Φτάνουμε στο Tin Pan Alley με διάθεση ζεστή, παρά το κρύο. Είναι ένας χώρος τον οποίο δεν είχε ξανατύχει να επισκεφτώ. Μου έκανε εντύπωση το ντιζαϊνάτο εσωτερικό του, και το γεγονός ότι επιβαλλόταν όντως η απαγόρευση του καπνίσματος de facto, όχι μονάχα de jure. Πολύ σύγχρονο. Πολύ ευρωπαϊκό.

Από την Νεφέλη Λώλου

Ανοίγουν οι Έλληνες Appalachian Cobra Worshipers, που παίζουν country και bluegrass διασκευές. Ο κόσμος, ετερόκλητος ηλικιακά, φάτσες κάθε λογής, γενικότερα θετικός και με μεγάλη όρεξη. Οι ήχοι των Appalachian Cobra Worshipers τους ανεβάζουν και τους κουρδίζουν όμορφα. Είναι μια μπάντα για την οποία άνετα θα πλήρωνα  να ακούσω μόνη της. Εξαιρετική επιλογή για opening act. Με το που τελειώνουν γίνεται (ψιλοαναμενόμενα) η απόλυτη έξοδος των βαρβάρων. Ώρα για τσιγάρο.

Επιστέφουμε μέσα ξεπαγιασμένοι. Η αναμονή στον αέρα είναι τόσο πηχτή, που θα μπορούσες να την κόψεις με μαχαίρι. Οι Dead Brothers έχουν αφοσιωμένο κοινό στην Ελλάδα, και σε λίγο θα καταλάβαινα το γιατί.

Ξαφνικά ακούγεται από κάπου μουσική, μα η σκηνή μπροστά μας είναι άδεια. Κάποιος με σκουντάει στον ώμο και μου δείχνει αριστερά. Εκεί, ανάμεσα στον κόσμο, οι νεκροί αδερφοί έχουν ξεκινήσει να παίζουν. Φορούν μάσκες μεσαιωνικών γιατρών της πανούκλας, και παίζοντας ανεβαίνουν στη σκηνή, οπού περιμένει ο τραγουδιστής, ο μόνος που δεν φοράει μάσκα.  Θεατρικό ξεκίνημα λοιπόν, για μια θεατρική μπάντα.

Και ξετυλίγονται λοιπόν τα death blues. Με ένα κοινό που πραγματικά γουστάρει. Σε ίσες δόσεις παραμύθι και μεθυσμένο παραλήρημα, βουτηγμένα σε επιρροές punk, rockabilly, jazz, folk. Κάτι τέτοια θα πρέπει να άκουγε ο Χάροντας, όταν περνούσε απ΄τον ποταμό Αχέροντα τις ψυχές των νεκρών για τις πάει στον Άδη.  Αλλά το κεφάλι δεν μπορεί παρά να κουνηθεί πέρα δώθε. Οι μάσκες πέφτουν κάποια στιγμή, λίγο πριν παίξουν το I Can’t Get Enough. O τραγουδιστής  είναι και περφόρμερ, αφηγείται μικρές ιστοριούλες στο μεταξύ των κομματιών, αλληλεπιδρά με το κοινό. Η μπάντα γενικά δεμένη. Και όλο αυτό καταλήγει σε μια λιτανεία έξω απ’ το μαγαζί, με την μπάντα να παίρνει τα όργανα της και να τελειώνει το live στο δρόμο(!). Χτυπάμε παλαμάκια, τραγουδάμε και συμμετέχουμε.  Ένα κλίμα παρεΐστικο και εορταστικό, όταν τελειώνουν δεν νομίζω να υπήρξε κανένας στο πλήθος που να μην ήθελε κι άλλο.

Οι Ελβετοί μας χάρισαν μια τρομερή βραδιά, και για αυτό θα ήθελα να τους ευχαριστήσω. Την επομένη φορά που θα ‘ρθουν (κρατάω τα δάχτυλα σταυρωμένα για καλοκαίρι) θα είμαι σίγουρα εκεί.