Υπόθεση : Η ιστορία ξεκινά στο 1858, δύο χρόνια πριν ξεσπάσει ο αμερικανικός εμφύλιος. Το σκηνικό στήνεται στον αμερικάνικο νότο όπου ο

Από τη Φωτεινή Παυλοπούλου

Τζάνγκο (Τζέιμι Φοξ), χάρη σ’ έναν κηνυγό κεφαλών γερμανικής καταγωγής, τον Δρ Κινγκ Σουλτζ (Κρίστιαν Βαλτς) εξασφαλίζει ένα περίεργο  εισητήριο για την ελευθερία του, η οποία και θα τον οδηγήσει στην επανένωση με την αγαπημένη του Μπρουνχίλντε (Κέρι Γουάσινγκτον) που πουλήθηκε ως σκλάβα στις βαμβακοφυτείες του νότου.
Μεταξύ του Τζάνγκο και του Δρ Κινγκ Σουλτς κατοχυρώνεται μια ξεχωριστή συμφωνία, κατά την οποία ο πρώτος θα ελευθερωθεί όταν πιάσουν τους κακοποιούς αδελφούς Μπριτλ «Νεκρούς ή Ζωντανούς». Γρήγορα πιστόλια και οι δύο, φθάνουν σύντομα στο στόχο τους και ο Δρ Κινγκ Σουλτς προτείνει στον Τζανγκο κάτι ακόμα πιο δελεαστικό, στον ελεύθερο πλέον Τζανγκο’ να τον βοηθήσει στο να σκοτώνει λευκούς εγκληματίες λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα ποσοστό από το ποσό της επικήρυξης.

Ωστόσο, όταν ο Τζάνγκο θα ξεκινήσει την αναζήτηση της αγαπημένης του, αυτός και ο Δρ Κινγκ Σουλτς, περνώντας πραγματικά μέσα από φλόγες και χαλάσματα, θα έρθουν αντιμέτωποι με τον ιδιοκτήτη Κάλβιν Καντυ ή Μεσιέ Κάντι (Λεονάρντο ντι Κάπριο) της “Candyland” βαμβακοφυτείας-Καθαρτήριο για τους νέγρους και τον πιστό του αρχιμπάτλερ Στίβεν (Σάμιουελ Τζάκσον).

Η νέα ταινία του Ταραντίνο αποτελεί ένα ιδιότυπο γουέστερν με αρκετά στοιχεία από σπαγγέτι γουέστερν,  ιδιαίτερα από το μέσον της ταινίας και έπειτα. Είναι ιδιότυπο, γιατί αν και έχει όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά του κλασικού αμερικάνικου γουέστερν, όπως περιληπτικά αναφερόμενα αποτελούν, το χρονικό σημείο μέσα στο οποίο εγγράφεται η ιστορία, η επιλογή του τόπου της αμερικάνικης μεθορίου-ένας αχανής τόπος εκτός δικαίου-το σκηνικό της ανοικτής υπαίθρου και της πόλης, η οποία και οργανώνεται γύρω από ένα και μοναδικό δρόμο-(όπου παρατάσσονται το ένα μετά το άλλο, το σαλούν, το γραφείο του σερίφη κ.ά), τα πρόσωπα και ιδιαίτερα εκείνα του μοναχικού περιπλανώμενου, των πληρωμένων δολοφόνων-οι οποίοι ωε εκπρόσωποι της τάξης εδώ απονέμουν και ένα είδος κοινωνικής δικαιοσύνης, τα όπλα και τα μαστίγια, τα άλογα ως σύμβολα της ελευθερίας, τα πλατύγυρα καπέλα, τα παντελόνια από δέρματα κ.ά., αποτελεί ταυτόχρονα μια κινηματογραφική εμπειρία υψηλής στάθμης.

Από το πρώτο κιόλας λεπτό, ο θεατής καθηλώνεται και βιώνει το κινηματογραφικό θαύμα. Χάρη στην τεχνική του σινεμασκοπ (πανοραμική λήψη εικόνων), ο θεατής τοποθετείται μέσα στο σκηνικό της ταινίας και αποτελεί μέρος αυτής.  Αβίαστα, ταυτίζεται με τους ήρωες και συμπάσχει μαζί τους, βιώνοντας έντονα συναισθήματα. Τώρα με ποιον θα ταυτιστεί ο καθένας είναι ζήτημα προσωπικής αξιακής συγκρότησης. Αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ το φιλμ διαπραγματεύεται το θέμα της βίας, της δουλείας και του ρατσισμού ξεβολεύοντας μας γρήγορα από το άνετο κινηματογραφικό κάθισμα, δεν μας εμποδίζει από το να γελάσουμε σε αρκετά σημεία. Αυτή λοιπόν τη λεπτή διαχωριστική γραμμή σεβάστηκε απόλυτα ο Ταραντίνο και γι΄αυτό πιστεύω ότι η ταινία, είναι απλώς εξαιρετική. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η (εξαιρετική) αφήγηση της ταινίας έχει ως άξονα τον χαρακτήρα του Δρ. Κινγκ Σουλτς, ο οποίος και νομιμοποιεί τη βία όταν αποδέκτες της είναι τόσο μαύροι όσο και λευκοί, όταν παρανομούν. Αποδεικνύει με μια μάλλον ελαφριά πατερναλιστική διάθεση, καλώς νοούμενη, πως όταν σε κάποιον άνθρωπο που διαφέρει ελάχιστα από ενα ζώο φερθούμε με αξιοπρέπεια, αντιμετωπίζοντάς τον ως ίσο, εκείνος μεταμορφώνεται από σκλάβο (πλην όμως με τσαμπουκά)  βαμβοκοφυτείας του αμερικανικού νότου στο πιο γρήγορο και θανατηφόρο πιστόλι της αμερικανικής Δύσης.

Το θέμα της ταινίας είναι η εκδίκηση. Ο Τζάνγκο πρώην σκλάβος νυν αγνώριστος πιστολάς- σκληρό καρύδι που όπως χαρακτηριστικά λέει ο Di Caprio ως Κάλβιν Κάντι είναι 1 στους 10.000….μας φέρνει κάτι στο νου από τον Κόμη Μόντε Κρίστο του Αλέξανδρου Δουμά, για τον οποίο άλλωστε γίνονται μια δυο αναφορές στην ταινία, (υπάρχει και η παράπλευρη ιστορία αγάπης που τροφοδοτεί το κίνητρο του ήρωα για εκδίκηση), σε μια φυσικά ενδιαφέρουσα παραλλαγή από κάθε άποψη.

Ένα άλλο αξιοπερίεργο χαρακτηριστικό της ταινίας είναι ότι ο Τζάνγκο αν και πρωταγωνιστής σε γουέστερν είναι ο πιο soft χαρακτήρας. Όχι βίαιος υπερβολικά, αηδιαστικά κακός και αστείος. Όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν είναι καλοδουλεμένοι και μπορούν να τους αποδοθούν συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Προσωπικά απόλαυσα τον χαρακτήρα του Δρ. Κινγκ Σουλτς γιατί φωτίζει τους πάντες γύρω του.  Επιπλέον, το κοστούμι του Κρίστιαν Βαλτς του έπεσε τέλεια. Ο Di Caprio ως κάθαρμα από τα γεννοφάσκια του, διεστραμμένος, σαδισταράς μέχρι τα μπούνια, καλοαναθρεμμένο καθίκι της υψηλής τάξης εντυπωσιάζει, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο.   Η ερμηνεία της Κέρι Γουάσινγκτον ως Μπρουνχιλντε δεν μπορώ να πω ότι δικαιολόγησε μέσα μου τον χαμό που έγινε για πάρτη της, ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι η ιστορία αγάπης της ταινίας αν και αποτελεί τον κινητήριο μοχλό του πρωταγωνιστή, παραμένει παράπλευρη. Παρόλαυτα η επιλογή του ονόματος της Βαλκυρίας από το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν και η αφήγηση της ιστορίας της από το στόμα του ευγενεστάτου Δρ Κινγκ Σουλτς αποτελεί αρκετό λόγο για να δικαιολογήσω την παρουσία της στην ταινία. Η ερμηνεία όμως που ξεχωρίζει είναι αυτή του Samiouel Jackson (αν και δεν κατάλαβα σε τι εξυπηρετούσε το ότι υποδυόταν το Πάρκινσον στο πόδι). Η αποκρουστικότητα και σκαιότητα του χαρακτήρα του ξεπερνά ακόμα και αυτή του δουλεμπόρου που διασκεδάζει βλέποντας ανθρώπους να ξεσκίζουν μπροστά του τις σάρκες τους.  Αποτελεί όμως παράλληλα και το ψυχολογικό αντίβαρο της ιστορίας καθώς κάθε φορά που εμφανίζεται στην οθόνη, φοβόμαστε για την τύχη των πρωταγωνιστών της.

Τα σκηνικά της ταινίας είναι αρτιότατα και δημιουργείται στο θεατή η εντύπωση ότι πραγματικά βρίσκεται στην Αμερική μόλις πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος. Όλα σε πείθουν, όλα ειναι ρεαλιστικότατα ‘ οι δρόμοι της πόλης, η διακόσμηση των σπιτιών, το σαλούν και φυσικά τα κοστούμια επιτηδευμένα χωρίς υπερβολές, χωρίς κάτι το θεατρινίστικο.

Το soundtrack της ταινίας “The payback”, καθώς και όλη η μουσική της ταινίας (Johnny Cash, James Brown, 2Pac και φυσικά Ennio Moricone) αγκαλιάζουν και αναδεικνύουν την εξέλιξη της ταινίας, δημιουργώντας παράλληλα μια καταπληκτική ατμόσφαιρα, αν και τα κομμάτια δεν ακούγονται ολόκληρα. Τα hip-hop κομμάτια της ταινίας (“100 Black Coffins”) δένουν απόλυτα με το πιστολίδι και μας επαναφέρουν στο παρόν.

Είναι γνωστό ότι ο Ταραντίνο αγαπά το γουέστερν, το οποίο και θεωρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα «ο κατεξοχήν αμερικανικός κινηματογράφος». Στην ταινία του αυτή για τους λάτρεις του είδους είναι εμφανές. Ας αναφερθούμε μόνο στο ζουμ που κάνει ο φακός στον Di Caprio με το που εμφανιστεί στην οθόνη το σαρδόνιο χαμόγελό του, που κυριολεκτικά  παγώνει (χωρίς καν να μιλήσει καταλαβαίνουμε τα πάντα για τον Κάλβιν Καντι), θυμίζοντας κάτι από το μανιερισμό του Sergio Leone, ενώ και το όνομα Τζάνγκο ανήκει σε ήρωα γουεστερν σε ταινία του ’66, ο οποίος βολόδερνε από δω και κει μ’ ένα φέρετρο που είχε μέσα τι άλλο; μια μηχανή όπλο…
Όλα αυτά και να σκεφθεί κανείς ότι δεν ήμουν φαν του Ταραντίνο,  πλέον ανήκω στους φανατικούς. Τζανγκο ο «Τιμωρός»  λοιπόν ή «off chain» γιατί του πηγαίνει καλύτερα, έχει πιο στυλ. Θα το ξαναδώ σίγουρα και όχι μόνο μια φορά, είτε με παρέα είτε μόνη, προσοχή μόνο στο πώς θα προφέρετε τ όνομά του ‘«the D is silent….» και δεν αστειεύεται.

Στους κινηματογράφους από τις 17 Ιανουαρίου 2013