«Ο δρόμος μας είναι ένας δρόμος μιας επίπονης επιστροφής» γράφει ο Άγγελος Σικελιανός (Πεζός Λόγος, Ε΄, σ. 175), και η φράση αυτή, θαρρώ, ότι σφραγίζει το έργο των δύο ξεχωριστών ζωγράφων, Παπαλουκά και Θεοχαράκη, που καθένας διακρίνεται για τη μεγάλη του προσφορά στην τέχνη, όπως έχω γράψει σε παλαιότερα κείμενά μου.

Ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο μεγάλος ανανεωτής της ελληνικής ζωγραφικής, επίμονα επέστρεφε στη χριστιανική παράδοση και η Αθωνική Πολιτεία αποτελούσε ανεξάντλητη πηγή της δημιουργικής του έμπνευσης.

Ο Βασίλης Θεοχαράκης, άξιος μαθητής του Παπαλουκά, διέγραψε τη δική του ζωγραφική πορεία, δημιουργώντας την ενότητα των έργων «Άγιον Όρος», από το 1996 έως το 1999, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Στρασβούργο το 1999 και στη συνέχεια, διαδοχικά και αποσπασματικά, στις πολυσυζητημένες αναδρομικές του εκθέσεις στο Σισμανόγλειο Μέγαρο της Κωνσταντινούπολης το 2006, στο Μουσείο Μπενάκη το 2008, στο Palazzo Venezia στη Ρώμη το 2008 και πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες.

Ο απολλώνιος Παπαλουκάς, γεννημένος στη Δεσφίνα, στον Παρνασσό, και εμποτισμένος με βαθιά ελληνική αίσθηση, βίωσε, από τα εφηβικά του χρόνια, τις αιώνιες αξίες του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών και την τελειότητα των ψηφιδωτών της Μονής του Οσίου Λουκά. Η καλλιτεχνική όραση, όπως είναι γνωστό, είναι αυτόνομη. Δεν είναι όμως και μια απομονωμένη ενέργεια της ζωής. Ο δημιουργός γυρίζει πίσω στο χρόνο, σύμφωνα με τη ρήση του Ξενοφάνη, «εξ αρχής καθ’ Όμηρον μεμαθήκασι πάντες».

Ο απολλώνιος ζωγράφος σ’ όλη του τη ζωή πειθαρχεί απόλυτα στο πνεύμα και το λόγο του έργου του. Η ρυθμικότητα του Είναι του ταυτίζεται μ’ αυτή την ίδια τη λειτουργία της φύσης, την οποία αποδίδει με δέος. Το κύριο μέρος της δημιουργίας του εστιάζεται στη ζωγραφική ερμηνεία, με νέα πλαστικά εκφραστικά μέσα. Η δυνατότητά του να μπορεί να δει μ’ έναν άλλο τρόπο τη φύση και τον κόσμο συνιστά την ποίηση στο έργο του. Η τετραετής παραμονή στο Παρίσι τον βοήθησε να αποστασιοποιηθεί από το πνεύμα της Σχολής του Μονάχου. Αυτή την περίοδο, 1917-1921, συνεχίζει να συναναστρέφεται τον φίλο του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος εργαζόταν στο Παρίσι ως εικονογράφος εντύπων. Ο Παπαλουκάς ζωγραφίζει παραστατικά πορτρέτα και γυμνά, εμμένοντας στο αδρό και λιτό σχέδιο, στους καθαρούς και φωτεινούς τόνους, παράλληλα όμως μελετά τους νεωτερισμούς των ομοτέχνων του.

Ο Παπαλουκάς εγκαταλείπει το Παρίσι για να πάρει μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως πολεμικός ζωγράφος. Συναισθανόμενος το χρέος του –να συμβάλει με τις δικές του δυνάμεις στην κομβική αυτή στιγμή της ιστορίας– αναχωρεί για τη Σμύρνη, σε αναζήτηση του ονείρου για εθνική ολοκλήρωση με τη συμπερίληψη στην Ελλάδα των εστιών του Ελληνισμού της Ιωνίας. Δυστυχώς σώζονται ελάχιστα έργα από την ηρωική ζωγραφική του εκείνης της περιόδου, που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στρατή Δούκα, περιλάμβανε 500 ελαιογραφίες και σχέδια, που εκτέθηκαν στην Αθήνα και, καθώς ξαναστάλθηκαν στη Σμύρνη, κάηκαν στο τρένο.

Το Άγιον Όρος υπήρξε ο τόπος-σταθμός της εξελικτικής του περιπέτειας, αφού εκεί, μαζί με τον φίλο του Στρατή Δούκα, έζησε την πνευματικότητα της Ορθοδοξίας και του μοναχικού βίου. «Η μελέτη του βυζαντινού εκκλησιαστικού διακόσμου», τόνισε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στον Δημήτρη Κεραμέα, «δεν είναι παρά η λύση των αισθητικών ζητημάτων που παρουσιάζει η εποχή αυτή της εθνικής μας ζωής και θα μας έδινε την ευκαιρία να ατενίσουμε την ελληνική ιδέα σ’ ένα μεγαλύτερο βάθος.

Όποιος δεν καταλαβαίνει αισθητικά τον Βυζαντινό, ας μου επιτρέψει να του πω ότι δεν εννοεί ολότελα τον Αρχαίο. Και όταν ένας καλλιτέχνης δεν εννοεί το ελληνικό παρελθόν, πώς θα μπορούσε να δημιουργήσει το ελληνικό μέλλον, που είναι η δουλειά του;» Ζωγράφισε πάνω από 100 πίνακες και 60 έργα-σπουδές παρμένες από ειλητάρια, χρυσοΰφαντα, τοιχογραφίες, χειρόγραφα και εικονίσματα. Η συλλογή του Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη περιλαμβάνει αρκετά αριστουργήματα από αυτή την ενότητα.

Ο Παπαλουκάς δεν ασπάστηκε τα διδάγματα και τις απόψεις του φίλου του Φώτη Κόντογλου. Ακολούθησε τη δική του πορεία, κατακτώντας έτσι έναν ιδιότυπο προσωπικό τρόπο έκφρασης, συμφιλιωμένος με την παράδοση που πιστά ακολούθησε, μέσα από μια σύγχρονη εικαστική ματιά. Η δημιουργία, εξάλλου, ενός νέου πλαστικού χώρου, με την οικειοποίηση μιας οπτικής γλώσσας που έχει βασικό της στοιχείο το χρώμα, ορίζει την αισθητική του πραγματικότητα.

Ο κόσμος του έχει δικούς του νόμους και ρυθμούς, όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι δούλευε μόνο με τρία συμπληρωματικά χρώματα: κίτρινο, κόκκινο, μπλε, εκτός φυσικά από το λευκό. «Χρησιμοποιούσε τρεις βασικές κλίμακες χρωμάτων: την εμπρεσιονιστική για το ύπαιθρο κυρίως, την ελαφριά βυζαντινή και τη βαριά βυζαντινή. Έτσι, άλλοτε αντικαθιστούσε το cobalt με το ultramarine, το κίτρινο με την ώχρα ή τη σιένα και το κόκκινο lacque με άλλα πιο βαριά κόκκινα. Πάντα, όμως, τα χρώματα στην παλέτα ήταν τρία. Ορισμένες φορές, χρησιμοποιούσε και το πράσινο emeraude, που δεν ήταν δυνατόν να το φτιάξει με την ανάμιξη των τριών άλλων χρωμάτων» επισημαίνει ο Βασίλης Θεοχαράκης, αναφερόμενος στη δουλειά του δασκάλου του.

Σπύρος Παπαλουκάς, Σκήτη Αγίου Ανδρέα, 1932-35, Λάδι σε μουσαμά, 93×83.5εκ

Ο Παπαλουκάς πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο, 1923-24, μελετώντας συστηματικά τη φύση και τη βυζαντινή τέχνη, έχοντας ως απώτερη πνευματική αφετηρία και σημείο αναφοράς τη ζωή του μοναστηριού του Οσίου Λουκά, που είναι αφιερωμένο στον τοπικό άγιο της γενέτειράς του. Η Μονή βρίσκεται στην πλαγιά του Ελικώνα. Μετά από τη διαμονή του στον Άθω, μελέτησε με πάθος τα ψηφιδωτά του Οσίου Λουκά και έκανε διάφορα αντίγραφα. Ο χώρος αυτός γίνεται για τον ίδιο τόπος περισυλλογής και ζωγραφικής άσκησης.

Η ζωγραφική προσέγγιση της φύσης για τον Παπαλουκά απαιτούσε μια βιωμένη σχέση. Δεν τον ενδιέφερε η στιγμιαία αποτύπωση ενός χώρου-τοπίου αλλά η βαθύτερη σημειολογική του διάσταση, δηλαδή η ουσιαστικότερη ματιά, λες κι επιδίωκε η συγκίνησή του να βρει μια προέκταση στο άπειρο. Τα μοναστήρια και τα τοπία του Αγίου Όρους εμφορούνται από την ανάγκη μιας βαθιάς επικοινωνίας με το θείο. Αυτή την «αγιοσύνη» και γαλήνη συναντάμε και στα τοπία του.

Κάθε πίνακας αντανακλά την ευαισθησία του, που μας απευθύνεται σαν ένας διάλογος με μουσική αντίστιξη. Ταυτόχρονα, το αίσθημα της συνοχής και της αρμονίας του ρυθμού είναι κυρίαρχο, ορίζοντας πάντα ένα χώρο ανοιχτό. Ο χώρος στο έργο του είναι συνυφασμένος με το χρόνο, δίνοντας αξία στη κάθε χρονική στιγμή, έτσι ώστε να μη χάνεται αυτή η δημιουργική στιγμή στην απεραντοσύνη του χρόνου. Το Άγιον Όρος τον απασχόλησε και τα επόμενα χρόνια, περίπου από το 1929 έως και το 1935.

Οι ευφάνταστοι πίνακες του Θεοχάρακη από τη Μονή Βατοπεδίου, τη Μονή Ιβήρων, τη Μονή Παντοκράτορος, τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, τη Μονή Δοχειαρίου ή τη Σκήτη της Αγίας Άννας μεταξύ των άλλων αποκαλύπτουν την αμεσότητά του στο να προσεγγίζει με το ζωγραφικό του ιδίωμα αυτή την ίδια την πνευματικότητα των χώρων – τοπίων του.

«Η ενασχόληση με το Άγιον Όρος» επισημαίνει η Νέλλη Μισιρλή «σε μια μεστή και ώριμη φάση του ζωγράφου έχει επίσης μια άλλη προσωπική παράμετρο.[…]Αυτή η πνευματικότητα, η σιωπή, η σοφή παράδοση αναδύεται και από το έργο του Θεοχαράκη, καθώς πλάθει μια συμβολική γλώσσα με αναγωγή στα πνευματικά ουσιώδη, τα απέριττα και τα βραχύλογα. Κάθε ιδεατό σχήμα μονής αποπνέει το αγέρωχο, το ασυμβίβαστο, το μοναδικό, το υπερβατικό, το διαχρονικό και το αιώνιο. Εκεί φως, ύλη, φύση και αρχιτεκτονική οδηγούν αβίαστα στην αναζήτηση του εσώτερου εαυτού μας. Τα διάφανα χρώματα, που διαπερνούν όλα τα στοιχεία κατά υπερβατικό, ασύμβατο τρόπο, μεταδίδουν μια αίσθηση άυλης, μυστικοπαθούς υπόστασης, που προέρχεται από τον άνθρωπο αλλά αγγίζει το Θεό».

Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα τονίζει ότι: «Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, ο Θεοχαράκης, παρακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις, πραγματοποιεί τον δικό του νόστο στη φύση, στο θέμα. Ένα ταξίδι στον Άθω, προσφιλές προσκήνυμα και του δασκάλου του, θα του επιτρέψει να γυμνάσει ξανά το βλέμμα του στο χώρο και το χρόνο. Στο αθωνίτικο τοπίο και τα σεβάσμια κτίσματα που το ενοικούν. Οι τόνοι σ’ αυτά τα έργα του ανακαλούν τη βυζαντινή κλίμακα: τις ώχρες, τις όμπρες, τις σιένες, τα γαλάζια της βυζαντινής τέχνης και του Παπαλουκά.»

Ο Βασίλης Θεοχαράκης ασκεί το βλέμμα του στην κατάκτηση μιας λιτής ζωγραφικής έκφρασης και καταφέρνει να αποτυπώσει με ευλάβεια τις ανεπανάληπτες στιγμές του φωτός, δημιουργώντας εικόνες μοναδικής μέθεξης και απόλαυσης, με τον δικό του εκφραστικό τρόπο για την προσέγγιση και την απόδοση της φύσης. Τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, μαζί με τα πρόσφατα αδιάβατα «Δάση», αποκαλύπτουν τα προσφιλή θέματα του οραματικού του κόσμου. Εκείνο που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι η ποιητική απόδοση του χώρου-τοπίου παρά η αυστηρή του αποτύπωση, δίνοντας έμφαση στην ποιητική και πολλές φορές μυστηριακή τους υπόσταση. Γνωρίζει σε βάθος ότι δεν κάνει το θέμα τη ζωγραφική, αλλά η ζωγραφική το θέμα. Έτσι, περίπου πενήντα χρόνια επιστρέφει συνεχώς στην Αθωνική Πολιτεία, θαρρείς σαν να έχει κατακτήσει έναν ατέρμονο διάλογο.

Βασίλης Θεοχαράκης, Μνήμες από την Αγία Άννα ΙΙ, 1996, 80×100εκ.

Ο Θεοχαράκης μυήθηκε στα μυστικά του ελληνικού τοπίου, για να φτάσει στη διατύπωση μιας προσωπικής ζωγραφικής αλήθειας. Η πορεία του στην τέχνη εκφράζει μια διαδρομή αυτογνωσίας, καταφέρνοντας με τα έργα του να δημιουργεί μια αυτόνομη πραγματικότητα που έχει μια άμεση εκλεκτική συγγένεια με αυτή την ίδια την οπτική αλήθεια. Ο ίδιος, κατεξοχήν τοπιογράφος, βαφτισμένος στις ελληνικές αισθήσεις, κατάφερε να εδραιώσει τη δική του εικαστική διάλεκτο. Πρόκειται για στέρεες εικόνες με καθαρά και διαυγή χρώματα λαμπρότητας, αυστηρά μελετημένη δομή σύνθεσης και απλοποιήσεις που ανατρέπουν την καθιερωμένη προοπτική.

Η πλούσια συγκομιδή εμπειριών και ζωγραφικής δράσης όλων αυτών των χρόνων ταυτίζεται με τις ίδιες τις παραινέσεις του Θεοχαράκη: «η ζωγραφική για μένα είναι μια έκφραση του έσω κόσμου, μια εσωτερική μου ανάγκη. Αν περάσει μια μέρα και δεν ζωγραφίσω, αισθάνομαι το κενό. Δεν τελειώνω το έργο μου, γιατί τότε θα ήταν ένα συνηθισμένο τοπίο. Το αφήνω αρκετά ημιτελές, ώστε να μπορεί ο θεατής να συμπληρώσει με τη φαντασία αυτό που του λείπει, για να ονειρευτεί. Με ενδιαφέρει το κάθε μου έργο να μην είναι μια απλή απεικόνιση, αλλά να έχει άξονες, και αποφεύγω τις οριζόντιες και τις κάθετες αναπτύξεις.

[…] Το σχέδιο και η σύνθεση. Αυτά δίνουν την αρμονία του πίνακα. Αν πάρεις έργα του Γκρέκο και τα αναλύσεις, θα δεις ότι βασίζονται στη γεωμετρία. Και εγώ στα πρώτα μου έργα σε αυτές τις αρχές στηρίχτηκα. Τώρα πια δεν χρειάζεται. Αλλά, έστω και με το μυαλό μου, κάνω τις αρμονικές χαράξεις. Οφείλεις να ξέρεις καλά σχέδιο, χρώμα και σύνθεση. Για να είσαι όμως καλός ζωγράφος, πρέπει να έχεις ταλέντο. Πρέπει να οδηγείς τον θεατή, καθώς περνάει μπροστά από το έργο σου, να μη φύγει, να μείνει και να πει: «Έχει κάτι που με συγκινεί αυτό το έργο. Τι είναι;». Δεν το ξέρεις, ούτε κι εγώ το ξέρω. Η αλήθεια είναι πως, όταν ζωγραφίζω, αισθάνομαι κάτι υπερβατικό.»

Η έκθεση «Σπύρος Παπαλουκάς · Βασίλης Θεοχαράκης ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ» πραγματοποιήθηκε με την πρωτοβουλία του φιλοπρόοδου Δημάρχου Καλαμάτας, κύριου Παναγιώτη Ε. Νίκα και του ακούραστου Διευθυντή Εικαστικού Τομέα Δήμου Καλαμάτας και διακεκριμένου γλύπτη, Παναγιώτη Λαμπρινίδη, που αντιλαμβάνονται τον πολιτισμό ως κοινό αγαθό για την πρόοδο της κοινωνίας μας. Θερμά τους ευχαριστώ και τους συγχαίρω για την άψογη συνεργασία μας. Τέλος, τον Πρόεδρο και την Αντιπρόεδρο του Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη, κύριο Βασίλη και κυρία Μαρίνα Θεοχαράκη, που για μια ακόμα φορά συνέβαλαν άμεσα και αποτελεσματικά στην προώθηση του πολιτισμού μας, αποκαλύπτοντας τη μεγάλη τους αγάπη για την Ελλάδα και τον κόσμο της.


Διαβάστε επίσης:

Έκθεση με έργα των Σπύρου Παπαλουκά και Βασίλη Θεοχαράκη στο Μέγαρο Χορού Καλαμάτας