορμή να περάσει η ελληνική ποίηση σε μια νέα άνθηση ακολουθώντας τον αναφαίνοντα σταδιακά υπερρεαλισμό, ρεύμα που ήρθε από τη Γαλλία για να σαρώσει την παγκόσμια λογοτεχνία και να δημιουργήσει τις μεγάλες ποιητικές μορφές της εποχής.

Ο Τζανάκης στέκεται με αγάπη μπροστά του. Τον κοιτά κατάματα και ανακαλύπτει μέσα από τις σιωπές και τον ηχηρό ήχο ενός πυροβολισμού την ευαισθησία της ανάσας του ποιητή. Αναπνέει τον αέρα της δημιουργικής του πνοής και τον καταθέτει στον αναγνώστη του, αποφασισμένος να μην αφήσει να ξεχαστεί ο Καρυωτάκης από τις επόμενες αναγνωστικές γενιές αλλά να ανακαλυφθεί ο βαθύς ανθρώπινος χαρακτήρας του. Δημιουργεί έναν σάρκινο ήρωα, τον στήνει μπροστά μας και μας καλεί να αναγνωρίσουμε έναν ποιητή που στον σύντομο βίο του και στο περιορισμένο του έργο κατάφερε να γίνει η αφετηρία μιας εξελικτικής πορείας στον χώρο της λογοτεχνίας μέχρι σήμερα. Αναδεικνύει τον ποιητή που έθεσε τους προβληματισμούς μιας γενιάς που θρηνούσε τη Μεγάλη Ιδέα και τη μεγάλη καταστροφή του 1922, μέσα από τον τρόπο ζωής της και την ανθρώπινη φύση της.

Ο Τζανάκης καταθέτει το λογοτεχνικό αποτύπωμα μιας μεγάλης ιστορικής έρευνας που ως φαίνεται έχει ολοκληρώσει και το κάνει χωρίς μελοδραματισμούς αλλά με τη λογοτεχνική ευθυκρισία της εμπειρίας του και με μια ανάλογη γλωσσική αισθητική. Βουτά στον ψυχισμό του ποιητή και πιάνοντάς τον από το χέρι συνοδοιπορεί μαζί του στα λογοτεχνικά στέκια της εποχής, περπατά στα σοκάκια της Αθήνας, ταξιδεύει στην Πάτρα, στο Παρίσι, στην Πρέβεζα. Βλέπει τις αιχμές της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας, ακούει το καρδιοχτύπι του έρωτα τον εναγώνιο ρόγχο της επιθανάτιας απόφασης, διαβάζει στα μάτια του ποιητή τον φόβο, την οδύνη, την ντροπή για την ασθένειά του, πιάνει μαζί του το μολύβι που έγραψε, σκουπίζει τον ιδρώτα που στάζει στο μέτωπό του και πατά τη σκανδάλη παραδίδοντας στον αναγνώστη του μια αξιανάγνωστη και σημαντική μυθιστορηματική μαρτυρία για τον ποιητή που πέρασε στην αιωνιότητα για πάντα.

Διαβάστε επίσης:

Μιχάλης Τζανάκης – Ανοιξιάτικο δείλι: Ένα βιβλίο για το τέλος της ζωής του Κώστα Καρυωτάκη