Σαν τα παιδιά, η Ντίκινσον ρουφάει τον κόσμο αφιλτράριστο – κάθε χαρά της είναι απέραντη, κάθε της λύπη απαρηγόρητη. Οι στίχοι της είναι ένα διαρκές ανάκρουσμα οριακών συναισθημάτων, μια ακροβασία πάνω στο δίκοπο ξυράφι της συντριβής και της ευδαιμονίας. Δεν υπάρχει τίποτε νερωμένο εδώ, τίποτε το χλιαρό, τίποτε το μέτριο.

Τα θέματά της είναι συναφή με την ποιητική της κι αυτή πάλι ταυτίζεται με τη βιοθεωρία της. Καθαρά ρομαντική, τρεις θεούς προσκυνά: τη Λέξη, την Έκσταση και την Αλήθεια. Πάει να πει, κατά σειρά: τη δύναμη της έκφρασης, τη μέθη της ζωής και την αυθεντικότητα του βιώματος.

Ο καιρός και ο τόπος στάθηκαν φιλέταιροι για το κορίτσι απ’ το Άμχερστ. Έζησε στη βαθιά επαρχία όταν όλη η Αμερική ήταν τέτοια – μακριά από τον θόρυβο και τους περισπασμούς, προστατευμένη από τον «αρχόμενο αιώνα της εξυπνάδας». Είχε την πρόνοια μάλιστα, ή την τύχη, να μη συναγελαστεί το λογοτεχνικό συνάφι, που ανθρώπους της δικής της φτιαξιά πάντοτε τους μολύνει.

Τι ήταν και τι ήθελε το λένε μόνο τα ποιήματά της. Αυτό το θαύμα του ατόφιου λυρισμού, αυτό το διαρκές τραγούδι που λάμπει ανεξαρτήτως της αφορμής, στον ενθουσιασμό ή την πικρία, στην αλγηδόνα ή τη χαρά, στη γνώση ή την απόγνωση, σ’ ό,τι μικρό ή μεγάλο.

-Κώστας Κουτσουρέλης

Έμιλυ Ντίκινσον

Για την Έμιλυ Ντίκινσον δύο πράγματα γνωρίζουμε με ακράδαντη βεβαιότητα. Πότε και πού γεννήθηκε (την 10η Δεκεμβρίου 1830 στο Άμχερστ της Μασσαχουσέτης) και πότε πέθανε (55 χρόνια, 5 μήνες και 5 ημέρες αργότερα, την 15 Μαΐου 1886 στην ίδια εκείνη πολίχνη της Νέας Αγγλίας). Τα υπόλοιπα τα καλύπτει ομίχλη. Είπαν γι’ αυτήν ότι έζησε αποτραβηγμένη, ότι ντυνόταν στα λευκά, ότι οι άνθρωποι την περνούσαν για «εκκεντρική». Μία και μόνη φωτογραφία της έφτασε ώς εμάς. Τα πάνω από 1.800 ποιήματα που έγραψε, 120 από τα οποία περιέχονται στην παρούσα εκλογή, όσο ζούσε τα άφησε όλα σχεδόν αδημοσίευτα. Μια πρώτη επιλογή τους τυπώθηκε μόλις το 1890 – και έγινε μονομιάς ανάρπαστη. Έκτοτε η φήμη της εντός και εκτός των αμερικανικών συνόρων δεν έπαψε να μεγαλώνει.