Η 19η ατομική έκθεση ζωγραφικής της Γεύσως Παπαδάκη με τίτλο «Της αγάπης συλλαβές» αποτελείται από 35 έργα ακρυλικά σε καμβά και μελάνια σε χειροποίητο χαρτί, εμπνευσμένα από στίχους Ελλήνων ποιητών.

Στίχοι των Γ. Ρίτσου, Κ. Π. Καβάφη, Τ. Πατρίκιου, Τ. Λειβαδίτη, Γ. Σεφέρη και Μ. Λαϊνά, αποτέλεσαν για την εικαστικό πηγή έμπνευσης και στη νέα αυτή θεματική της ενότητα. Τα έργα έχουν ως αφετηρία και κεντρική θεματική τους την αγάπη, τον έρωτα, την παρουσία, την απουσία, τις μνήμες και τους μικρούς απολογισμούς που συνδέονται με τα παραπάνω.

H επιμελήτρια της έκθεσης Ίρις Κρητικού, σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης:

Η Γεύσω Παπαδάκη, συνεχίζοντας το μακρύ ταξίδι της καταμεσής στη σάρκα και τα οστά της ποίησης, δημιουργεί νέους τόπους αλήθειας, αιωρούμενους ανάμεσα στην πραγματική και την ουτοπική εικόνα με τον τρόπο που περιγράφει ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του: σύμφωνα με εκείνον, τόσο οι ποιητές όσο και οι ζωγράφοι είναι μιμητές της αλήθειας και μαζί δημιουργοί μιας νέας. Οι κατασκευές τους έχουν μια φαινομενική κανονικότητα, ωστόσο κουβεντιάζουν περισσότερο με την ψυχή, αφυπνίζοντας και τρέφοντάς την, δυναμώνοντάς την έτσι ώστε η εξωτερική πραγματικότητα εντέλει να μην μετρά…

Συμπληρώνοντας τη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης εξηγεί στην «Ποιητική» ότι καθώς τόσο ο ποιητής όσο και ο ζωγράφος είναι ενδελεχείς μιμητές της ομοιότητας, θα πρέπει και οι δύο να αναπαριστάνουν τα ζωτικά αντικείμενα με τρεις διαφορετικούς τρόπους: είτε όπως κάποτε ήταν ή είναι, είτε όπως αυτά εξιστορούνται ή γίνονται ή γίνονταν κάποτε αντιληπτά, είτε, βεβαίως, όπως θα έπρεπε να είναι.

Στη νέα εκθεσιακή της ενότητα, η ζωγράφος ανασκάπτει το οικείο της πλέον τοπίο του έμμετρου λόγου, χαρίζοντας στον θεατή – αναγνώστη σπάνια συγκίνηση. Το πλαστικό της ιδίωμα, στίλβον, λιτό και με εμφανείς πλέον τάσεις αφαίρεσης, φανερώνεται εδώ ενδοσκοπικό, διαυγές και ανακουφιστικά κύκλιο, προσηλωμένο στις ίδιες ψυχικές συχνότητες που διέπουν και την εννοιολογική αναζήτηση της ζωγραφικής της.

Αντλώντας και πάλι πολύτιμο υλικό από τους στίχους αλλά και τις ατμοσφαιρικές συντεταγμένες προσφιλών ποιητών της και επιβεβαιώνοντας τον στίχο του Robert Lowell που ορίζει ότι «η όραση του ζωγράφου δεν είναι φακός, αλλά η τρεμάμενη απόπειρα του βλέμματός του να χαϊδέψει το φως», η Γεύσω Παπαδάκη αφουγκράζεται και αναπλάθει την εσωτερική τρυφερή μεμβράνη των λέξεων, φέρει το άχθος των κενών, κατοικεί τα σημεία στίξης των στίχων, ακουμπά, κυριολεκτικά και μεταφορικά τη λιγοστή σκευή τους: εδώ κατοικεί η πολυθρόνα ενός ξεθωριασμένου μυστικού απογεύματος, εκεί αλυχτά η ολονυχτία μιας οικείας ασπρόμαυρης φωτογραφίας, αλλού ελλοχεύει η μνήμη ενός οικογενειακού χαλιού, κάπου εδώ αναπαύεται της ζωής το άδειο κρεβάτι.

Στο βιβλίο του «The Necessary Angel; Essays On Reality And The Imagination», o Wallace Stevens αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη σχέση μεταξύ Πόιησης και Ζωγραφικής. Δεν υπάρχει κανείς ποιητής, γράφει, που να μην έχει αναγνωρίσει το πόσο συχνά μια λεπτομέρεια ή μια παρατήρηση που αφορά στην ποίηση, εφαρμόζεται στη ζωγραφική με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Τα μονοπάτια ετούτα της ποίησης ακολουθεί η ζωγράφος, με την ίδια εμμονή στη ρυθμολογία και τις κρυμμένες εικόνες, με τους ίδιους αθέατους και συνοπτικά συνεκτικούς τρόπους δομείται και αναπτύσσεται η ζωγραφική της. Αποτμήσεις χρόνου, μνήμης και ύλης, αιωρήσεις συναισθημάτων και αδειανών τόπων, χαμηλόφωνοι ενδοσκοπικοί ψιθυρισμοί και θαρραλέες αποτινάξεις των περιττών, συλλαβίζουν ένα πρωτογενές ζωγραφικό εξομολογητικό ιδίωμα με βραδυφλεγή πλαστικά χαρίσματα, με ανακουφιστική πνευματική ενδοχώρα και διαχρονική αντοχή.

Στο εξαιρετικό άρθρο του «Lire la peinture» (Διαβάζοντας τη Ζωγραφική), που εμπεριέχεται σε μια έκδοση για τον Βέλγο ποιητή και ζωγράφο Henri Michaux, ο Gérard Dessons παρατηρεί ότι στη μακραίωνη αναζήτηση των τρόπων σύνδεσης της ζωγραφικής με την ποίηση, το πρόβλημα είναι ακριβώς εκείνο το βλέμματος: «Τι βλέπουμε, όταν κοιτούμε;» αναρωτιέται, με αφορμή ένα άρθρο του Michaux με τίτλο «Για δύο λιθογραφίες του Zao Wou-Ki». «Ένα βλέμμα, δεν είναι απλά ένα κοίταγμα. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι τίποτε αν είναι απλά ένα βλέμμα». Ένα βλέμμα, επιβεβαιώνει ο Dessons, είναι βλέμμα όταν, σύμφωνα με τον Michaux, αποτελεί μια κατά μόνας «ανάγνωση». Και η αξία αυτής της παρατήρησης, σε συνάρτηση με τα έργα τέχνης, είναι ότι η θεωρία της «ανάγνωσης» του έργου, προϋποθέτει τον επαναπροσδιορισμό κάθε έργου τέχνης και την κατανόησή του ως ενός μοναδικού αναγνώσματος με σημασία, σημειολογία και συγκίνηση διαφορετική για κάθε θεατή-αναγνώστη του. «Αλλά η ανάγνωση αυτή», συνεχίζει, «όπως ακριβώς και το έργο τέχνης, δεν έχει ανάγκη τον λόγο. Είναι αυθύπαρκτη και δεν οφείλει να είναι εξηγηματική».

Η Γεύσω Παπαδάκη είναι και αυτή μια δεινή «αναγνώστις». Με αφετηρία τα αγαπημένα της ποιήματα και επικουρούμενη λιγότερο από τις λέξεις τους και περισσότερο από τον εσωτερικό τους λόγο, ζωγραφίζει όχι κοιτώντας, αλλά βλέποντας μέσα στα τρυφερά τους σπλάχνα. Και η ζωγραφική της, αφήνοντας πίσω της την εξηγηματική αφήγηση, εγκαλεί τον θεατή να δει εντός τους κι αυτός. –Ίρις Κρητικού, Νοέμβριος 2018

Γεύσω Παπαδάκη

Γεννήθηκε  στην Κωνσταντινούπολη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας  και Ζωγραφική  στη Σχολή Βακαλό. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά της με ατομικές εκθέσεις, στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Χανιά, Mύκονο, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Kωνσταντινούπολη, Παρίσι. Αυτή είναι η 19η ατομική της έκθεση. Συμμετείχε σε δεκάδες ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, Bέλγιο, Λιθουανία, Ρουμανία, Σλοβακία, Τουρκία, Γαλλία, στην «23η  Art fair, Artist 2013» στην Κωνσταντινούπολη καθώς και στην Art Athina 2017 με την γκαλερί Melkart Paris. Επίσης ήταν μια από τους καλλιτέχνες που εκπροσώπησε την Ελλάδα,  στην Μπιενάλε του Πεκίνου το 2008. Έργα της βρίσκονται σε μουσεία, δήμους και ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα, Βέλγιο, Γαλλία, Αυστρία, Λουξεμβούργο, Νέα Υόρκη και Πεκίνο. Είναι μέλος του Εικαστικού Επιμελητηρίου Ελλάδας.