Τρεις φίλοι συναντιούνται και χωρίζουν μέσα στη δίνη των ναπολεόντειων πολέμων αλλά και στο βάθος της μεγάλης πόλης, όπου φωλιάζουν τα φαντάσματα μιας πραγματικότητας καταναγκασμών. Ο Έλις Φρέμπομ εγκαταλείπει τους ωκεανούς για να καταδυθεί στην επικράτεια των μετάλλων, την οποία διαφεντεύει μια ανεξιχνίαστη, δαιμονική Αφροδίτη. Δύο νουβέλες στις οποίες ο «σκεπτικιστής ονειροπόλος» Ε.Τ.Α. Χόφμαν, μεταγράφει –με διαφορετικούς τρόπους– το «παραμύθι της πραγματικότητας», όπου το μονήρες άτομο είτε υποκύπτει στην αλλοτριωτική συνθήκη του «φιλισταϊσμού» είτε διαλύεται στη χοάνη μιας υπέρμετρα πληθωρικής φαντασίας.

Στα «Θραύσματα από τη ζωή τριών φίλων» ένας φανταστικά αντεστραμμένος κόσμος ξεπηδάει αίφνης από τη ρεαλιστικά σκιαγραφημένη πραγματικότητα, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη συνηθισμένη τάξη κι αποκαλύπτοντας κρυμμένες ερωτικές επιθυμίες. Με αφορμή αυτή τη νουβέλα, ο Γιούλιους Ρόντενμπεργκ και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ανάγουν την αρχή του «βερολινέζικου μυθιστορήματος» στον Χόφμαν. «Τα ορυχεία στη Φάλουν» αντλούν από ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο έγινε αγαπημένο θέμα του ρομαντισμού. Στην αξεδιάλυτη πολυσημία του κειμένου, ασυμφιλίωτες αντιθέσεις συγχωνεύονται στη ροϊκότητα του ονείρου με τεχνικές που μοιάζουν βγαλμένες από τον κινηματογράφο. Οι δύο νουβέλες αποτελούν συγχρόνως κομβικά σημεία εισόδου στον συναρπαστικό κόσμο του Χόφμαν, για τον οποίο η κοινωνία της εποχής του υφίσταται σαφώς ως ιστορικό πρόβλημα, ακόμα κι αν (ή επειδή) οι δυνάμεις που την κινούν λανθάνουν μέσα στο παράδοξο. Στο έργο του Χόφμαν προσέφυγε, άλλωστε, κι ο Φρόιντ για να ορίσει και να ονοματίσει το ανοικειωτικά παράδοξο, το Unheimlich, που βίαια ανασύρθηκε στην επιφάνεια του ιστορικού χρόνου και σκόρπισε τη σκόνη της φρίκης του στο φως, όπως το απολιθωμένο σκήνωμα του Έλις Φρέμπομ.

Ε.Τ.Α. Χόφμαν

Ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν (Ernst Theodor Amadeus Hoffmann) γεννήθηκε το 1776 στο Κένιξμπεργκ της τότε Ανατολικής Πρωσίας και πέθανε το 1822 στο Βερολίνο. Ο Χόφμαν υπήρξε μια από τις πιο πολυσχιδείς προσωπικότητες της εποχής του και ανήκε σε δύο κόσμους· με τα δικά του λόγια, βρισκόταν «το πρωί στο δικαστήριο με τις δικογραφίες και το βράδυ στον Ελικώνα», καθώς στη σύντομη ζωή του υπήρξε δικαστικός λειτουργός αλλά και μουσικός, ζωγράφος, κριτικός, διευθυντής θεάτρου και συγγραφέας. Συνδιαμόρφωσε μια φάση του ρομαντικού κινήματος που επικαθορίστηκε, κυρίως μετά το 1815, από τη διαδικασία των παλινορθώσεων, την καταστολή των επαναστάσεων, την ταυτόχρονη διεύρυνση της εκβιομηχάνισης και την ισχυροποίηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το ενδιαφέρον του για τις σκοτεινές πτυχές του «καθημερινού κόσμου», για όσα κρύβει η μάσκα της αστικής, «φιλισταϊκής», ύπαρξης, με τους φόβους, τα απωθημένα και τις μανίες της, αλλά και για τις περιοχές όπου συμπλέκονται το «πραγματικό» και το «ονειρικό» βρήκε την έκφρασή του σε διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα. Μεγάλο μέρος αυτού του υλικού συγκεντρώθηκε στα Φανταστικά διηγήματα, στα Νυχτερινά διηγήματα και στη συλλογή με τίτλο Οι αδερφοί του Σεραπίωνος. Ο Χόφμαν έζησε ως καλλιτέχνης που στρέφεται εναντίον των συμβάσεων της εποχής του αλλά και ως νομικός που αντέδρασε στην αυθαιρεσία του πρωσικού αστυνομικού κράτους, ιδίως από το 1819 κι έπειτα. Το λογοτεχνικό έργο του άσκησε αποφασιστική επιρροή σε συγγραφείς πέρα από τα όρια του γερμανικού κόσμου και των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα.

Από τις εκδόσεις Angelus Novus κυκλοφορεί επίσης η νουβέλα του Η δεσποινίς ντε Σκιντερί, σε μετάφραση και επίμετρο Νίκου Σκοπλάκη.