Δεν υπάρχει κάποιος εξαναγκασμός στην ποίηση του Χοακίν Ο. Χιανούσι, παρά μια φυσική διαδικασία ανάμεσα στην εικόνα και τη φράση. Μας εισάγει εγκάρδια στο σπίτι του ποιητή, σαν κάποιο οικείο του πρόσωπο, στις παλιές φωτογραφίες του, στους ήχους που διεισδύουν απ’ τα παράθυρα. Ο Χιανούσι υπήρξε ένας «εργάτης» της ποίησης που υπηρέτησε πιστά το όραμα της ανανέωσης.

Μόνο ο άνεμος και το πέταγμα των γλάρων
στερούν από τον ουρανό τη γοητεία
μιας αβλαβούς αιώρησης
πάνω από τη στάθμη των υδάτων.

Χοακίν Ο. Χιανούσι

Ο Χοακίν Ο. Χιανούσι γεννήθηκε το 1924, εκεί όπου σήμερα υπάρχει η διασταύρωση των οδών Κόρδοβα και Δαρβίνου, όταν ο ποταμός Μαλδονάδο έβλεπε ακόμα τον ήλιο της πόλης του Μπουένος Άιρες.

Ο πατέρας του ήταν Ιταλός μετανάστης και επιθυμούσε να δει τον γιο του να γίνεται μηχανικός. Παρ’ όλ’ αυτά, εκείνος, «μαγεμένος» από τη ζωγραφική και τα γράμματα, παράκουσε την πατρική εντολή και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Η ενασχόλησή του αυτή διήρκεσε απ’ το 1952 μέχρι το 1985 οπότε και υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, που τον ανάγκασε να συνταξιοδοτηθεί.
Τα βιβλία του για πολλά χρόνια παρέμεναν στην αφάνεια, ακόμα κι αν είχαν αποσπάσει τις πιο σημαντικές διακρίσεις στη χώρα του. Ωστόσο, όταν ο Χιανούσι κυκλοφόρησε τις Θνητές μας μέρες, πολλοί ποιητές άρχισαν να μιλούν για μια πρόθεση να «αναζωογονηθεί η γλώσσα» και να ερευνηθεί το λαϊκό και αστικό στοιχείο αξιοποιώντας την τετριμμένη καθημερινότητα. Συχνά μνημονεύεται μαζί με τον Χουάν Χελμάν, που άρχισε και κείνος να δημοσιεύει την ίδια εποχή.

Εισαγωγή: Οσβάλδο Πικάρδο