Ένα έργο μπροστά από την εποχή του, όπως φαίνεται από το αγανακτισμένο σχόλιο του Γκούσταβ Μάλερ, ο οποίος αμέσως μετά την πρεμιέρα, το 1904, φέρεται να είπε: «Κανείς δεν το κατάλαβε. Μακάρι, να μπορούσα να διευθύνω αυτή τη συναυλία, πενήντα χρόνια μετά το θάνατό μου». Το αρχετυπικό υπαρξιακό δίπολο έρωτας-θάνατος. Μια βαθιά, δαιδαλώδης δομικά γραφή, συγκινησιακά φορτισμένη, αλλά και ανοιχτή σε διαφορετικές αναγνώσεις.

Η Συμφωνία αρ. 5, κατέχει εξέχουσα θέση στο έργο του αυστριακού συνθέτη της ύστερης ρομαντικής περιόδου. Άλλωστε, το συμφωνικό αυτό κομψοτέχνημα, του έδωσε το προσωνύμιο του «ψυχαναλυτή» της μουσικής του 20ου αιώνα. Ας βυθιστούμε λοιπόν, στον πολυκύμαντο συναισθηματικό κόσμο του Μάλερ μέσα από την ερμηνεία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, υπό την μπαγκέτα του πολυβραβευμένου Γερμανού αρχιμουσικού Ματίας Φορέμνυ.

Για την ιστορία

ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΜΑΛΕΡ (1860 – 1911)
Συμφωνία αρ. 5

Στην Πέμπτη Συμφωνία ο Θάνατος και ο Έρωτας αποτελούν ευδιάκριτα συστατικά στοιχεία του μουσικού της νοήματος. Ο συνθέτης απέφυγε επιμελώς να συνδέσει ευθέως τη μουσική της με συγκεκριμένες προγραμματικές ιδέες, γεγονός που συνιστούσε σημαντική καινοτομία γι’ αυτόν. Στην Πέμπτη, ο Μάλερ στράφηκε προς μία πιο αφηρημένη, υποκειμενική και δαιδαλώδη δομικά γραφή, φορτισμένη συναισθηματικά αλλά και ανοικτή σε διαφορετικές αναγνώσεις. Έχοντας πλήρη συναίσθηση αυτών των καινοτομιών, πρώτος ο ίδιος επεσήμανε τις δυσκολίες κατανόησης που δυνητικά έκρυβε η Πέμπτη, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής του, συνέχιζε να κάνει διορθώσεις στην ενορχήστρωσή της, παραδεχόμενος πως αρχικά είχε υποπέσει σε πληθώρα «λαθών».

Η Συμφωνία χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη, στην οποία περιλαμβάνονται τα δύο αρχικά μέρη, διαπνέεται από μία αίσθηση «τέλους», που μπορεί να νοηθεί ως τέλος μίας ζωής αλλά και μίας ολόκληρης εποχής. Το πρώτο μέρος, ένα μακάβριο, πένθιμο εμβατήριο, κινείται ως επί το πλείστον σε μελανά, θρηνητικά ηχοχρώματα. Το εναρκτήριο σόλο της τρομπέτας δίνει άμεσα ένα σαφές στίγμα δραματικότητας, που κυριαρχεί ως την εμφάνιση ενός νέου θέματος στα έγχορδα, σε πιο χαμηλούς τόνους αυτή τη φορά.

Ο θρήνος του πρώτου μέρους μεταμορφώνεται στο δεύτερο σε παθιασμένη οργή. Η ατμόσφαιρα εδώ είναι εμφανώς εκρηκτική: με σκληρές χειρονομίες, εξπρεσιονιστικής έντασης, ο συνθέτης σκιαγραφεί μία άγρια και μοιραία επώδυνη (εσωτερική) σύγκρουση χωρίς ορατή διέξοδο. Προς στιγμήν, τα χάλκινα παίζουν ένα θριαμβευτικό θέμα (σαν χορικό) που ποτέ όμως δεν ολοκληρώνεται.

Την τραγική αυτή ατμόσφαιρα έρχεται να διαλύσει το τρίτο μέρος, που συνιστά το κομβικό σημείο όλης της Συμφωνίας. Το μεγαλύτερο σε διάρκεια μέρος όλου του έργου (και το εκτενέστερο σκέρτσο σε συμφωνία του Μάλερ εν γένει), προσλαμβάνει τις πιο ετερόκλητες διαστάσεις κατά τρόπο σχεδόν «σχιζοφρενικό». Παρατίθεται πληθώρα θεματικών στοιχείων, που έχουν έντονα χορευτική διάσταση άλλοτε πιο κοντά στον παραδοσιακό αυστριακό χορό Ländler και άλλοτε στο γρηγορότερο βαλς. Ο ίδιος ο Μάλερ αναφερόμενος στο μέρος αυτό χρησιμοποίησε εύστοχα τη φράση «ο άνθρωπος στο πλήρες φως της μέρας, στο ζενίθ της ζωής». Φυσικά, δεν λείπουν και επεισόδια μελαγχολικού χαρακτήρα, στα οποία πρωταγωνιστεί το σόλο κόρνο.

Τα δύο τελευταία μέρη συναποτελούν την τρίτη ενότητα του έργου. Ο Μάλερ, διάγοντας περίοδο ψυχικής ευφορίας μετά τον γάμο του, συνέθεσε το Adagietto για έγχορδα και άρπα ως μία εκ βαθέων έκφραση του έρωτά του για την Άλμα, υπό τη μορφή ενός αισθησιακού «τραγουδιού χωρίς λόγια». Με θεματικές παραπομπές στο τραγούδι «Είμαι χαμένος στον κόσμο» (από τα Rückert Lieder) αλλά και σε ένα μοτίβο από το δράμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ Τριστάνος και Ιζόλδη (με μία αισθαντική κατιούσα έβδομη), το Adagietto λειτουργεί ως αιθέριο ιντερμέτζο ανάμεσα στο τρίτο και το πέμπτο μέρος της Συμφωνίας, αποτελώντας συγχρόνως μία σύνθεση που εκπλήσσει με την πυκνότητα και με το ειδικό της βάρος, γεγονός που δικαιολογεί το ότι κάποιες φορές παρουσιάζεται και μεμονωμένα, εκτός του πλαισίου της Συμφωνίας.

Η κατάφαση του Έρωτα συμπληρώνεται με την πηγαία κατάφαση της Ζωής, που αποδίδεται με πανηγυρικούς τόνους στο φινάλε. Η λιτή αρχή του, με αλλεπάλληλα σολιστικά περάσματα από το κόρνο, το όμποε, το φαγκότο (μοτίβο από το τραγούδι «Ύμνος της υψηλής σκέψης») και το κλαρινέτο, είναι μάλλον παραπλανητική, δεδομένου ότι από εκεί και μετά η γραφή είναι άκρως πληθωρική και κατά διαστήματα περίτεχνα αντιστικτική. Το χορικό που έκανε μία αποτυχημένη απόπειρα εμφάνισης στο δεύτερο μέρος επιστρέφει πλέον προς το τέλος του πέμπτου μέρους με τη δέουσα μεγαλοπρέπεια, ως θριαμβευτική κατάληξη όλης της Συμφωνίας. Είναι ο τελευταίος σταθμός μίας περιπετειώδους διαδρομής με αρκετά απρόβλεπτα, πισωγυρίσματα, ήττες και νίκες, από την τραγικότητα και την παραίτηση του πρώτου μέρους μέχρι την ασκίαστη και αμετάκλητη επικράτηση της αισιοδοξίας.

Στη σκιά της ιστορίας

Το 1897 ο Γκούσταβ Μάλερ ανέλαβε για μια δεκαετία την περίοπτη θέση του αρχιμουσικού στην Όπερα της Βιέννης. Το 1901, υπέστη αιφνίδια εντερορραγία που παρά λίγο να αποβεί μοιραία για τη ζωή του. Αναγκάστηκε να χειρουργηθεί και κατόπιν να μειώσει τον αριθμό των εμφανίσεών του, ενώ λίγο μετά διέκοψε τη συνεργασία του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης. Το ερχόμενο καλοκαίρι, έχοντας πια αναρρώσει πλήρως, πέρασε τις διακοπές του στην καινούρια του εξοχική κατοικία στην περιοχή της Καρινθίας. Τότε ξεκίνησε η σύνθεση της Πέμπτης Συμφωνίας, που ολοκληρώθηκε το επόμενο καλοκαίρι. Στους ενδιάμεσους μήνες, ο Μάλερ γνώρισε και παντρεύτηκε (1902) τη σύντροφο της ζωής του, Άλμα Σίντλερ.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΜΑΛΕΡ (1860 – 1911)
Συμφωνία αρ. 5

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1. Trauermarsch. In gemessenem Schritt. Streng. Wie ein Kondukt (Πένθιμο εμβατήριο. Με μετρημένο βηματισμό. Αυστηρά. Σαν μία πομπή)
2. Stürmisch bewegt, mit größter Vehemenz (Με θυελλώδη κίνηση, με μέγιστη ορμή)
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
3. Scherzo. Kräftig, nicht zu schnell (Ρωμαλέα. Όχι πολύ γρήγορα)
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
4. Adagietto. Sehr langsam (Πολύ αργά)
5. Rondo – Finale. Allegro

Ματίας Φορέμνυ, Μουσική διεύθυνση

Tης συναυλίας θα προηγηθεί (στις 19:45) δωρεάν εισαγωγική ομιλία από το Χαράλαμπο Γωγιό για τους κατόχους εισιτηρίων.