Μια γνήσια ποιήτρια, μια γυναίκα βαθιά μελαγχολική και έντονα καταθλιπτική, μια φυσιογνωμία που έμελλε να ζήσει μέσα στην συντηρητική κοινωνία της Αμερικής του 19ου αιώνα. Να κάποιες από τις πληροφορίες που έχουμε για την εμβληματική Έμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson), μια νέα έκδοση με πολλά εκ των ποιημάτων της οποίας έχουμε την τύχη να διαθέτουμε ανά χείρας χάρη στην επιμελημένη και άρτια φροντισμένη έκδοση των εκδόσεων Κίχλη. Δεν υπάρχουν πολλές προσωπικότητες της εμβέλειας της Ντίκινσον και αυτό γιατί η εγγενής ασχολία της με την ποίηση δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας επίγειας συμφωνίας αλλά θεόσταλτης έμπνευσης καθώς και αποκύημα της ανάγκης της να λυτρωθεί, να εκφραστεί, να απελευθερωθεί από την κατάρα της εσωτερικής φωνής που την καλούσε στην αυτοκτονία. Δεν είναι μια εύκολη περίπτωση η Ντίκινσον, είναι από τις καταραμένες δημιουργούς που όσο πιο πολύ γράφει τότε περισσότερη ζωή έχει μπροστά της, γιατί το φάσμα της ζωής της αλλιώς λιγοστεύει.
Μια αυθεντική μορφή της ποίησης που έζησε στην κόψη του ξυραφιού αγκαλιά με τις σκιές της
Δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για την προσωπική ζωή της καθώς δεν είχε ιδιαίτερα ανεπτυγμένη προσωπική ζωή στο βαθμό που είχαν άλλες αντίστοιχες προσωπικότητες. Αυτό που γνωρίζουμε καλά ωστόσο και έχει αποτυπωθεί και σε πολλές εκδόσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τόσο στα ελληνικά όσο και σε άλλες γλώσσες είναι το γεγονός πως ήταν μια γυναίκα συνεσταλμένη, πολύ εσωστρεφής, μειλίχια, εξαιρετικά σιωπηλή μα και πολύ παραγωγική, μια γυναίκα βαθιά πιστή και θρησκευόμενη. Στη ζωή της αναφέρθηκε και μια εξαιρετική ταινία που παρουσιάστηκε στη μεγάλη οθόνη σχετικά πρόσφατα και καταδεικνύει αυτή την ανάγκη της να εξωτερικεύσει όλα αυτά που αδυνατούσε να εκφράσει στην καθημερινότητά της, παραδομένη σε ένα πνεύμα τόσο άδοξα ανέκφραστο στον κοινωνικό περίγυρο.
Την διακατείχε ο φόβος για το σκοτάδι και δεν μπορούσε να κοιμηθεί παρά μόνο με αναμμένο φως, ενώ οι αυτοκτονικές τάσεις και οι ψυχικές διαταραχές ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο στην οικογένειά της καθώς υπήρχε ιστορικό ψυχικών ασθενειών, από σχιζοφρένεια μέχρι και βαριά κατάθλιψη και δεν θα ήταν εύκολο να γλιτώσει από αυτήν του είδους την κατάρα. Όλη της τη ζωή πάλεψε με τα φαντάσματα της προσωπικής της μελαγχολίας και της θλίψης που ένιωθε και την αποσταθεροποιούσε. Αυτό άλλωστε καθρεφτιζόταν στις αϋπνίες της, την έλλειψη όρεξης και την ασταθή ψυχολογική της διάθεση. Εν τούτοις, η λογοτεχνική και ποιητική της δεινότητα παρέμενε άθικτη και δεν έπαψε να γράφει ακόμα και όταν οι διανοητικές διαταραχές επαναλαμβάνονταν με τακτικούς ρυθμούς σε βαθμό που την καθόριζαν επικίνδυνα και στοίχειωναν την καθημερινότητά της. Ψυχή ταραγμένη, ψυχή τρομαγμένη, ψυχή καθημαγμένη, η ζωή της κύλησε μέσα στην αδυναμία να βρει τις ισορροπίες της και όταν τις έβρισκε η χαρά ήταν πρόσκαιρη καθώς βυθιζόταν και πάλι στα σκοτάδια της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Ποιος ομότεχνός της εκείνον τον καιρό είχε τη μισή έστω από τη δική της εικαστική φαντασία; Ποιος ποιητής τόλμησε ποτέ να περιγράψει ένα ιριδίζον κολίβρι και τον εωθινό του περίπατο;» διαβάζουμε στα προλεγόμενα της εξαιρετικής αυτής έκδοσης, την οποία επιμελήθηκε ο Κώστας Κουτσουρέλης, ρίχνοντας άπλετο και έντονο φως στο πρόσωπο της Ντίκινσον. Ο ίδιος με μεράκι και κέφι αλλά και μελέτη στη γραφή της ανέλαβε και τη δύσκολη αποστολή της μετάφρασης των ποιημάτων στα ελληνικά, μια αποστολή ιδιαίτερα απαιτητική καθώς τα ελληνικά είναι μια απαιτητική γλώσσα που κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. Και συνεχίζει πολύ εύστοχα σε άλλο σημείο να αναφέρει πως σαν τα παιδιά, η Ντίκινσον ρουφάει τον κόσμο αφιλτράριστο – κάθε χαρά της είναι απέραντη, κάθε της λύπη απαρηγόρητη. Οι στίχοι της είναι ένα διαρκές ανάκρουσμα οριακών συναισθημάτων, μια ακροβασία πάνω στο δίκοπο ξυράφι της συντριβής και της ευδαιμονίας. Δεν υπάρχει τίποτε νερωμένο εδώ, τίποτε το χλιαρό, τίποτε το μέτριο.
Η Ντίκινσον μοιάζει φυλακισμένη στις σκέψεις της, η αναπόληση είναι μία σχετικά επιθυμητή αυθυποβολή από μέρους της σε όλα αυτά που την στοιχειώνουν. Και η ευτυχία της, η πολύ περιορισμένη ευτυχία της, καθορίζεται τελικά άμεσα από αυτό τον διακαή πόθο να αποτινάξει από πάνω της κάθε ίχνος λήθης, να εξαϋλωθεί, να απογειωθεί από την πραγματικότητα που την γεμίζει με λύπη και θλίψη. Σκέψεις και συλλογισμοί ανέκαθεν δεν την άφηναν ήσυχη να αντιμετωπίσει τη ζωή με όρεξη και διάθεση και έμοιαζαν ικανές δυνάμεις να την κρατήσουν σε μια κατάσταση σχεδόν υπό εξαφάνιση με την κλεψύδρα να αδειάζει επικίνδυνα. Είχε εξάλλου εκμυστηρευτεί πως από την αρχή η ιδέα του θανάτου είχε εγκιβωτιστεί στο μυαλό της μα ήρθε η ζωή να την πάρει μακριά από την ιδέα αυτή για κάποιο καιρό. Άλλαξε κατεύθυνση, προσωρινά από ό,τι φάνηκε, μα το χρονικό διάστημα μέχρι την τελική απόφαση υπήρξε ένα βάσανο. Το διάστημα αυτό κράτησε αρκετό χρόνο και την οδήγησε σε γραπτά που σήμερα διαβάζουμε.
Η ποίησή της έχει κάτι το ρομαντικό, το απαισιόδοξο με την τάση προς το θανατικό, εξ’ ου και η αναφορά δικαίως στο γοτθικό στοιχείο από τον Κώστα Κουτσουρέλη, το αποκαλυπτικό στοιχείο όμως επίσης είναι επίσης εμφανές καθώς το έργο της έχει μια έντονη θρησκευτικότητα. Μην ξεχνάμε εξάλλου πως έζησε σε μια κοινωνία, σε μια περιοχή και σε μια εποχή με έντονο το καθολικό πνεύμα να διαπνέει τις ζωές των ανθρώπων ειδικά στην επαρχία της Αμερικής του τέλους του 19ου αιώνα, η πίστη ήταν ένα λιμάνι για μια καλύτερη και πιο ευτυχισμένη ζωή. Η Ντίκινσον δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπαίνει υπό την σκέπη ενός μόνο είδους ποίησης γιατί η ίδια, σαν τη μέλισσα το αγαπημένο της έντομο όπως μαθαίνουμε, αντλεί στοιχεία από πολλά είδη και φτιάχνει το δικό της προσωπικό μείγμα, τη δική της ποιητική συνταγή και το δικό της ποιητικό βασιλικό πολτό. Με ζήλο και αυταπάρνηση, τον παραδίδει σε εμάς τους αναγνώστες ως πνευματική τροφή μεγάλης τροφικής αξίας και εναπόκειται σε εμάς να τον γευτούμε ως οφείλουμε.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Ο ύπνος είν’ ένας σταθμός,/ τα όνειρα είν’ εκεί φρουρός,/εκείνα βάζουν τάξη»
«Όποιος τη νύχτα έχει γι’ αυγή/σε ποια βαθιά μεσάνυχτα/βαδίζει για να βγει!»
Διαβάστε επίσης:
Έμιλυ Ντίκινσον – Ποιήματα: Μια νέα συλλογή από τις εκδόσεις Κίχλη