Από τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Γεώργιο Βιζυηνό, από τους Γιάννη Ρίτσο, Αλέξανδρο Κοτζιά, Στρατή Τσίρκα, Βασίλη Βασιλικό έως και τον Τάσο Λειβαδίτη. Και από τους Γιάννη Τσαρούχη, Διονύσιο Σολωμό, Κώστα Ταχτσή, Διδώ Σωτηρίου, Παύλο Ζάννα, Μ. Καραγάτση, Γιάννη Κοντό, Αντρέα Φραγκιά Μάνο Χατζιδάκι έως και τον Γιώργο Ιωάννου, η Μάρω Δούκα καταγράφει το συναίσθημα που πυροδότησε στη ζωή της η σχέση της με τους ανθρώπους αυτούς και τις αναγνωστικές προσεγγίσεις της στο έργο τους.

Η Δούκα επιστρέφει με μια συλλογή δοκιμιακού λόγου με κείμενα που εκφωνήθηκαν κάποια στιγμή προς τιμήν αυτών των δημιουργών. Πρόκειται για μια προσωπική εξομολόγηση για τις εμπειρίες που μοιράστηκε μαζί τους διαβάζοντας το έργο τους. Ταυτόχρονα, η Δούκα μάς δωρίζει τις προσωπικές αναγνωστικές της αναφορές μέσω των οποίων μας καλεί να νιώσουμε και το δικό της έργο. Να βιώσουμε τη συνειδησιακή του μνήμη και να καταλάβουμε παράλληλα σε ποιο βαθμό η ανάγνωση είναι μια κοπιώδης διαδικασία που απαιτεί την προσήλωσή μας και την ωσμωτική, προσωπική μας διάβρωση.  Μόνο που όπως λέει ο Ρίτσος «τίποτα δεν χαρίζεται». Απαιτείται υπομονή, αφοσίωση, κόπος. Απαιτείται να διαβάσει κανείς με ξεκάθαρο νου και να αφεθεί στην ευωχία που μπορεί να προσφέρει η αναγνωστική διαδικασία. Μέσα από τα κείμενα αυτά η συγγραφέας καταλαβαίνει και η ίδια την δική της πορεία μέσα στα γράμματα. Ξαναδιαβάζοντας όλα όσα γράφτηκαν πριν από κάμποσα χρόνια νιώθει να δονείται από την ανάγκη της λογοτεχνίας. Να συνομιλεί με τον αθέατο χρόνο, τις εντάσεις του, το συγγραφικό της παρελθόν αλλά και το μέλλον.

Γράφει η Μάρω Δούκα:

«Ακόμη και τότε, πριν από τόσα χρόνια, ακόμη και σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, για μένα έγραφα, για μένα γράφω. Για να μπορώ να ρίχνω μπρος πίσω τις ματιές μου. Να αυξομειώνω την ένταση. Να συνομιλώ με τα επίμονα, τα αόρατα, τα άπιαστα. Να περιθάλπω τα πεταμένα, τα άχρηστα, τα πονεμένα. Να ανυψώνω τα εφήμερα, τα αδιόρθωτα, τα άρρωστα. Να περιποιούμαι τα αδέσποτα, τα άστεγα, τα αδιάλυτα! Όπως και τότε, πριν από τόσα χρόνια, έτσι και σήμερα, απ’ την ανάγκη μου να σκεφτώ, να αντισταθώ, να υπάρξω, να συνυπάρξω. Εφόσον ναι, κι αν δεν το ήξερα, αργά και με κόπο, το έμαθα: Τίποτα δεν χαρίζεται».

Αυτό που διαφαίνεται σε όλα τα κείμενα αυτής της συλλογής είναι πόσο σεβασμό νιώθει η Δούκα απέναντι στους δημιουργούς. Κάθε προσδιοριστική λέξη που χρησιμοποιεί γι’ αυτούς είναι με προσοχή συναρμολογημένη και λειτουργεί καίρια στην προσπάθειά της να αναδείξει πόσο σημαντικός είναι ο λογοτεχνικός τους λόγος. Εκείνοι την έμαθαν να παρατηρεί, να ακούει και να βλέπει γύρω της, διαμόρφωσαν τη συγγραφική της συνείδηση, την έκαναν να συναισθανθεί πόση παρηγοριά μπορεί να βρει κανείς στην αφήγηση.

Ωστόσο, με εξαίρεση τον Καραγάτση, η Δούκα θα σταθεί σκεπτική απέναντι στη γενιά του ’30 αλλά και από τις γυναίκες συγγραφείς της εποχής καμιά εκτός από τη Διδώ Σωτηρίου δε θα αναφερθεί. Αφιερώνει όμως αρκετές σελίδες στον Βιζυηνό. Η αγάπη της για αυτόν είναι εμφανής. Μοιάζει να θέλει να αποκαταστήσει τον αδικημένο συγγραφέα και να φωτίσει την αξία του για να μείνει παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές η αποτίμηση του έργου του.

Η σχέση της λογοτεχνίας με τον αναγνώστη, του Ιστορικού μυθιστορήματος με τη μυθοπλαστική προσέγγιση των γεγονότων, της κριτικής υπό το πρίσμα του συναισθήματος και της ανταπόκρισης που μπορεί να έχει γίνονται οι λόγοι εκείνοι που κάνουν το βιβλίο αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον και ταυτόχρονα φέρνουν κοντά στον αναγνώστη τους δημιουργούς στους οποίους αναφέρεται κάθε φορά η συγγραφέας.

Άνθρωποι της τέχνης και του πνεύματος που έχουν φύγει. Η Δούκα τους πλησιάζει έντονα φορτισμένη συναισθηματικά και γι’ αυτό δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη πως βρίσκονται ολοζώντανοι δίπλα του. Τους φέρνει ξανά στο προσκήνιο με την ελπίδα, μέσα από τα κείμενα αυτά, ο αναγνώστης των επόμενων γενεών να τους γνωρίσει. Να μη χαθεί το χρώμα της δημιουργίας τους. Να μη πέσει στη λήθη η ύπαρξη και η προσφορά τους. Και παράλληλα τους συστήνει εκ νέου σε όλους όσοι δεν έσκυψαν στο βάθος, δεν άγγιξαν τον πυρήνα του έργου τους, έστω και αν έχουν διαβάσει τα βιβλία τους, έχουν ακούσει τις μουσικές τους νότες, έχουν δει το φως των χρωμάτων στους πίνακές τους. Το μέλλον θα είναι εφιαλτικό μακριά από τον πολιτισμό τους. Το αφήγημα πρέπει να διασωθεί. Να μη χαθεί η παρακαταθήκη των ονείρων τους. Γράφει χαρακτηριστικά: «…θα έχω να αναρωτιέμαι τι μας απέμεινε από τους πολυδάπανους φωτισμούς και τις πολύχρωμες εκτινάξεις των βεγγαλικών για την υποδοχή της νέας χιλιετίας… Ποια η παρακαταθήκη, ποιο το μήνυμα; Και το αφήγημα… Πού είναι το αφήγημα;»

Η Δούκα αγωνιά για το μέλλον τους και για το μέλλον που περιμένει τη λογοτεχνία, την τέχνη γενικότερα, τον πολιτισμό μας μακριά από τους σημαντικούς αυτούς δημιουργούς. Θέτει τους προβληματισμούς της και τα ερωτήματα και καλεί τον αναγνώστη να βρει μόνος τους τις απαντήσεις. Κι όλα αυτά με εξαιρετικά ελληνικά τονίζοντας έτσι την ευθυβολία της ελληνικής γλώσσας σε κάθε νόημα που επιχειρεί κανείς να δώσει. Και με πολλή, πάρα πολλή, αγάπη.

Το βιβλίο της Μάρως Δούκα, Τίποτα δεν χαρίζεται, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.