Η New Star παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 11 Αυγούστου 2016, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, την avant-garde ταινία “THE MAN WHO LIES” του ALAIN ROBBE-GRILLET, σεναριογράφου του αριστουργηματικού “ΠΕΡΥΣΙ ΣΤΟ ΜΑΡΙΕΝΜΠΑΝΤ”. Με την εκπληκτική ερμηνεία του Jean-Louis Trintignan.

Ένας ψεύτης που γνωρίζει την αλήθεια και προσπαθεί να την κρύψει με κάθε τρόπο.

Μια αινιγματική κι ελκυστική ιστορία που ανυψώνει τη σεξουαλική απελευθέρωση.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Ένας  άνθρωπος με κουστούμι έρχεται από το δάσος στην πόλη και διηγείται στους ανθρώπους που συναντάει την ιστορία του. Κάθε φορά η ιστορία του ηχεί διαφορετικά, ενώ οι πρωταγωνιστές της ιστορίας του με την κάθε επανάληψή της αλλάζουν συμπεριφορά και χαρακτήρα. Θα φανταζόταν κανείς, με μία επιφανειακή ματιά, ότι πρόκειται απλά για έναν ψεύτη. Ωστόσο αυτή η ερμηνεία είναι ελλιπής και φυσικά δεν περικλείει όλα αυτά, που θέλει να πει ο σκηνοθέτης. Πρωταγωνιστής της ιστορίας του μυστηριώδους άνδρα είναι ο Ζαν, ένας τοπικός ήρωας, αντάρτης της Αντίστασης, που τιμάται πολύ από τους κατοίκους της πόλης. Ο άνδρας με το κουστούμι, που αυτοαποκαλείται Μπορίς, ή «Ουκρανός», ή και Ζαν, καταλήγει στο κάστρο όπου ζει η οικογένεια του πραγματικού Ζαν, περιπλανάται στους διαδρόμους του κάστρου και συνομιλεί με τους παράξενους κατοίκους του…

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλέν Ρομπ  – Γκριγιέ

ΣΕΝΑΡΙΟ: Αλέν Ρομπ  – Γκριγιέ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: Σάμι Χαλφόν, Γιαν Τομασκοβιτς

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ: Ζαν Λουί Τρεντινιάν

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΗΣΗ: Ιγκόρ Λούθερ

ΓΑΛΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΛΟΒΑΚΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΑΙΝΙΑΣ

Το “THE MAN WHO LIES” είναι η τρίτη και τελευταία ασπρόμαυρη ταινία του Αλέν Ρομπ  – Γκριγιέ. Το σενάριο γράφτηκε για να αναδείξει τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν που είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη από την ταινία τους “Trans Europe Express”.

Όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης στις συνεντεύξεις του, τον ενδιαφέρουν οι αφηγηματικές δομές στις οποίες τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον παίζουν τα «κενά». Έτσι και η ιστορία του ανθρώπου από το δάσος εκπλήσσει κυρίως με την ασυνέπειά της, την έλλειψη συνοχής της. Το νόημα μονίμως ξεγλιστράει μέσα από τα κενά των αναμνήσεων, σαν νερό από τρύπιο κουβά. Ακόμα κι όταν ο θεατής έχει την εντύπωση, ότι το τα γεγονότα αρχίζουν να συνθέτουν κάποιο πάζλ, προκύπτουν καινούριες αντιθέσεις, που αναιρούν  τα πάντα. Ο Jean-Louis Trintignant είναι εκπληκτικός στην ερμηνεία του. Μιλάει λίγο, αλλά η κάθε κίνησή του, ο κάθε μορφασμός του κρύβει μια ολόκληρη ιστορία με δικό της παρελθόν, παρόν και μέλλον. Εξίσου ισχυρή εντύπωση προκαλούν τα τοπία και τα πλάνα των κτιρίων, σαν να πρωταγωνιστούν κι αυτά στο δημιούργημα του μεγάλου σκηνοθέτη. Ποιός είναι, λοιπόν, ο παράξενος ήρωας του Trintignant, ο οποίος διεξάγει μια δική του, ακατανόητη για τον υπόλοιπο κόσμο, έρευνα; Το μόνο, που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, είναι ότι πρόκειται για έναν απογοητευμένο άνθρωπο, του οποίου η ψυχή φέρει τα τραύματα του πολέμου. Μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα, έχει φορέσει τόσες μάσκες, που χάθηκε για πάντα πίσω από αυτές.

Έντονα κοντράστ και εικόνα ασπρόμαυρη, δημιουργούν ένα αισθητικά προσεγμένο αποτέλεσμα για σινεφίλ. Με στοιχεία που παραπέμπουν στον σοβιετικό κινηματογράφο, με τα απίθανα κοντινά πλάνα για τα οποία άλλωστε φημίζεται ο Αλέν Ρομπ  – Γκριγιέ έχουμε μια έξοχη κινηματογράφηση. Ακολουθούμε έναν οπτικό λαβύρινθο όπου οι κινήσεις των ηθοποιών μοιάζουν τελετουργικές.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΛΗΞΕ;

Η ταινία κυκλοφόρησε 23 χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο πόλεμος έληξε. Οι νικητές παρασημοφορήθηκαν, οι ηττημένοι τιμωρήθηκαν. Τί γίνεται όμως με εκείνους, που δεν διακρίθηκαν στο πεδίο της μάχης, που έμειναν αμέτοχοι, ενώ τα αδέρφια τους  έχυναν το αίμα τους για την απελευθέρωση της εκάστοτε πατρίδας απ’ τον εχθρό; Τί γίνεται με το σύμπλεγμα κατωτερότητας και το αίσθημα ενοχής αυτών των ανθρώπων; Για πολλούς Γάλλους, Ιταλούς, και άλλους λαούς της Ευρώπης, το ζήτημα της συνεργασίας και της συνεργίας με τους Ναζί ήταν πολύ επώδυνο. Δεν είχαν όλοι ενεργήσει στα πλαίσια του ιδεώδους του Βερκόρ («Η Σιωπή της Θάλασσας»). Ο Alain Robbe-Grillet έρχεται όχι για να καυτηριάσει  με γεγονότα και δριμύτατα «κατηγορώ»  τους κομφορμιστές του πολέμου. Καταφεύγει στον σουρεαλιστικό κινηματογράφο, για να ξεσκεπάσει την τραγωδία και το αδιέξοδο αυτών των ανθρώπων. Ο καταδιωκόμενος στα δάση και περιπλανώμενος άσκοπα στην πόλη Μπορίς ή Ζαν ή Ουκρανός, που προσπαθεί μονίμως να δικαιολογήσει  τον εαυτό του και να αθωωθεί στα μάτια της κοινωνίας (ή μήπως στα δικά του;) θυμίζει ήρωα του Κάφκα, όντας ο Ιωσήφ Κ. και ο Σάμσα ταυτόχρονα. Το “The Man, Who Lies” έχει τόση οπτική ομοιότητα με τον «Κομφορμίστα» του Μπερτολούτσι, που κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η συνέχειά του. Άλλωστε, τα αχνά και αόριστα σύνορα, με τα οποία ο σπουδαίος Γάλλος σκηνοθέτης οριοθετεί το έργο του, μας αφήνουν τεράστιο πεδίο για ερμηνεία κι εξερεύνηση.

Ο ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ALAIN ROBBE-GRILLET

Ο τόπος και ο χρόνος των γεγονότων μας είναι άγνωστος. Όλα συμβαίνουν εδώ και τώρα, στα χρονικά πλαίσια της ταινίας. Και το γεγονός, ότι οι ήρωες μιλάνε στα γαλλικά, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η ταινία αρχίζει με την καταδίωξη του Ζαν από τους Γερμανούς με ναζιστικές στολές σε κάποιο δάσος, ενώ ο ίδιος ο πρωταγωνιστής φοράει κουστούμι από μπουτίκ της δεκαετίας του ’60. Ο σκηνοθέτης αφήνει τον θεατή με μόνη την εικόνα, στερώντας του οποιοδήποτε έρεισμα και παρακινώντας τον να σκεφτεί. Μιλάμε για τον απόλυτο σουρεαλισμό, όπου σκέψεις, αναμνήσεις, όνειρα και εφιάλτες συμπλέκονται με την πραγματικότητα. Ο πρωταγωνιστής, σαν σε επίμονο όνειρο, επιστρέφει ξανά και ξανά στο ίδιο μέρος, στους ίδιους ανθρώπους, στην ίδια ιστορία. Όταν πυροβολεί, το όπλο του δεν βγάζει σφαίρες. Υποκρίνεται δραματικά τον θάνατό του, ξανά και ξανά, απλά και μόνο για να ξανασηκωθεί. Ο εφήμερος ψυχισμός του δράματος διέπεται από ειρωνικό ερωτισμό, φροϋδισμό και σαδομαζοχισμό, αν και σε λιγότερο βαθμό από τις επόμενες ταινίες του Robbe-Grillet. Όταν ο ήρωας περιπλανιέται στους διαδρόμους του παλιού κάστρου, ανοίγει μια πόρτα, και βλέπει τρεις θεσπέσιες παρουσίες  να παίζουν τυφλόμυγα. Εδώ μπαίνει κανείς στον πειρασμό να εντοπίσει σύμβολα στην ταινία του Robbe-Grillet, ταυτίζοντας τη γυναίκα με τα μαύρα με τις σκοτεινές αναμνήσεις, τη γυναίκα με τα λευκά – με τις φωτεινές, και αυτήν με το γκρίζο φόρεμα – με την γκρίζα καθημερινότητα. Ωστόσο ο ίδιος ο σκηνοθέτης αρνιόταν κατηγορηματικά οποιαδήποτε νύξη συμβολισμού στα έργα του, όπως και κάθε άλλο τέχνασμα του συμβατικού κινηματογράφου. Σε αυτήν την ιστορία δεν υπάρχει ούτε πλοκή, ούτε κορύφωση, ούτε κάθαρση. Αλλά και η ίδια η ιστορία δεν υπάρχει, εδώ που τα λέμε. Υπάρχουν μονάχα η ίντριγκα, τα γεγονότα και η ερμηνεία τους στην συνείδηση του κάθε ανθρώπου. Ο δημιουργός προσφέρει στον σκεπτόμενο θεατή διάσπαρτο υλικό, ένα αισθητικό παιχνίδι λογικής και φαντασίας, τη δυνατότητα να γεννήσει τα δικά του συναισθήματα  και μια πρόσκληση για αναδημιουργία. Ο Alain Robbe-Grillet δεν έχει καμιά πρόθεση να διασκεδάσει (από το αρχ. ελληνικό “διασκεδάννυμι”, διασκορπίζομαι, σκορπώ τον εαυτό μου) τον θεατή, αλλά να θέσει ενώπιων του σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα. Το τέλος της ταινίας δεν δίνει καμιά απάντηση και δεν λύνει καμιά απορία, ανοίγοντας αχανείς ορίζοντες στην διάνοια, η οποία θα περιοριστεί μονάχα από τα σύνορα της προσωπικής φαντασίας του καθενός.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Διεθνές Φεστιβάλ Βερολίνου 1968

IWG Golden Plaque στον  Αλέν Ρομπ Γκριγιέ

Silver Berlin Bear στον Jean-Louis Trintignan

ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΕΧΕΙ ΠΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ…

 

“Πρόκειται για κάτι πολύ πιο σημαντικό από το να περιγράψουμε τη συνείδησή μας χρησιμοποιώντας τα πράγματα σαν υλικό, όπως κατασκευάζουμε μια καλύβα από κορμούς δέντρων. Όταν συγχέω τη θλίψη μου με κείνη που αποδίδω στο τοπίο, είναι σαν να δέχομαι αυτόν το δεσμό ως κάτι που δεν είναι επιφανειακό – είναι σαν να αναγνωρίζω ταυτόχρονα ότι η ζωή μου διέπεται από έναν προκαθορισμό – αυτό το τοπίο υπήρχε πριν από μένα – όντως είναι θλιμμένο πριν από μένα, οπότε η συμφωνία που αισθάνομαι σήμερα ανάμεσα στην μορφή του και στην ψυχική μου διάθεση με ανέμενε πολύ πριν από τη γέννησή μου – αυτή η θλίψη προοριζόταν για μένα ανέκαθεν… Βλέπουμε λοιπόν, μέχρι ποίου σημείου η ιδέα μιας ανθρώπινης φύσης μπορεί να συνδέεται με το αναλογικό λεξιλόγιο. Αυτή η φύση, κοινή σε όλους τους ανθρώπους, αιώνια κι αναπαλλοτρίωτη, δεν έχει πια ανάγκη έναν θεό για να τη θεμελιώσει. Αρκεί να γνωρίζω ότι το Λευκό Όρος με ανέμενε στην καρδιά των Άλπεων από καταβολής κόσμου, και μαζί με αυτό όλες μου οι ιδέες για το μεγαλείο και την καθαρότητα! Επιπλέον, αυτή η φύση δεν ανήκει μόνο στον άνθρωπο, επειδή συνιστά τον δεσμό ανάμεσα στο πνεύμα του και στα πράγματα` καλούμεθα μάλλον να πιστέψουμε σε μια ουσία κοινή σε όλα τα δημιουργήματα. Το σύμπαν κι εγώ έχουμε πλέον μια και την αυτή ψυχή, ένα μυστικό».

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

ALAIN ROBBE-GRILLET

Γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου 1922, στη Βρέστη της Γαλλίας, και σπούδασε αρχικά μαθηματικά και βιολογία. Αποφοίτησε από το Εθνικό Αγρονομικό Ινστιτούτο Παρισίου, και από το 1945 εργάστηκε ως επιστημονικός ερευνητής στη Γαλλία και στους Τροπικούς. Στην ηλικία των 27 αποφάσισε να αλλάξει σταδιοδρομία και να δοκιμάσει τον εαυτό του στο λογοτεχνικό πεδίο. Το πρώτο του μυθιστόρημα, που τον έκανε ευρέως γνωστό, ήταν το “Les Gommes” (1953). H πραγματική επιτυχία όμως τον βρήκε με το μυθιστόρημά του, “Le Voyuer”, που κέρδισε το Βραβείο των Κριτικών το 1955 και προκάλεσε αληθινό σκάνδαλο, καθώς πολλοί τον κατηγόρησαν για προσβολή της δημοσίας αιδούς και διάβρωση των ηθών, μερικοί δε τον συμβούλευαν να απευθυνθεί σε ψυχίατρο. Ωστόσο ο Robbe-Grillet βρήκε ισχυρή υποστήριξη από κριτικούς και λογοτέχνες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Ρολάν Μπαρ, ο Μωρίς Μπλανσώ, ο Αλμπέρ Καμύ και ο Αντρέ Μπρετόν. Με τη στήριξη των φίλων του, γίνεται μέλος της εκδοτικής επιτροπής των εκδόσεων “Minuit”. Μαζί με τη Nathalia Sarrautte θεωρείται θεμελιωτής του νέου λογοτεχνικού κινήματος στη Γαλλία, του λεγόμενου «Νέου Μυθιστορήματος», κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η άρνηση της συμβατικής λογοτεχνίας, του συμβολισμού και του ανθρωπομορφισμού. Μαζί με άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Claude Simon, o Samuel Beckett, η Nathalie Sarruatte, η Marguerite Duras κ.α., διακήρυξε την πτώχευση της στρατευμένης λογοτεχνίας και τάχθηκε υπέρ της ελευθερίας του καλλιτέχνη. Από τους πρώτους, που υπέγραψαν το «Μανιφέστο των 121 για το δικαίωμα ανυπακοής» κατά του πολέμου στην Αλγερία, ο Robbe-Grillet έδειξε ότι μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα ανεξάρτητος ως συγγραφέας και στρατευμένος ως πολίτης, που δεν μένει αδιάφορος απέναντι στα προβλήματα της εποχής του.Ο κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορη μια έντονη και πολύπλοκη προσωπικότητα σαν αυτή του Alain Robbe-Grillet. Έτσι, το 1961 γράφει το σενάριο για την ταινία του Alain Resnais, «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ», που απόσπασε το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1961. Ο ίδιος ο Robbe-Grillet παραπονιόταν στη συνέχεια, ότι η συμβολή του στην επιτυχία της ταινίας δεν εκτιμήθηκε επαρκώς, αφού το σενάριο ήταν γραμμένο τόσο λεπτομερώς, που το μόνο που είχε να κάνει ο σκηνοθέτης ήταν να κατευθύνει την κάμερα.

Σκηνοθετεί λοιπόν ο ίδιος τις ταινίες “The man, who lies”, “L’Eden et après”, “La Bell Captive” κ.α., γράφοντας ταυτόχρονα και το σενάριο. Μεταξύ 1971-1995 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης, ενώ το 2004 γίνεται δεκτός στη Γαλλική Ακαδημία. Μετά το 1995 ζούσε στη Νορμανδία, στο εξοχικό του, όπου αφιερώθηκε στην συλλογή και καλλιέργεια κάκτων, ενώ παράλληλα συνέχιζε να ταξιδεύει και να διδάσκει μοντέρνα λογοτεχνία και σκηνοθεσία στους φοιτητές διαφόρων χωρών. Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου2008 στην Καέν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Το σπίτι των ραντεβού

Η επανάληψη

Η ζήλεια

Ένα αισθηματικό μυθιστόρημα

JEAN-LOUIS TRINTIGNANT

Γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1930 στη Piolenc της Γαλλίας. Γόνος πλούσιου επιχειρηματία, σπούδασε Νομική στο Aix-en-Provence. Ντροπαλός από τη φύση του, ήθελε να γίνει ραλίστας όπως ο θείος του, ο διάσημος την δεκαετία του ’50 ραλίστας Maurice Trintignant. Στην ηλικία των 19 παρακολουθεί τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία του Charles Dullen, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του. Εγκαταλείπει τη Νομική και σπουδάζει υποκριτική στο πλευρό του Dullen και της Τania Balashova. Το 1956 κάνει το πρώτο του ντεμπούτο στην ταινία «Στις 8 το πρωί». Το ίδιο έτος συμπρωταγωνιστεί με την Brigitte Bardot στην θρυλική ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα». Το ειδύλλιό του με τη διάσημη ηθοποιό στάθηκε αφορμή να διαλυθεί ο γάμος της με τον Roger Vadim, ο οποίος ήταν και ο σκηνοθέτης της ταινίας. Δεν κράτησε όμως για πολύ, καθώς ο Robbe-Grillet έπρεπε να φύγει στη Γερμανία για να υπηρετήσει στον στρατό. Μετά το πέρας της θητείας, επιστρέφει στη Γαλλία και ξαναγίνεται δημοφιλής, παίζοντας τον Άμλετ στο θέατρο. Το 1959 επιστρέφει στον κινηματογράφο, παίζοντας τον ρόλο του Ντανσανύ στην ταινία του Roger Vadim, «Επικίνδυνες Σχέσεις». Το 1967 παίζει στην πολυβραβευμένη ταινία «Ένας Άνδρας και Μια Γυναίκα», ενώ την ίδια δεκαετία παίζει σε πολιτικά προσανατολισμένες ταινίες (“Le Combat dans l’Isle”, “Z” του Κώστα Γαβρά). Το 1968  τον ανακαλύπτει ο μαιτρ του σουρεαλιστικού κινηματογράφου, Alain Robbe-Grillet. Παίζει σε ταινίες του, όπως “The Man, Who Lies”, “Trans-Europ Express”, “Le Jeu Avec Le Feu”. Παντρεύτηκε τη Ναντίν Μαρκάν, επίσης ηθοποιό, κι απόκτησε μαζί της δυο παιδιά, τον Βενσάν και τη Μαρί, η οποία ακολούθησε τα χνάρια των γονιών της κι έγινε από τις αγαπημένες συμπρωταγωνίστριές του. Το ίδιο διάστημα ασχολείται με αγώνες αυτοκινήτων και παίρνει μέρος σε πολλά ράλι. Τη δεκαετία του ’80 αποσύρεται στο εξοχικό του, δηλώνοντας κουρασμένος από τον κινηματογράφο. Την δεκαετία του ’90 παίζει κυρίως κυνικούς και μισάνθρωπους. Το 2003 μαζί με την κόρη του απαγγέλλει ποιήματα του Γκιγιώμ Απολιναίρ, τον οποίον λάτρευε από την ηλικία των 12, σε διάφορα θέατρα. Το ίδιο έτος η Μαρί δολοφονείται βάναυσα από τον ζηλόφθονο φίλο της. Η καταδίκη του δολοφόνου της πολυαγαπημένης του κόρης σε μόλις 10 χρόνια φυλάκιση ήταν σκληρό χτύπημα για τον Trintignant. Το 2005  παρουσιάζει την αφιερωμένη στη μνήμη της κόρης του παράσταση, “Ο Jean-Luis Trintignant διαβάζει Απολιναίρ”, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. Το νέο κύμα διασημότητας επισκέφτηκε τον Trintignant το 2012, μετά την εκπληκτική ερμηνεία του στην ταινία “Αγάπη”, που έλαβε το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας το ίδιο έτος.  

CATHERINE ROBBE-GRILLET

Γεννήθηκε το 1930 στο Παρίσι, και το πατρικό της όνομα ήταν Ραστακιάν. Ήταν ηθοποιός και συγγραφέας. Το συγγραφικό της ντεμπούτο πραγματοποιήθηκε το 1956 με το μυθιστόρημα “L’Image”, τον πρόλογο του οποίου έγραψε ο σύζυγός της, με το ψευδώνυμο R.G. Η ίδια χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ζαν ντε Μπεργκ. Η εκθείαση του σαδομαζοχισμού στο βιβλίο προκάλεσε σκάνδαλο, ωστόσο το μυθιστόρημα έτυχε υψηλής εκτίμησης των Βλαντίμιρ Νάμποκοβ, Χένρυ Μίλλερ και Πωλίν Ρεάζ. Το bestseller μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, και μεταφέρθηκε λαμπρά στην οθόνη από τον αμερικανό σκηνοθέτη Radley Metzger. Στο βιβλίο της, «Γυναικείες Ιεροτελεστίες» (1985), η συγγραφέας μιλάει για τα sex clubs της Νέας Υόρκης και του Παρισίου. Στο δοκίμιό της, «Συνέντευξη με τον  Ζαν ντε Μπεργκ», η Catherine πετάει τη μάσκα και περιγράφει το σπιτικό της σαδομαζοχιστικό θέατρο, που επισκέπτονταν όλοι οι ηδονιστές του Παρισιού, για να πραγματοποιήσουν τις πιο κρυφές κι αρρωστημένες φαντασιώσεις τους. Ως ηθοποιός, έχει διακριθεί για τις ερμηνείες της στις ταινίες “Love-making: Hot style”, “The Man, Who Lies”, “Eden and After”, “Libertes Sexuelles”, “Trans-Europe Express”.

SILVIE BREAL

Γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1945. Είχε παίξει σε πολλές γαλλικές ταινίες, δραματικές και κωμικές. Ξεκίνησε, παίζοντας μικρούς ρόλους, ώσπου το 1964 είχε την τύχη να παίξει στην ταινία “Le Gendarme de Saint-Tropez”, στο πλευρό του αλησμόνητου Louis de Funes. Στη συνέχεια ακολουθούν οι ταινίες “The Man Who Lies”, «Σόλο, ο μεγάλος εκδικητής» κ.α.

ZUZANA KOCURIKOVA

Γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1948, στην Μπρατισλάβα της τότε Τσεχοσλοβακίας. Έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο με την ταινία “The Man, Who Lies”, κι έκτοτε έχει παίξει σε πάνω από 30 ταινίες, όπως “The Pact With the Devil”, “A Star Is Falling Upwards”, “Beauty and the Beast”, “The Bride With the Most Beautiful  Eyes”.

JOZEF KRONER

Γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1924, στο χωριό Στάσκοβ της τότε Τσεχοσλοβακίας. Δεν σπούδασε ποτέ υποκριτική, και ξεκίνησε να παίζει ερασιτεχνικά σε διάφορους θεατρικούς θιάσους. Χάρη στο αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, του πρότειναν θέση καθηγητή υποκριτικής στο Martin. Στην αρχή έπαιζε τυπικούς σλοβάκικους χαρακτήρες, όμως το ταλέντο του ξεδιπλώθηκε όταν άρχισε να παίζει σύνθετους, τραγικοκωμικούς χαρακτήρες. Η κωμωδία, άλλωστε ήταν πάντα το φόρτε του. Θεωρείται ανυπέρβλητος για τις μοναδικές εκφράσεις του, και για την χαρακτηριστική χροιά της φωνής του. Το πάθος του για τον κινηματογράφο δεν πέρασε με τα χρόνια. Έχει παίξει σε πάνω από 70 ταινίες, σπουδαιότερες εκ των οποίων υπήρξαν οι εξής: “The Wooden Village”, “Midnight Mass”, “The Shop on Main Street”, “The Man, Who Lies”, “Another Way”. Ένα άλλο μεγάλο του πάθος ήταν το ψάρεμα, αφού έγραψε και τρία βιβλία-οδηγούς ψαρέματος. Πέθανε στις 12 Μαρτίου 1998, στην Μπραντισλάβα.