Το Ινστιτούτο Γκαίτε στη Θεσσαλονίκη μας προσκαλεί στην έκθεση Τέχνη και εξέγερση, με έργα των Baselitz (1938), Penk (1939), Lupertz (1941) και Immendorf (1945-2007).
«ένας εξπρεσιονιστής επιθυμεί πάνω από όλα να εκφράσει τον εαυτό του»
Antonin Matejcek (1910)
Η απόδοση αυτής της εσωτερικής αλήθειας με αυθόρμητο έως βίαιο τρόπο είναι ίσως το πλέον εγγενές και αναλλοίωτο στοιχείο της εξπρεσιονιστικής συνθήκης είτε πρόκειται για τον εξπρεσιονισμό ως ιστορική πρωτοπορία των αρχών του εικοστού αιώνα, είτε για ύστερες εκδοχές του, οι οποίες εμφανίζονται κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και είναι γνωστές ως νέο-εξπρεσιονισμός ή neue wilde (nouveaux fauves) στη Γερμανία, figuration libre στη Γαλλία, trans-avanguardia στην Ιταλία, ή bad painting στις ΗΠΑ.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Baselitz (1938), Penk (1939), Lupertz (1941), Immendorf (1945-2007)
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τους τέσσερις αυτούς Γερμανούς καλλιτέχνες, που γεννήθηκαν μέσα στον πόλεμο, έχοντας πολύ μικρές ηλικιακές διαφορές και έζησαν τη διχοτόμηση και την επανένωση της χώρας τους, ως μια ομάδα, τα μέλη της οποίας συχνά συντονίζονταν εν μέσω κλίματος κοινωνικών συγκρούσεων και αναταραχών και οι οποίοι παρ’ όλες τις προσωπικές τους διαφορές προέβαλαν πάντα τις αισθητικές τους προτάσεις μέσα στο πλαίσιο της νέο-εξπρεσιονιστικής αντίληψης. Μια ομάδα χωρίς ωστόσο κοινά θεωρητικά εφόδια, που συμμερίζεται όμως με ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον τη μελέτη και την κατανόηση των ιστορικών πρωτοποριών, όπως και την ιστορία της δημιουργικής κατάστασης των ανθρώπων γενικότερα.
Θέλοντας να εντοπίσουμε τα κοινά χαρακτηριστικά της ζωγραφικής πράξης των τεσσάρων αυτών εικαστικών θα λέγαμε πως πρόκειται αναμφίβολα για μια δυναμική και βίαιη ζωγραφική εξέγερση ενάντια σε ό,τι θα ονομάζαμε ευγενές αστικό στυλ.
Οι καμβάδες τους είναι ζωηρόχρωμοι και συνήθως έχουν τεράστιες μορφές που τις καλύπτουν συχνά με άγριες πινελιές. Τα έργα τους είναι εκφραστικά, παραστατικά, υπερμεγέθη, με επιλεκτική έμφαση σε κάποιες λεπτομέρειες, αλλά επίσης και αφαιρετικά, παρόμοια με κόμικς, ακόμη γεμάτα με αναφορές και παραθέματα παρμένα από την ιστορία της τέχνης ή με εκφράσεις που δηλώνουν εσώτερα και μύχια συναισθήματα αναφορικά σε φοβίες ή τη σεξουαλικότητα.
Δεν είναι αστόχαστο να πούμε πως φαίνεται να εικονοποιείται η παρόρμηση της στιγμής και να δημιουργείται μια αφαιρετικού τύπου αφήγηση, που παρουσιάζει έντονα στοιχεία παιδικής ζωγραφικής, όπως είναι η μετωπική απεικόνιση του ζωγραφικού χώρου και η απουσία ιεράρχησης των διαφόρων μερών του έργου.
Και οι τέσσερις ενδιαφέρονται για την πολιτική μέσω της τέχνης, κάποτε μάλιστα παρουσιάζουν έναν έντονο καλλιτεχνικό ακτιβισμό, ενώ δε λείπει ενίοτε και ένα ενδιαφέρον για τη μεταφυσική ή το μυστικισμό. Ακόμη είναι εμφανή και κάποια στοιχεία ψυχικού αυτοματισμού που συναντούμε σε σουρεαλιστικές πρακτικές.
Έχοντας κοινή τους επιδίωξη να ξαναδιαβαστεί η καλλιτεχνική “γραφή”, όπως και να αμφισβητηθεί η γραμμική ιστορία της τέχνης, χωρίς την ανάγκη να εφευρίσκονται ή να ανακαλύπτονται οι ριζικές καινοτομίες ή οι επινοήσεις, δηλώνουν κατάφορα την παρόρμηση να ειδωθεί το παρελθόν, τόσο το μακρινό όσο και το πρόσφατο ως παρόντες χρόνοι ώστε από αυτά να διεκδικηθούν άμεσα και αυθόρμητα αναφορές ή διδαχές, όπως αυτό συμβαίνει στη συγκαιρινή καθημερινότητα.
Θάλεια Στεφανίδου