Κάθε φορά που ένας δραματουργός προσανατολίζει τη γραφή του σε μια φόρμα ή στην υφολογία μιας σημαίνουσας περίπτωσης συγγραφέα, που ενδεχομένως θεωρείται και σκαπανέας μεγάλης σχολής, το πλέον εξοικειωμένο θεατρικό κοινό, καθώς και η κριτική, επιζητούν να εντοπίσουν όλες εκείνες τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν τα έργα του με τις αναφορές τους. Ωστόσο, η διαδικασία αξιοποίησης παραδεδεγμένων προτύπων αποδεικνύεται συχνά περίπλοκη, στο βαθμό που προϋποθέτει, εκ μέρους του δημιουργού, συνθετική επιδεξιότητα και τη δυνατότητα να μετουσιώνει τα καταγωγικά στοιχεία μιας σύλληψης σε προσωπικό στυλ, προσδίδοντάς τους ταυτόχρονα ένα διακριτό, όσο και ουσιαστικό, περιεχόμενο.

Σε περιπτώσεις, όμως, κατά τις οποίες οι συγγραφείς διατρανώνουν τις επιρροές τους ή επιτρέπουν σε μεγάλο βαθμό να διαφανούν, χωρίς προηγουμένως να τις έχουν κατανοήσει σε βάθος, να τις έχουν αξιολογήσει επαρκώς, και το κυριότερο, χωρίς να έχουν διαμορφώσει τις συντεταγμένες εκείνες με τις οποίες αυτές οι επιρροές θα συναντηθούν δυναμικά με την εποχή τους, οι δημιουργίες που προκύπτουν περιορίζονται μοιραία στο επίπεδο μιας οριζόντιας απομίμησης.

Το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Stephen Karam «The Humans», που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής συγκέντρωσης την Ημέρα των Ευχαριστιών, συστήνεται ως μια σκηνική «μετατροπία» επάνω στην τσεχωφική ατμόσφαιρα. Καθημερινοί διάλογοι, οικείοι τρόποι εκφοράς λόγου, έλλειψη επί μακρόν μιας τυπικής μορφής δράσης, φευγαλέοι υπαινιγμοί και ασθμαίνουσα κινητικότητα στη σκηνή δίνουν την εντύπωση μιας εικόνας που συντίθεται κλιμακωτά από αλλεπάλληλες ψηφίδες, ενώ, την ίδια στιγμή, παίρνει τη μορφή μιας βραδυφλεγούς συνθήκης, προορισμένης να εκραγεί. Και μαζί με όλα τα παραπάνω, ο συνολικός καμβάς οικοδομείται όχι από ηχηρές συγκρούσεις, αλλά γύρω από προσωπικά δράματα που σοβούν στο υπέδαφος μιας απατηλής ευωχίας.

Το ερώτημα, λοιπόν, που εύλογα πλανάται είναι: «τι περισσότερο χρειάζεται η συγγραφή ενός θεατρικού έργου για να καταστεί μια περίτεχνη αντανάκλαση της τσεχωφικής παράδοσης;». Η απάντηση στο ερώτημα θα μπορούσε να είναι ότι πρωτίστως απαιτείται μια βαθιά οντολογική θεώρηση του ανθρώπινου παράγοντα που δεν θα τον οριοθετεί απλώς στο πλαίσιο του χαρακτήρα ή της κατάστασης. Ίσως ακόμα απαιτείται και ένα είδος ποιητικότητας που θα εγκαθίσταται μέσα στην τραγικότητα των μικρών, απτών πραγμάτων της ζωής, ανάγκη -γιατί όχι;- επιτακτική και για το σημερινό κοινό.

Αναμφισβήτητα, αντίστοιχες λεπτές, αλλά τόσο κομβικής σημασίας, πτυχές απουσιάζουν από το έργο του Karam, γεγονός που θα καθιστούσε μάλλον παράτολμους τους οποιουσδήποτε συσχετισμούς με την πένα του Τσέχωφ. Άλλωστε, ο Αμερικανός συγγραφέας επιλέγει να διέλθει και από άλλες ατραπούς, επιστρατεύοντας και στοιχεία του Παραλόγου, όπως την επέλαση της «έξωθεν» απειλής που συναντούμε στον Pinter ή τον υπαρξιακό τρόμο όπως περιγράφεται από τον Albee, σε μια προσπάθεια να αποδώσει τους δαίμονες που κατατρύχουν τον μέσο Αμερικανό. Μαζί με όλα αυτά δεν λείπουν και συμβολιστικές αναλαμπές, με κυριότερη την παρουσία της ανοϊκής γιαγιάς, η οποία συμπυκνώνει επάνω της τη θολότητα των σχέσεων, αλλά, ακόμα, και τη λήθη ως προς τις αξίες που υποβόσκει στους κόλπους της πυρηνικής οικογένειας.

Είναι προφανές ότι ο Karam, όπως και πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς, επιλέγουν να μην περιχαρακώνονται στην αυταξία της θεατρικής γραφής, αλλά να προσδίδουν στο ύφος τους χαρακτηριστικά που απαντώνται στην τεχνική του κινηματογραφικού ή του τηλεοπτικού σεναρίου. Απόδειξη αυτού, το γεγονός ότι μετά τη σκηνική παρουσίαση του εν λόγω έργου ακολούθησε και μια κινηματογραφική μεταφορά του. Ωστόσο, το πρωτότυπο θεατρικό προμήνυε αυτή την εξέλιξη. Η μακροσκελής περιγραφικότητα και ο υπέρμετρα ρεαλιστικός κώδικας στη σύνθεση των διαλόγων μόνο στο τέλος δίνουν τη θέση τους σε μια κορύφωση, ως έσχατη απόπειρα ενδυνάμωσης της δραματικής έντασης. Και όταν επέρχεται ο κορεσμός από τους πλατειασμούς και τη γενική νευρικότητα δεν απομένει παρά η ανάγκη πρόκλησης μιας έκπληξης ή ενός εντυπωσιασμού, που όμως αποκρυσταλλώνονται ως αυτοσκοποί.

Σε κάθε περίπτωση, η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη λειτουργεί ως υπεραξία επάνω στο σώμα του ίδιου του έργου, ανοίγοντας θύλακες που επιτρέπουν στο κοινό μια περισσότερο ενδοσκοπική παρατήρηση των όσων συμβαίνουν επί σκηνής.  Οι ερμηνείες συντονίζονται στους ρυθμούς και στην παλέτα εκδηλώσεων της κλασικής μικροαστικής οικογένειας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με πρώτη εκείνη της Θέμιδας Μπαζάκα, στο ρόλο της μητέρας, ένα ακόμα δείγμα τού πόσο έχει εντρυφήσει η εξαιρετική ηθοποιός  στις νόρμες του αμερικάνικου θεάτρου. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, στο ρόλο του πατέρα, επιχειρεί να λειτουργήσει με «καθαρόαιμο» σκηνικό οίστρο μέσα σε μια ατμόσφαιρα που ενίοτε φαντάζει να έχει δραπετεύσει από την οθόνη. Εντούτοις, η υποκριτική του δεινότητα  δεν υποβοηθείται, καθώς ο συγγραφέας, αποσκοπώντας σε μια κριτική προς το πατριαρχικό μοντέλο, διαχειρίζεται τον χαρακτήρα με πλεονασμούς. Η Μαρία Πετεβή, στο ρόλο της μικρής κόρης που θέλγεται από τις σειρήνες της αστικής ζωής, ισορροπεί με ευελιξία επάνω στη λεπτή τραγικότητα μεταξύ της επιθυμίας για αυτοπραγμάτωση και της τραυματικής ματαίωσης. Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης  δίνει το προφίλ του φιλόδοξου γιάπη με μια λεπτουργικά διάφανη εξωστρέφεια, από την οποία καθίστανται ορατές οι μύχιες πληγές, ενώ η Ειρήνη Μακρή υποστασιοποιεί  την απόλυτη επίπτωση της ανασφάλειας που τρέφει το σύστημα, το πάσχον σώμα, με μια έντεχνα διαβαθμισμένη κλίμακα συναισθημάτων. Η Ξένια Καλογεροπούλου, με την εξαιρετική ερμηνεία της στο ρόλο της ανοϊκής γιαγιάς, επιτυγχάνει να καταστεί «ομιλητική», εκπέμποντας ένα έμμεσο σήμα ότι οι καθιερωμένοι κώδικες επικοινωνίας έχουν εν πολλοίς εξαντλήσει το κεφάλαιό τους: ένα ακόμα σημείο συναρμογής με το Παράλογο. Επιπλέον, υπαινίσσεται με μοναδικό τρόπο όλη την παθολογία της οικογένειας, αλλά, και ευρύτερα, των δυτικών κοινωνιών που τελούν σε κατάσταση σύγχυσης από την αναζήτηση ενός νέου σκοπού και την ανάγκη αποτίναξης των παραδοσιακών αρχών.

Η παράσταση στο θέατρο «Μουσούρη», εκτός από το λειτουργικό σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή που υλικοποιεί την ψυχρότητα, προϊόν της διατάραξης  των εσώτερων ισορροπιών, και τους «εύγλωττους» φωτισμούς του Σίμου Σαρκετζή που δίνουν πνοή στις ψυχολογικές μεταπτώσεις, διαθέτει και έναν άξιο επαίνων ηχητικό σχεδιασμό από τον Κώστα Μπόκο που, με παιγνιώδη τρόπο, ενσωματώνει στους φυσικούς θορύβους τους μεταφυσικούς, προκαλώντας ένα ρίγος από τον μετεωρισμό ανάμεσα στο πραγματικό και το υπερβατικό.

Διαβάστε επίσης:

The Humans, του Στίβεν Κάραμ σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο Θέατρο Μουσούρη