Ο Ρόμπερτ Άικ για το έργο «The Doctor» αντλεί υλικό από τη δεξαμενή ιδεών και την υφολογία της σχολής των Βιεννέζων μοντερνιστών, την αποκαλούμενη από τον κριτικό Χέρμαν Μπαρ ως «Junge Österreich». Η εν λόγω σχολή, στην οποία ανήκε ο Άρθουρ Σνίτσλερ (1862-1931) και ο Ούγκο φον Χόφμανσταλ (1874-1929), αναδίφησε τις φιλοσοφικές θέσεις του Ερνστ Μαχ, όπως διατυπώθηκαν στο πόνημά του «Η ανάλυση των αισθήσεων: Η σχέση του φυσικού με το ψυχικό» («Die Analyse der Empfindungen und das Verhältnis des Physischen zum Psychischen»). Σύμφωνα με αυτές, στον αντίποδα της «υποκειμενικής πραγματικότητας» τοποθετείται μια άλλη, ρευστή,  προϊόν ενός καταιγισμού εντυπώσεων στην οποία υπόκειται ο παρατηρητής. Με βάση αυτόν το συλλογισμό, στο βαθμό που ο παρατηρητής παύει πλέον να θεωρείται μια δεδομένη συνθήκη, η εμπειρία που συσσωρεύεται από εκείνον δεν εκφράζει κάτι το υποκειμενικό, αλλά μια αενάως κινούμενη και μεταλλασσόμενη πραγματικότητα.

Ο Άικ, έχοντας ως οδηγό το έργο του Σνίτσλερ «Professor Bernhardi», ανοίγει από σκηνής μια εκτεταμένη συζήτηση γύρω από τους προβληματισμούς της σύγχρονης κοινωνίας. Θέτοντας καίρια ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που επενεργεί η φυλή, το φύλο, το κοινωνικό status, η επιστήμη και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις στις διανθρώπινες σχέσεις απλώνεται με άνεση μέσα στις συντεταγμένες των κυρίαρχων στοχασμών του μεταμοντερνισμού και μεταδομισμού: της «ταυτότητας» που παραπέμπει στην αντίληψη για το τι είναι ο άνθρωπος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο (αλλά και στο τι είναι η ίδια ως πολιτισμική κατασκευή), και της «διαφοράς» που απηχεί την πολυσχιδία των ταυτοτήτων και των εμπειρίων και η οποία,  όπως επισημαίνει ο Κορνέλ Ουέστ, αποσκοπεί στην «κατάλυση του μονολιθικού και του ομογενοποιημένου στο όνομα της πολυπλοκότητας και της ετερογένειας».

Αυτή η προσήλωση του Άικ γύρω από τον σημερινό διάλογο αναφορικά με την αποδόμηση των στερεοτύπων ως προς τη φυλή και το φύλο είναι και ο λόγος που, κατά τη διαγραφή των χαρακτήρων του, αναδεικνύεται  σε νευραλγικό παράγοντα η ηχηρή διαφοροποίηση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι» (οι λευκοί υποδύονται τους μαύρους, οι γυναίκες τους άνδρες): σκηνική πραγμάτωση της διαπίστωσης ότι στο μεταμοντέρνο σύμπαν έχουν αποσταθεροποιηθεί κραταιές ουσιοκρατικές αντιλήψεις και δυαδικές αντιθέσεις. 

Επίσης, η επιμονή της κεντρικής ηρωΐδας του έργου να απωθεί συστηματικά την εβραϊκή καταγωγή της λειτουργεί ως υπαινιγμός προς αυτό που ο μετα-αποικιακός θεωρητικός Χόμυ Μπάμπα ονόμασε «υβριδική κατάσταση»  και περιέγραψε ως «τα σημεία τομής των εθνικών αφηγήσεων και των αυτοπροσδιορισμών».

Photo Credit: Vasia Anagnostopoulou

Είναι, αναμφίβολα, ενδιαφέρον το γεγονός ότι η δημιουργία του Ρόμπερτ Άικ συνδυάζει ένα περιεχόμενο φιλοσοφικών διερωτήσεων με μια δραματουργική τεχνική θριλερικής κλιμάκωσης. Επί δύο και πλέον ώρες το κοινό παρακολουθεί την ασθμαίνουσα προσπάθεια της γιατρού Ρουθ Γουλφ να καταστήσει κατανοητό το κρέντο της που θέλει την εφαρμογή, στο ακέραιο, των επιταγών της επιστήμης, στο μέτρο τουλάχιστον που εκείνη τις  αντιλαμβάνεται. Μια προσπάθεια που προσκρούει βίαια σε εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, συμφερόντων, σκοπιμοτήτων και υπονομεύσεων.

Η γραφή του Ρόμπερτ Άικ απορροφάται από την κυρίαρχη τάση της σύγχρονης δραματουργίας, μέσα στον αστερισμό των κοινωνικών μεταλλάξεων και της πολιτικής ορθότητας: να θέτει στο επίκεντρο ζέοντα θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο-θεατή (théâtre engagé). Και είναι αλήθεια ότι σε μια εποχή κατακερματισμού και ταχύτατης διάχυσης των πληροφοριών, που, εν πολλοίς, καταλήγουν να αφομοιώνουν την ίδια την πραγματικότητα, οι συγγραφείς δεν αρκούνται στη μονοθεματικότητα, αλλά αναπτύσσουν μια πρακτική ολιστικά εποπτική. Ακόμα και το «dénouement ouvert» (της «ανοιχτής λύσης») του Επικού Θεάτρου και του Παραλόγου, που υιοθετούν, βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη σχετικοποίηση που επιβάλλει ο μεταμοντέρνος κόσμος, την απάλειψη των σταθερών σημείων ανάγνωσης και εξαγωγής συμπεράσματος, εντός ενός τοπίου αναβολής του νοήματος και συνεχών επαναπροσδιορισμών. 

Ωστόσο, εάν θεωρήσουμε γόνιμη την πραγμάτευση τόσο πολλών ακανθωδών θεμάτων, η διαπίδυση των ειδών (η αίσθηση ότι παρακολουθούμε ζωντανά μια σειρά της πλατφόρμας Νetflix, με όλη τη σημειολογία ύφους κειμένου, τόνων ομιλίας, μουσικής υπόκρουσης, φωτιστικών εφέ κ.ο.κ), έρχεται να επιβάλει μια «γλώσσα» που καταφανώς αντιπαρέρχεται βαθύτερες αισθητικοερμηνευτικές διεργασίες της σκηνής.

Η σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου στο «Αμφιθέατρο» εναγκαλίστηκε τη συγγραφική ματιά, αλλά επέτρεψε και να διαφανούν περαιτέρω συνδηλώσεις. Σύμμαχοι σε αυτή την προσπάθεια ο σχεδιασμός βίντεο (Παντελής Μάκκας) που επιχείρησε να εικονοποιήσει την άνιση μάχη του ατόμου με τις ενάντιες δυνάμεις που το συνθλίβουν, οι νευρώδεις φωτισμοί (Νίκος Βλασόπουλος) που εκλύουν δραματική ένταση, καθώς και ο μουσικός σχεδιασμός (Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης) που αποπειράται να κινηθεί έξω από τα στεγανά του ηχητικού ντεκόρ.

Photo Credit: Vasia Anagnostopoulou

Σε επίπεδο ερμηνείας, η Στεφανία Γουλιώτη, στο ρόλο της γιατρού Ρουθ Γουλφ, βιώνει εκ των ένδον τη διττή διαδικασία, μιας φαινομενικής συνθηκολόγησης έναντι του κοινωνικού κλοιού και μιας αντίρροπης ισχυρής πίστης που την καθορίζει μέχρις αυτοθυσίας. Από το υπόλοιπο σύνολο ξεχωρίζουν ο Νίκος Χατζόπουλος για την απλή, μετρημένη και ουσιαστική απόδοση των ρόλων του Καθολικού Ιερέα και του πατέρα, η Κίττυ Παϊτατζόγλου για τον τρόπο απεικόνισης της παρωπιδικής «λογικής», η Aurora Marion σε μια, πραγματικά, χειραφετημένη παρουσία ως εκπρόσωπος της στείρας γραφειοκρατίας και του υπολογισμού, ο Σταύρος Καλλιγάς για το ελεγχόμενο σκηνικό σθένος του, η Ζωή Ρηγοπούλου για τη στιβαρή και στέρεη τεχνική της και, βεβαίως, η εξαιρετική Αμαλία Νίνου που παραδίδει, ίσως, την πιο αποκρυσταλλωμένη, έως τώρα, ερμηνεία της.

Τέλος, η Μαριάννα Δημητρίου, ο Λευτέρης Πολυχρόνης, η Νίκη Σερέτη και η Αλίκη Ανδρειωμένου δίνουν έντιμα το στίγμα τους, εναρμονισμένο πάντοτε με το πνεύμα της σκηνοθετικής ντιρεκτίβας, σε μια δημιουργία που φέρει τη σφραγίδα μιας λεπτουργικής καλλιτεχνικότητας.

Photo Credit: Vasia Anagnostopoulou

Διαβάστε επίσης:

The Doctor, του Ρόμπερτ Ίκε σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου στο Αμφι-Θέατρο