Ο αμερικανός σκηνοθέτης Άρμονι Κορίν δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα μας, αφού οι περισσότερες ταινίες του, όπως και η τελευταία, το Spring Breakers, δε βρίσκουν συνήθως διανομή στους κινηματογράφους. Ξεκίνησε ως παιδί-θαύμα και στη συνέχεια αποτέλεσε άλλη μία χολιγουντιανή περίπτωση κακού παιδιού -χωρίς βέβαια ο ίδιος να ανήκει ποτέ πραγματικά στο Χόλιγουντ- που τελικά συνήλθε από τις καταχρήσεις. Έγινε ο αγαπημένος σκηνοθέτης του Βέρνερ Χέρτζοκ, και απέκτησε ορκισμένους οπαδούς όσο και πολέμιους. Οι ταινίες του (Gummo (1997), Julien Donkey-Boy (1999), Trash Humpers (2009) κ.α.) φλερτάρουν πάντα με την τέχνη της περφόρμανς και του art project.

Από την Τέτα Αποστολάκη

Παράλληλα με αυτά, σκηνοθετεί μικρού μήκους προσωπικά φιλμάκια, όπως και διάφορα βιντεοκλίπ και διαφημιστικά. Ο 40χρονος σκηνοθέτης, αποτελεί πια μία από τις λίγες πραγματικά ανεξάρτητες και ενδιαφέρουσες φωνές του αμερικανικού σινεμά.

Σήμερα, ο Κορίν αφήνει τα μικρά indie φιλμ, και σκηνοθετεί μία, όχι mainstream, αλλά διασκεδαστική ταινία που απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό. Το Spring Breakers, είναι σαν ένα βιντεοκλίπ του MTV. Ένα ειρωνικό και υπερβολικό βιντεοκλίπ, με αναφορές στη βία του Μπράιαν ΝτεΠάλμα και στα σέξι θηλυκά του Ρας Μάγιερ.

Η ταινία ακολουθεί μία παρέα τεσσάρων φοιτητριών που βαριούνται στο κολλέγιο και σχεδιάζουν το spring break τους – τις σύντομες δηλαδή ανοιξιάτικες διακοπές, κατά τις οποίες οι Αμερικανοί φοιτητές συνηθίζουν να πηγαίνουν σε νεανικά θέρετρα με σκοπό να ξεφαντώσουν όσο δεν ξεφάντωσαν όλη τη χρονιά. Όταν οι πρωταγωνίστριες συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις πολυπόθητες διακόπες τους, κλέβουν ένα αυτοκίνητο, ληστεύουν ένα κατάστημα και χωρίς δεύτερη σκέψη, πηγαίνουν στη Φλόριντα. Εκεί, δοκιμάζουν τα πάντα, κάνουν πάρτυ όλη μέρα και βρίσκουν το δικό τους παράδεισο. Εναν παράδεισο με ραπ, κόκα και μπικίνι. Οι διακοπές τους όμως, παίρνουν άλλη τροπή όταν συλλαμβάνονται και στο δικαστήριο γνωρίζουν το ραπ νεο-γκάνγκστερ, Άλιεν, που τις βγάζει απο τη φυλακή. Ο Άλιεν, γίνεται εραστής και μέντοράς τους κι όλοι μαζί στήνουν μία περίεργη συμμορία.

Το Spring Breakers μιλά για την ενηλικίωση, για την αυτογνωσία και για τη γυναικεία δύναμη. Κυρίως όμως μιλά για το τίποτα. Απεικονίζει μια γενιά που δεν ονειρεύεται και δεν πιστεύει σε τίποτα, που δεν έχει ηθική και δεν έχει ιδεολογία. Ο Κορίν πραγματεύεται αυτό το θέμα σχεδόν σε όλο του το έργο, χωρίς ποτέ να κρίνει ή να καταδικάζει. Αρκείται στο να παρουσιάζει, με ακραίο συνήθως τρόπο, αυτή την κατάσταση. Και τελικά από μόνη της αυτή η κατάσταση καταλήγει στο τίποτα, εκεί από όπου ξεκίνησε. Παρουσιάζει δηλαδή χαμένες ζωές, μάταιες υπάρξεις που περνούν και χάνονται.

Όλη η ταινία είναι σα μια βόμβα, γεμάτη βία και συχνά ξεσπάσματα, που δημιουργεί διαρκώς στο θεατή την αίσθηση ότι κάτι μεγάλο πρόκειται να γίνει. Η βόμβα αυτή όμως τελικά δεν εκρήγνυται. Κι ενώ υπάρχουν δραματικές ανατροπές και η πλοκή είναι σχεδόν καθαρή με αρχή, μέση και τέλος, η πραγματική κάθαρση δεν έρχεται ποτέ. Όπως ποτέ δεν εξελίσσονται οι χαρακτήρες και οι σχέσεις τους. Η επανάληψη, η βραδύτητα, οι εξωφρενικά χαζοί διάλογοι είναι προσεχτικά διαλεγμένοι για να τονίσουν αυτή τη ματαιότητα, αλλά καταλήγουν κάποιες στιγμές απλά να κουράζουν. Ευτυχώς, το σύνολο της ταινίας αποζημιώνει και σε αυτό βοηθά πολύ η νέον, στυλιζαρισμένη εικόνα του Γάλλου φωτογράφου Ντεμπί, ο οποίος διατηρεί μία ποιητική ματιά σε αυτό το σκηνικό της ραπ υπο-κουλτούρας. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης χαρακτήρισε την ταινία του αυτή ως ένα «ποπ ποίημα».

Κανείς δεν περιμένει βέβαια μεγάλες ερμηνείες σε αυτή την ταινία. Και δε θα τις βρει. Ο Κορίν έχει επιλέξει δημοφιλείς στάρλετ από εφηβικές ταινιούλες για τις τέσσερις πρωταγωνίστριες. Κι εκείνες κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους. Δεν προσδίδουν τίποτα στους χαρακτήρες τους, δεν ξεχωρίζουν καν η μία από την άλλη και είναι απλά πολύ σέξι, με τα μπικίνι και τα σορτσάκια τους σε όλη την ταινία. Ο Τζέιμς Φράνκο από την άλλη, ως Άλιεν, κλέβει την παράσταση. Δε δίνει ποτέ βάθος στο χαρακτήρα του, είναι ωστόσο απολαυστικά τρελός και βίαιος. Ο ηθοποιός αυτός είναι άλλη μία ιδιαίτερη περίπτωση του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά. Έχοντας αποδείξει ότι μπορεί να παίξει καλά  (προσωπικά αγαπημένες οι κωμικές του στιγμές!), φαίνεται αποφασισμένος να δοκιμάσει τα πάντα στο χώρο του θεάματος: μπλοκμπάστερς, παιδικές ταινίες, φαρσοκωμωδίες, mainstream και indie ταινίες, μπροστά και πίσω από την κάμερα. Συνήθως το κάνει καλά, και πάντα το κάνει με το δικό του τρόπο. Η επιλογή του Φράνκο για το ρόλο, φαινομενικά παράδοξη, είναι τελικά ιδανική.

Ο Κορίν, κοντά στην εποχή του, αλλά κόντρα στις απαιτήσεις και στις συνήθειες αυτής, είναι ένας αμερικανός σκηνοθέτης, που επιτέλους μιλά με ειλικρίνεια και τόλμη, χωρίς να στοχεύει σε βραβεία και δόξες. Ενας σκηνοθέτης που μιλά πάντα σοβαρά και για σοβαρά ζητήματα. Αλλά ποτέ -ευτυχώς- δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά.

Σενάριο-Σκηνοθεσία: Άρμονι Κορίν
Δ. Φωτογραφίας: Μπενουά Ντεμπί

Πρωταγωνιστούν: Σελίνα Γκόμεζ, Άσλει Μπένσον, Βανέσα Χιούτζενς, Ρείτσελ Κορίν, Τζέιμς Φράνκο.

Χώρα: Η.Π.Α.
Διάρκεια: 94’
Έτος: 2012