Έχοντας ήδη συμπληρώσει 133 χρόνια ζωής, οι «Βρικόλακες» του Ίψεν, θεωρούνται ένα από τα εμβληματικότερα έργα του Νορβηγού συγγραφέα και συνεχίζουν να εμπνέουν σκηνοθέτες, ηθοποιούς και θεατές. Κείμενο βαθιά δραματικό, ψηφιδογραφία μιας σκληρής εποχής, ενός ολόκληρου αιώνα, με πολλές αναγνώσεις και αμφιλογίες.

Κυριολεκτικά ο τίτλος μεταφράζεται από τα νορβηγικά «Αυτοί που περπατούν ξανά στη γη», ενώ σε άλλες γλώσσες, έχει επικρατήσει ως «Φαντάσματα». Πράγματι, αυτές οι έννοιες είναι διάχυτες, μιας και τα λάθη του παρελθόντος στοιχειώνουν ακόμα τις μέρες και τις ζωές των ηρώων. Με αρχέτυπα από τις ελληνικές τραγωδίες, οι χαρακτήρες δοκιμάζονται σκληρά από τη μοίρα. Μετά την ύβρη, έρχεται η Νέμεσις και οι ατιμώρητες αμαρτίες των νεκρών, μεταβιβάζονται στους ζωντανούς, διαλύοντάς τους, ώστε να επέλθει η αναπόφευκτη κάθαρση.

Αν υπάρχουν δέκα ρόλοι-ορόσημα, που αποτελούν ευσεβείς πόθους για κάθε γυναίκα ηθοποιό, η «Έλεν Άλβινγκ» είναι σίγουρα μέσα σε αυτούς. Στην Ελλάδα, αρκετές σημαντικές κυρίες του θεάτρου, έχουν δώσει το στίγμα τους στην ηρωίδα. Οι πιο πολυσυζητημένες ερμηνείες είναι των Κατίνα Παξινού, Ελένη Χατζηαργύρη, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Ράνια Οικονομίδου και φέτος της Μπέττυς Αρβανίτη.

Κατά καιρούς, η διαχρονικότητα και η παγκοσμιότητα των «Βρυκολάκων» αμφισβητείται. Κάποιοι αναρωτιούνται πόσο σχετικό μπορεί να είναι με τον 21ο αιώνα ένα έργο που μιλά για τη σύφιλη, την κοινωνική υποκρισία και καθωσπρεπισμό, την αιμομιξία και την ηθική κατάπτωση, υπό το πρίσμα των βορειοευρωπαϊκών συνθηκών του 19ου αιώνα. Μια ενδελεχής και προσεκτική εμπειρική παρατήρηση της κοινωνίας όμως, θα πείσει πως απλά κατακάθονται στον βυθό και αρκεί μια αφορμή για να τα επαναφέρει στην επιφάνεια. Άλλωστε, παντός είδους παθογένεια ξεκινά από τον ουσιαστικότερο πυρήνα, την οικογένεια, κάτι που η ιψενική δημιουργία αναδεικνύει απόλυτα. Κι αν η περίφημη ασθένεια που προκαλεί αποτροπιασμό στις ζωές των χαρακτήρων, σήμερα θεωρείται ξεπερασμένη, σίγουρα υπάρχουν άλλες, πολύ σκληρότερες, ώστε να υπάρξει κάποια αντιστοιχία και παραλληλισμός. Μπορεί να μην αποφεύγεται η παγίδα της ηθικολογίας σε αρκετά σημεία, εν τέλει είναι όμως αυτή που θέτει τα καίρια ερωτήματα. Επιπλέον, το κείμενο, παρουσιάζει ένα σωρό αντιθέσεις και διλήμματα. Ο στυγνός και αυστηρών αρχών πάστορας Μάντερς, αναδεικνύει μέσα από την κρίση του τα δίπολα έρωτας-θάνατος, επιθυμία-επιβολή και θρησκεία-τέχνη. Στο χαρακτήρα του, ενυπάρχει η συντηρητική απόρριψη της χαράς, της ανεμελιάς και της ανακούφισης που μπορεί να προσφέρει η τέχνη στη ζωή κάποιου καλλιτέχνη.

Στα τέλη του 19ου αιώνα λοιπόν, σε κάποιο μουντό φιόρδ της νορβηγικής υπαίθρου, η κ. Έλεν Άλβινγκ, ετοιμάζεται με τη βοήθεια του οικογενειακού φίλου, πάστορα Μάντερς, να εγκαινιάσει ένα ορφανοτροφείο εις μνήμην του πεθαμένου συζύγου της. Ταυτόχρονα, υποδέχεται τον μονάκριβο γιο της, Όσβαλντ, ύστερα από μια επιτυχημένη καλλιτεχνική περιοδεία. Στο σπίτι μένει και η Ρεγκίνε, ψυχοκόρη της οικογένειας, η οποία φλερτάρει συχνά με τον νεαρό. Μία φιγούρα που δεν εμφανίζεται, όμως στέκεται πάντοτε «εκεί», ρίχνοντας βαριές σκιές στο παρόν και το μέλλον, είναι ο νεκρός Άλβινγκ. Οι δικές του αμαρτίες πλέκουν έναν ιστό γύρω τους και αδυνατούν, παρά τις προσπάθειες, να ξεφύγουν. Καταστροφικές θα είναι οι αποκαλύψεις, τόσο του διεφθαρμένου οικογενειακού παρελθόντος, όσο και της υποκρισίας όσων γνώριζαν αλλά σιωπούσαν, για την διαφύλαξη μιας επιφανειακής τιμής. Κανείς δεν είναι απόλυτα αθώος. Η κ. Άλβινγκ, υπήρξε ερωτευμένη με τον πάστορα, κλείνοντας τα μάτια στις ατασθαλίες του συζύγου. Ο Μάντερς, προσαρμόζεται χαμαιλεοντικά για την δική του σωτηρία, εκπροσωπεί μια υποκριτική χριστιανική ηθική και είναι κλειδοκράτορας των τυραννικών μυστικών της οικογένειας. Ακόμα και ο νεαρός Όσβαλντ, που η ασθένειά του παρουσιάζεται ως τίμημα των πατρικών σφαλμάτων, επιδιώκει να εγκλωβίσει την Ρεγκίνε στην καταδικασμένη ζωή του, αντιμετωπίζοντάς την ως σανίδα σωτηρίας. Ο Γιάκομπ, φαινομενικά αγαθός, είναι ένας βδελυγμικός τύπος που εκμεταλλεύεται τα πάντα προκειμένου να επιβιώσει, ακόμα και αν πρόκειται για την κόρη ή την πεθαμένη γυναίκα του, ενώ η Ρεγκίνε, μέσα στην απλότητά της, ανακουφίζεται όταν ο Όσβαλντ, εκδηλώνει κάποιο ενδιαφέρον, προκειμένου να διαγράψει τη μίζερη καθημερινότητα και να ονειρευτεί ένα μέλλον, μακριά από το σκανδιναβικό ημίφως.

Ο Στάθης Λιβαθινός έστησε μια ατμοσφαιρική και ποιητική παράσταση, με αρχιτεκτονική αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Χρησιμοποιεί το χώρο προσθέτοντας και πιο μοντέρνες πινελιές, αποφεύγοντας έτσι, ευκολίες παλαιικού τύπου. Πρόκειται για μια εκτέλεση στέρεα, χωρίς υπερβολές. Σε έξυπνο συνδυασμό με τον φωτισμό του Αλέκου Αναστασίου και το αφαιρετικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, δημιούργησαν την αίσθηση του ψυχρού σκανδιναβικού φωτός που αποκαλύπτει τις κρυμμένες αλήθειες των προσώπων. Πολύ όμορφα και τα κοστούμια της ίδιας, που δίνουν πιο σύγχρονες νότες στη σύλληψη. Έξοχη η μουσική της Μαρίνας Χρονοπούλου, ειδικά στις δραματικές κορυφώσεις.

Κυρίως όμως, οι «Βρυκόλακες» του Κεφαλληνίας, ευτυχούν να διαθέτουν έναν εξαιρετικό θίασο. Ο Νίκος Χατζόπουλος, κεντάει στο ρόλο του πάστορα Μάντερς, χαρίζει μια διαφορετική ερμηνευτική πνοή, παρασύρει και πείθει. Ο Γιάκομπ του Γιώργου Κέντρου, πλάστηκε με σωστά μέσα και εκφραστικότητα. Ο Κώστας Βασαρδάνης, έχει μια έντονη εσωτερικότητα, δίνει στο ρόλο το ρομαντισμό μιας άλλης εποχής, ενώ είναι ιδιαίτερα σπαρακτικός στις δραματικές κορυφώσεις, αν και υπερκινητικός στα χέρια, πράγμα που κάποιες στιγμές φαντάζει υπερβολικό. Ως Ρεγγίνε, η Μαρία Κίτσου, παρουσιάζεται δυναμικά πάνω στη σκηνή, καταιγιστική, πυρετώδης και διεκδικητική, προσπαθεί να αρπάξει τη μοίρα στα χέρια της. Καλύτερή της στιγμή, η συγκινητική αποδοχή της ήττας και η εκκίνηση για το άγνωστο. Και τέλος, η Μπέττυ Αρβανίτη, χτίζει την Έλεν Άλβινγκ, αρχικά μπλαζέ και αποστασιοποιημένη προς τα όσα συμβαίνουν, θωρακισμένη και παραιτημένη μέσα στην αστική της καθημερινότητα. Όσο όμως τρέχουν οι εξελίξεις, το περίβλημα σπάει, για να φτάσει στην τρομακτική και συγκλονιστική σκηνή του τέλους, όπου η μητέρα έρχεται στο ζοφερό δίλημμα για το μέλλον του Όσβαλντ.

Οι «Βρικόλακες» της Οδού Κεφαλληνίας, τινάζοντας τη σκόνη παλαιικών εκδοχών, παρουσιάστηκαν κρυστάλλινοι και διαυγείς, ως προς τη δομή και την εκτέλεσή τους.