«Η τέχνη του θεάτρου δεν είναι ούτε η ερμηνεία των ηθοποιών, ούτε το έργο, ούτε η σκηνοθεσία, ούτε ο χορός, αλλά διαμορφώνεται από τα στοιχεία που συνθέτουν τα παραπάνω: από την κίνηση, που είναι η ψυχή της ερμηνείας, από τις λέξεις που είναι το σώμα του έργου, από τις γραμμές και τα χρώματα που είναι η ίδια η ύπαρξη του σκηνικού, από το ρυθμό που είναι η ουσία του χορού». Edward Gordon Craig

Η «Μήδεια» του Ευριπίδη είναι ένα δραματικό κείμενο, περίπου δυόμιση χιλιάδων χρόνων (431 π. Χ.), που παρουσιάζει ενδιαφέρον για την ψυχαναλυτική, κοινωνιολογική, θρησκειολογική, φιλολογική οπτική και μπορεί να προσαρμοστεί σε διαφορετικά καλλιτεχνικά ιδανικά. Πρόκειται για ένα έργο ανοιχτό σε ερωτήματα, προβληματισμούς,αναζητήσεις, ποικίλες ερμηνείες, ακόμα και εκ διαμέτρου αντίθετες, ανάλογα με κάθε εποχή, κάθε τόπο, κάθε καλλιτέχνη. Η σκηνική παρουσίαση μίας αρχαίας τραγωδίας δεν χρειάζεται εντυπωσιασμούς και θεαματικότητα, παρά μόνο σεβασμό και γνώση.

Από την Ερριέττα Μπελέκου
Photo: Ερριέττα Μπελέκου

Σκηνοθετική προσέγγιση

Με όπλα του τα παραπάνω έστησε ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος τη φετινή του «Μήδεια». Ο ίδιος συνδιαλέγεται για για δεύτερη φορά με το έργο, 12 χρόνια μετά το ανέβασμά του από το “Αμφι-Θέατρο”, με τη Λήδα Τασοπούλου στον ομώνυμο ρόλο. Στη νέα σκηνοθετική του προσέγγιση περιλαμβάνει αποκλειστικά άνδρες ηθοποιούς που φορούν μάσκες, όπως και στην αρχαιότητα. Ο σκηνοθέτης αναφέρει στο πρόγραμμα της παράστασης ότι: «οι ανδρικές φωνές των ερμηνευτών σε συνδυασμό με τη χρήση μάσκας προσδίδουν μία αξεπέραστη ιδιαιτερότητα». Οι υποκριτές απεκδύονται στους ρόλους τους τα στοιχεία κάποιου συγκεκριμένου φύλου, αποδίδοντας το απόλυτο άφυλο. Λειτουργούν ως σύμβολα που απομακρύνουν τον θεατή από την συναισθηματική ταύτιση και δημιουργούν μία απόσταση από τα δρώμενα επί σκηνής, αναδεικνύοντας την βαθιά φιλοσοφική και πολιτική διάσταση του κειμένου. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι, σχεδόν τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που η «Μήδεια»του σκηνοθέτη Γιούκιο Νιναγκάουα, είχε καθηλώσει τους 14.000 θεατές του Ηρωδείου, με ανδρική διανομή και τον εξαιρετικό Μικιτζίρο Χίρα στο ρόλο της Μήδειας (Θίασος Τόχο 1983 Λυκαβηττό- 1984 δύο παραστάσεις στο Ηρώδειο).

Ο θεατής με την είσοδό του στον ανοιχτό θεατρικό χώρο αντικρίζει το λιτό και συμβολικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα που αξιοποιείται πλήρως από τους ερμηνευτές. Ο σκηνικός χώρος αποτελείται από δύο γκρι πλατύσκαλα, πάνω τους δύο καθίσματα απ’ το ίδιο υλικό και ένας επικλινής διάφανος κύβος με διπλή λειτουργία- ως βασιλικός οίκος με αποτυπωμένη μία ασπρόμαυρη παιδική φιγούρα ανάμεσα σε ανθρώπινα μέλη και ως άρμα διαφυγής της Μήδειας-. Ο δυναμικός φωτισμός (Λευτέρης Παυλόπουλος), με εναλλαγές ψυχρών και θερμών χρωμάτων, λειτουργεί ως δραματικός παράγοντας καθρεφτίζοντας τις δραματικές συγκρούσεις. Θαυμάσια η ηχητική κάλυψη με μαγνητοφωνημένα παιδικά γέλια και ουρλιαχτά που ηχούν μεγεθυμένα και ενισχύουν τις ψυχικές εντάσεις. Οι υποβλητικές θεατρικές ενδυμασίες του Γιάννη Μετζίκωφ, σχεδιασμένες με γούστο και καλαισθησία, ζωντανεύουν την ατμόσφαιρα. Ο ενδυματολόγος επηρεάστηκε από το γιαπωνέζικο θέατρο, ειδικά στην κατασκευή των κουστουμιών του Χορού. Η διδασκαλία του κειμένου στηρίχτηκε στην έγκυρη μετάφραση του Κ. Χ. Μυρή που αναδεικνύει τον τραγικό λόγο.

Η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου υποκρουστική στο μεγαλύτερο μέρος, γεμάτη λυρισμό στα χορικά, παρενέβαινε σε καίριες στιγμές της δράσης. Μου άφησε την αίσθηση πως λειτούργησε κάπως αυτόνομα, «επικά» και πως δεν ταίριαζε απόλυτα με την σκηνοθετική σύλληψη.

Ερμηνείες

Ο Γιώργος Κιμούλης, ερμηνευτικά πολυδιάστατος, ενδύθηκε με τον πορφυρό του χιτώνα -σύμβολο αίματος, πάθους, εκδίκησης- μία άφυλη Μήδεια, ένα γήινο πλάσμα που υποκινείται από την οργή της και την αρχέγονη επιθυμία για εκδίκηση. Ερμήνευσε έναν από τους δυναμικότερους χαρακτήρες του αρχαίου δράματος των αντιθέσεων: ζωή-θάνατος, έρωτας- μίσος, δύναμη- αδυναμία, μητρική αγάπη- παιδοκτονία. Η Μήδεια προσωποποιεί το πάθος της ανθρώπινης ύπαρξης πέρα από τα όρια της λογικής. Ο ηθοποιός ενσάρκωσε ένα ά- λογο ον που εκδικείται με «έλλογο» σχεδιασμό, χρησιμοποιώντας αριστοτεχνικά το μαχαίρι-σύμβολο ως προέκταση των χεριών του. Εξαιρετικός στη σκηνή του δισταγμού, πριν από το αποτρόπαιο φονικό των δύο παιδιών, την ώρα που μπήγει το μαχαίρι στο πάτωμα. Μία μελετημένη ερμηνεία διαφαίνεται από τη στάση του σώματος, το λόγο, την ένταση, την σχέση με τους άλλους ηθοποιούς και τον χώρο. Η συνοδευτική γραμμή του λόγου του, η μιμική, υπογραμμίζει και συμπληρώνει τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του χαρακτήρα που υποδύεται.

Για τον τρόπο που προσέγγισε το ρόλο ο ίδιος αναφέρει: «Αυτό που χρειάζεται ο ηθοποιός να πλησιάσει είναι ένα περίεργο παιχνίδι με τη δική του σκιά, με την προσωπική του σκιά. Κάθε άνδρας κουβαλά την anima και κάθε γυναίκα τον animus. Η σκιά που υπάρχει στον καθένα μας… Αυτό το παιχνίδι να μειώσεις μια αρσενική ατμόσφαιρα, την οποία πολλές φορές αναγκαζόμαστε να επιδεικνύουμε στ ζωή, αλλά την ίδια στιγμή να επιτρέψεις και μια θηλυκή ατμόσφαιρα, δεν είναι εύκολη ισορροπία.»

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, στο ρόλο του Ιάσωνα, διαγράφει με ακρίβεια και συνέπεια την εξελικτική πορεία του ήρωα. Με αξιόλογες στιγμές- προς το τέλος κυρίως-ερμηνεύει τον ορθολογιστή, διπλωμάτη, συμφεροντολόγο, που στο τέλος μένει αδύναμος να σπαράζει το χαμό των παιδιών του.

Ανάλογων δραματικών αποχρώσεων ήταν οι ερμηνείες του υπόλοιπου ανδρικού θιάσου. Ο Μάνος Βακούσης απέδωσε τα λόγια της Τροφού με σωστή άρθρωση, έντονη εκφραστικότητα στα μάτια και αργούς σχηματοποιημένους βηματισμούς, διατηρώντας στα λόγια του ένα χρώμα μελαγχολίας. Ο Τάσος Νούσιας στιβαρός και επιβλητικός στο ρόλο του Κρέοντα, με κάποιες υπερβολές στην εκφορά του λόγου. Ξεχώρισαν για την υποκριτική τους δεινότητα, τα φωνητικά και εκφραστικά τους προσόντα ο Νικόλας Παπαγιάννης (Αγγελιαφόρος), ο Νίκος Αναστασόπουλος (Παιδαγωγός) και ο Δημήτρης Παπανικολάου (Αιγέας).

Οι διαφορετικές φωνές των ηθοποιών του Χορού δημιούργησαν έναν ηχοχρωματικό πλούτο και η μουσική διδασκαλία τους από τον Γιάννη Αναστασόπουλο αποτελεί βασικό παράγοντα για την επιτυχία της παράστασης. Τους δίδαξε τον τονισμό και των χρωματισμό των φράσεων και το νόημα φτάνει καθαρό στον θεατή. Δίνεται μεγαλύτερη σημασία στην εκφορά του λόγου για την απόδοση των νοημάτων, σε συνδυασμό με τις σημειολογικά ενδιαφέρουσες ενδυματολογικές επιλογές (μαύροι χιτώνες και από μέσα κίτρινα φορέματα, μάσκες με μαλλιά βοστρυχωμένα και πλεγμένα σε μακριές κοτσίδες, μωβ κορδέλες ). Τα μέλη του Χορού κινήθηκαν με ρυθμό, θεατρικούς σχηματισμούς και σκηνικές εντάσεις. Την αρμονία της παράστασης διαταράσσουν μόνο οι ηθοποιοί που αποσύρονται για να αναλάβουν άλλους ρόλους, σύμφωνα με τις σκηνοθετικές εντολές. Η εκφραστική δύναμη του δράματος τονίζεται τη στιγμή που αφαιρούν τις μάσκες και τους χιτώνες τους. Ένας εκ των Κορυφαίων μένει με τα θεατρικά του ενδύματα, κρατάει ένα κουπί (αντικείμενο που υπάρχει στον σκηνικό διάκοσμο πριν αρχίσει η παράσταση) και κωπηλατεί νοερά πάνω στη σκηνή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κουπί λειτουργεί ως τόπος επικοινωνίας ανάμεσα στο πραγματικό και στο ουτοπικό, στο χθες και στο σήμερα.

Τα παιδιά δεν εμφανίζονται επί σκηνής αλλά ακούγονται ηχογραφημένα τα γέλια και οι κραυγές τους, και υποδηλώνονται από τον χειρονονομιακό κώδικα του Γιώργου Κιμούλη. Ο σκηνοθέτης, άλλωστε,σημειώνει πως «στηρίζεται “μορφολογικά” σε κάποιες αρχές των παραστάσεων της αρχαιότητας».

Εν τέλει

Η «κλασικής ανάγνωσης» σκηνοθεσία του κ. Ευαγγελάτου παρέμεινε πιστή στο κείμενο και απέφυγε πρωτοτυπίες και παρακινδυνευμένες προτάσεις. Το μεγάλο προτέρημα ήταν η συνεργασία λόγου και σκηνικής ερμηνείας, που διατήρησε ζωντανή τη σχέση θεατή, ηθοποιού και κειμένου. Στο τέλος της παράστασης ακούστηκε η σωστά επιτονισμένη φωνή του σκηνοθέτη: «Το προσδοκώμενο δεν έχει ακόμα τελεστεί. Το απροσδόκητο έχει γίνει» (από το Εξόδιο Ασμα). Είχε κάτι, όχι απαραίτητα νέο, αλλά ουσιαστικό να πει…

* Στα θετικά της παράστασης εγγράφεται το καλαίσθητο πρόγραμμα που επιμελήθηκε ο θεατρολόγος Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, στα ελληνικά και στα αγγλικά, που περιλαμβάνει μελέτες και άρθρα για τον συγγραφέα και το έργο, ελληνική παραστασιογραφία, πλούσιο φωτογραφικό υλικό και βιογραφικά των συντελεστών. Στις σελίδες κυριαρχεί εικαστικά το μαχαίρι ως σημαινόμενο, όπως και στην παράσταση.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

«Μήδεια» του Ευριπίδη
Μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης
Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Σπύρος Ευαγγελάτος
Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας
Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Μουσική διδασκαλία: Γιάννης Αναστασόπουλος
Φωτισμοί: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστιάννα Μαντζουράνη
Βοηθοί ενδυματολόγου: Μαρία Κουρέτση, Μαριζέλα Σκαλτσα
Βοηθός φωτιστή: Σοφία Αλεξιάδου

Διανομή: Γιώργος Κιμούλης, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Τάσος Νούσιας, Μάνος Βακούσης, Νικόλας Παπαγιάννης, Δημήτρης Παπανικολάου, Νίκος Αναστασόπουλος και οι: Τάσος Αλατζάς, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Χάρης Γρηγορόπουλος, Δημήτρης Καραβιώτης, Σταύρος Καραγιάννης, Δημήτρης Καραμπέτσης, Δημήτρης Μόσχος, Δημήτρης Μυλωνάς, Δημήτρης Παπανικολάου, Παντελής Φλατσούσης, Γεράσιμος Σκαφίδας.