Τις προάλλες, για τις ανάγκες ενός άρθρου, χρειάστηκε να ανατρέξω στην επί εικόνας καταγραφή μιας συναυλίας των Underworld στα πλαίσια μιας εμφάνισης τους σε ένα αγγλικό φεστιβάλ της τελευταίας δεκαετίας…

Εκεί παρατήρησα το εξής. Ο μπροστάρης της μπάντας και τραγουδιστής, προχωρώντας σε μια εξέδρα που ξεκινούσε κάθετα από την παράλληλη με το κοινό σκηνή, βυθιζόταν μεν μέσα στο πλήθος, αλλά η επαφή του με τον κόσμο κρατούσε μέχρι εκεί.

Τα φώτα της εμφάνισης του αγγλικού ηλεκτρονικού ντουέτο αφορούσαν αποκλειστικά τα επί σκηνής δρώμενα με αποτέλεσμα ο Karl Hyde να βρίσκεται στο σκότος σε επίπεδο αναγνώρισης εκ μέρους του, έστω και κάποιων σηκωμένων άκρων προς αποθέωση του. Ήταν περίεργο. Χορογραφούσε εαυτόν και τραγουδούσε μπροστά σε μία μαύρη θάλασσα. Και ναι μεν έχουμε όλοι δει συναυλίες μαμούθ όπου τα φώτα λούζουν το κοινό όπως οι εδώ εμφανίσεις των AC/DC ή των U2 αλλά στα σίγουρα έχουμε παραστεί και σε συναυλίες όπου ο φέρων το βάρος της επικοινωνίας με το κοινό από μεριάς της μπάντας, ο τραγουδιστής στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, ζητά να ανάψουν οι προβολείς προς το κοινό για να δει (όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο Lemmy των Motorhead στην εμφάνιση των τελευταίων το καλοκαίρι του 2004 στον Λυκαβηττό) «το ασπράδι από τα μάτια τους, να φανεί η αγωνία».

Η τελευταία λέξη της προηγούμενης πρότασης είναι στα σίγουρα κάτι που αποζητά μια μεγάλη μαστόρισσα της ζωντανής εμφάνισης και αυτή δεν είναι άλλη από την Lydia Lunch. Έχοντας την τιμή να έχω ανοίξει συναυλία της επί ελληνικού εδάφους αλλά να έχω παρακολουθήσει και τις άλλες 2 από τις 3 προσεδαφίσεις της στα ημέτερα εδάφη, είτε στα πλαίσια της solo πορείας της, είτε στα πλαίσια του ηχητικού πανηδονισμού των Harry Crews), σε καμία από τις παραπάνω δεν μπόρεσα να μη θαυμάσω αυτό το εκπληκτικό τρυκ που κυριολεκτικά εξαπολύει απέναντι στο ακροατήριο της. Κοιτάει καταπάνω στα μάτια τους και φτύνει τις γεμάτες ένταση και βιωματικότητα λέξεις της με έναν τρόπο που ναι μεν σε κάνει και θεωρείς εαυτόν μοναδικός αλλά την ίδια στιγμή μπορείς να νιώσεις σαν τον άγιο Σεβαστιανό εξαιτίας των στίχων της.

Όταν στην εμφάνιση της στο House of Arts είχα την ευκαιρία να της μιλήσω (για δεύτερη φορά στη ζωή μου, η πρώτη ήταν στα πλαίσια μιας τηλεφωνικής συνέντευξης το 1999), εξαιτίας της support act εμπλοκής μου, απάντησε με το γνωστό σαρδόνιο ύφος της σε σχετική ερώτηση με αυτή τη συμπεριφορική της επί σκηνής: «Τους αφορά ή δεν τους αφορά αυτό που λέω;».

Και εδώ λοιπόν είναι η Λυδία λίθος του όλου οικοδομήματος. Ο εκφραστής πάνω στη σκηνή αποφασίζει μόνος του αν θα στοχεύσει στο αν(τ)ακλαστικό του ακροατή/θεατή. Μπορεί να το κάνει για να απολαύσει το θρόνο του μέσα από βλέμματα φανατικών οπαδών της πρώτης σειράς. Μπορεί να αποζητήσει την ανθρώπινη επαφή ένεκα απουσίας του επί εβδομάδων από τη χώρα του στα πλαίσια μιας τουρνέ. Μπορεί οι στίχοι του να ακολουθούν, όπως και ολόκληρο το show του, μια νομολογία όπου η διασκέδαση αναγκαστικά έχει έναν τόσο αρραγή όσο και μαζικό χαρακτήρα (και δεν ενυπάρχει μομφή σε αυτό το χαρακτηρισμό) που η αμεσότητα θα έδειχνε εκτός τόπου και κώδικα.

Μπορεί να θέλει να αλιεύσει την αντίδραση σε πραγματικό χρόνο και όχι να περιμένει τη στιγμή όπου το χειροκρότημα θα στεφανώσει την προσπάθεια του ίδιου και της μπάντας. Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι μικρότερης σημασίας ή μείζονος αισθητικής. Αυτό που πολλές φορές ξεχνάει παγκοσμίως ο θεατής όταν γίνεται κριτής αυτού που παρακολουθεί είναι μια σημαντικότατη λέξη.

Ο κώδικας. Τουτέστιν παρακολουθούμε και κρίνουμε με τελείως διαφορετικά κριτήρια το εκάστοτε δημιούργημα και όχι με όρους που προσχεδιασμένα έχουμε στον προσωπικό σιδηρόδρομο αξιών, ενίοτε μάλιστα ενισχυμένο από ράγες ατσάλινης ιδεολογικής τοποθέτησης.

Και θα τολμήσω να πω ότι ναι μεν και παγκοσμίως έχουμε παρακολουθήσει αποκαθηλώσεις καλλιτεχνών βάσει φιρμανιών του τύπου «they are sellouts» όπως αρέσκονται να μονωδούν οι αφιονισμένοι οπαδοί μιας μπάντας που περνάει από το underground στην υπέργεια δραστηριότητα στις Η.Π.Α. Αλλά και εδώ έχουμε δεκάδες περιπτώσεις όπου ο καλλιτέχνης δεν κρίνεται βάσει της απόδοσης του επί σκηνής, αλλά από ένα προκατασκευασμένο όμιλο επιχειρημάτων που η γέννηση του ενυπάρχει προτού καν ο κριτής περάσει το κατώφλι της εισόδου στην αίθουσα του κονσέρτου. Δεν χρειάζεται να πάτε σε αναζήτηση στο θυμητικό σας. Πείτε τις λέξεις Γιώργος Νταλάρας ή U2 και ψαρέψτε αντιδράσεις για την τελευταία τους συναυλία. Τα μισά που θα ακούσετε θα έχουν να κάνουν με εκτός της συναυλίας επιχειρήματα, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Η ψυχραιμία και ο καντιανός λόγος είναι κάτι που λείπει από την ημεδαπή.

\"\"

Info: Ο Στυλιανός Τζιρίτας γεννήθηκε το 1967, έχει σπουδάσει (και εξασκεί σε όλο το εύρος της ημεδαπής) performance, ηχογραφεί λαρύγγι/κλαρινέτο/κιθάρα από το 1987, συγγράφει μελέτες (ενίοτε), έχει αρθρογραφήσει στα περισσότερα μουσικά έντυπα της χώρας, έχει προχωρήσει σε εκδόσεις fanzines & ανεξάρτητων περιοδικών, έχει επιμεληθεί μία ντουζίνα βιβλίων, του αρέσει να επιμελείται εκδόσεις δίσκων και μιλάει πολύ στο μικρόφωνο του ραδιοφώνου.