Στο μυθιστόρημά του “Δύσκολοι καιροί”, το οποίο αναφέρει ως ανάγνωσμά της η ηρωίδα, ο Τσαρλς Ντίκενς περιγράφει την ανατροπή δεδομένων στις ζωές των ανθρώπων, απόρροια της βιομηχανικής επανάστασης του 1840. Η ιστορία έχει την τάση να επαναλαμβάνεται δυστυχώς ως προς τα δυσάρεστα συμβάντα της και αδιαμφισβήτητα, η περίοδος του μεσοπολέμου υπήρξε μία δύσκολη και επώδυνη περίοδος στην Αμερική καθώς το σημείο αναφοράς του κραχ του 1929 επηρέασε πλήθος κόσμου, ανέτρεψε καταστάσεις και οδήγησε πολλούς στην καταστροφή.

Το κραχ του 1929 αποτέλεσε θεωρητικά και πρακτικά το επιστέγασμα μίας χιονοστιβάδας και κατρακύλας που κανείς δεν προέβλεψε κάποια χρόνια πριν και έτσι το αμερικανικό όνειρο – ακόμα και για τους ίδιους τους Αμερικανούς πολίτες – βυθίστηκε στα έγκατα της γης αφήνοντας πίσω συντρίμμια και κατάθλιψη στον κόσμο. Το βιβλίο αυτό είναι μία αποτύπωση μιας συγκυρίας που πλήγωσε την αμερικανική ύπαιθρο. Είναι εκεί όπου μια οικογένεια χωρίς πατέρα, δηλαδή η μητέρα και τα δύο παιδιά, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές δυσκολίες και την αδυναμία να στεριώσουν στον τόπο όπου αποφάσισαν να εγκατασταθούν μετά από την φυγή τους.

Ένα όνειρο για καλύτερη ζωή σε μια χώρα σε κρίση

Η Χάνα τοποθετεί την ιστορία της στην περίοδο του μεσοπολέμου, σε αυτήν την πολύ κρίσιμη εποχή και όχι τυχαία μιας και υπήρξε μια περίοδος επισφαλής και εύθραυστη για ολόκληρο τον κόσμο. Η Έλσα, η πρωταγωνίστρια και μητέρα των δύο παιδιών, αγωνίζεται και πασχίζει να διαδραματίσει δύο ρόλους ταυτόχρονα, αυτόν της μητέρας αλλά και του πατέρα που απουσιάζει. Αξίζει να σημειωθεί πως θυμίζει αυτή η δεκαετία του 1920 και το σκηνικό που είχε με θεατρικότητα στηθεί στις αρχές του 20ου αιώνα τότε που η belle époque είχε κατακλύσει τον κόσμο με χαρά, ξεγνοιασιά και ανεμελιά. Η ιστορία όμως δυστυχώς έμελλε να επαναληφθεί, μια και η εποχή αυτή τέλειωσε επίσης πρόωρα με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και την γνωστή κατάληξη στις ζωές των ανθρώπων και την πίκρα στο στόμα όλων για αυτά που άφησε πίσω ανολοκλήρωτα τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Η περιγραφή της Χάνα είναι μοναδική και η αφήγησή της μας γυρνάει πίσω στον χρόνο και μας θυμίζει συγγραφείς όπως ο Φώκνερ, ο Στάινμπεκ, ο Τσίβερ. Έχει την ικανότητα να αναστατώνει τον αναγνώστη και να έχει μεστό λόγο σκιαγραφώντας και εκφράζοντας ανοιχτά και ωμά τη δραματικότητα των όσων οι ήρωές της περνούν. Η Έλσα είναι μια γυναίκα θαρραλέα, γενναία και δυναμική γιατί κρατάει την μοίρα των παιδιών της στα χέρια της, παίρνει μόνη αποφάσεις και οδηγεί το καράβι της ζωής με αποφασιστικότητα σπάνια για γυναίκα. Η ιστορία της θα μπορούσε να είναι η ιστορία μιας οποιασδήποτε μητέρας που παλεύει να μεγαλώσει δύο παιδιά σε συνθήκες ιδιαίτερα οδυνηρές μιας και το εισόδημα είναι ελάχιστο ενώ παράλληλα έχει να αντιμετωπίσει τόσο την αδιαφορία όσο και την κακία πολλών ντόπιων. Εκείνη όμως με πείσμα και σθένος δεν σταματά να αναζητά λύσεις στα προβλήματα που παρουσιάζονται και υποστηρικτές για να την συνδράμουν.

«Η γη μου θα σου πει την ιστορία της, αν καθίσεις να ακούσεις. Την ιστορία της οικογένειά μας. Σπέρνουμε, καλλιεργούμε, θερίζουμε. Φτιάχνω κρασί από μοσχεύματα αμπελιού φερμένα εδώ από τη Σικελία και το κρασί μού θυμίζει τον πατέρα μου. Αυτή η γη μας ενώνει, μας δένει τον έναν με τον άλλο, όπως έκανε για γενιές. Τώρα θα μας δέσει και μ’ εσένα» της είπε ο πατέρας Μαρτινέλι τον καιρό της γνωριμίας τους αλλά δυστυχώς έμελλε η ίδια να εργαστεί για άλλο χώμα ξένο για να βγάλει τα προς το ζην. Είναι η σκληρότητα της επαφής με τη γη που θρέφει αλλά που ζητά και πολύ μόχθο για να αποδώσει καρπούς. Η Έλσα μοιάζει ανεμπόδιστη και εργάζεται μαζί με την κόρη της τη Λορέντα που και αυτή συλλέγει βαμβάκι μαζί της για να βοηθήσει χρηματικά την οικογένεια εις βάρος βέβαια της εκπαίδευσής και της μόρφωσής της.

Η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή δεν σταματά και πάντα οι άνθρωποι της υπαίθρου ελπίζουν σε καλύτερες μέρες παρά την ξηρασία που οδήγησε και τους ίδιους τους Μαρτινέλι στην καταστροφή ενώ τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε αφθονία και παραγωγή, υπήρχε η αισιοδοξία πως όσα χτίσανε όλα τα προηγούμενα χρόνια θα είχαν συνέχεια. Και όμως η οικονομική κρίση ήρθε να χτυπήσει την θύρα των Μαρτινέλι και να τινάξει στον αέρα κόπους μιας ζωής. Συνεπώς, η Έλσα βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη, και μετά από την ασυμφωνία χαρακτήρων με τον σύζυγό της, σε ένα νέο μέλλον αλλού, εκεί όπου η υποδοχή ήταν μάλλον εχθρική και καθόλου φιλόξενη τόσο για εκείνη όσο και για τα δύο μικρά παιδιά της. Τα νέα από τον παππού και την γιαγιά ερχόντουσαν όχι τόσο συστηματικά και η Έλσα είχε μετατραπεί σε έναν αρχηγό πριν καλά καλά το καταλάβει.

«Εκείνο το βράδυ, αργότερα, θα έγραφε για τον μόνιμο φόβο που την έπνιγε, για τη συνεχή προσπάθεια της να μην τον δείχνει στα παιδιά της. Γράφοντας για όλα αυτά, θα θυμόταν ότι είχαν επιβιώσει. Όσο φρικτή και να ήταν η θύελλα, ήταν ακόμη ζωντανοί». Αυτή ήταν από εδώ και πέρα η μόνη της ασχολία και έγνοια, να φροντίσει να πάνε όλα καλά για εκείνη και τα παιδιά της και να κρύβει τα συναισθήματά της, την αγωνία και την ανησυχία της μόνο για τον εαυτό της. Ο κόσμος άλλαζε και άλλαζε και εκείνη έχοντας στην καρδιά της την φλόγα αναμμένη για καλύτερες μέρες, για λιγότερη φτώχεια και ένα μέλλον πολύ πιο φωτεινό και ευοίωνο.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

«Πάντα στα βιβλία κατέφευγε για παρηγοριά, τα μυθιστορήματα της επέτρεπαν να είναι τολμηρή, γενναία, όμορφη, αν και μόνο στη φαντασία της».

«Τώρα πια η ξηρασία δεν έπληττε μόνο τα ζώα και τους ανθρώπους. Η ίδια η γη πέθαινε».

Διαβάστε επίσης:

Τέσσερις άνεμοι: Νέο βιβλίο από την Kristin Hannah