Δεξιοτέχνης του λόγου δεκαετίες και χρόνια τώρα, ακούραστος και ακάματος ερευνητής ζωών σημαντικών προσωπικοτήτων αλλά και λαϊκών μορφών της παράδοσης, όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Ανδρούτσος, ο Θωμάς Κοροβίνης δεν παύει να συνεχίζει την σκαπάνη του με ζέση και ζήλο χαρίζοντάς μας βιβλία όπως αυτό το αριστούργημα. Δεν είναι απλά ένα μυθιστόρημα για να περάσει μόνο η ώρα μας ευχάριστα, είναι ένα έργο γεμάτο από ιστορία, από μουσική, από αναφορές, από στιγμές και εικόνες, είναι ένα αφιέρωμα ύμνος στον «Μπέμπη», τον εξαίσιο και μπουζουκοπλάστη Δημήτρη Στεργίου. Ο επονομαζόμενος Μπέμπης υπήρξε λοιπόν μία από τις σημαντικότερες μορφές της τέχνης του μπουζουκιού και εδώ αποκαλύπτονται όλα εκείνα τα γεγονότα που σημάδεψαν την τέχνη του μέσα από τα λόγια που του χαρίζει ο συγγραφέας για να μας συστηθεί.

Μια ζωή ποτισμένη από την αγάπη για τις γυναίκες και το μπουζούκι που τίμησε όσο λίγοι

Η μουσική μας κληρονομιά είναι πολύ πλούσια για να χωρέσει σε λίγες σελίδες ενός μυθιστορήματος και όμως ο Θωμάς Κοροβίνης με το δικό του μοναδικό τρόπο καταφέρνει να εξιστορήσει μια ολόκληρη εποχή μέσα από την οποία παρελαύνουν τα σπουδαιότερα ονόματα του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού και οι φωνές τραγουδιστών και ερμηνευτών που ανέδειξαν αυτά τα τραγούδια και έτσι μπόρεσαν αυτά και έγιναν μέρος του πολιτισμού μας διαθήκη μας. Αναμφίβολα, η μουσική αυτή δεν έμεινε εντός των συνόρων αλλά ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου γιατί όσο και αν οι στίχοι και οι μελωδίες είναι ξένες ενέχουν πόνο και μαράζι για τα όσα πέρασε ο λαός, γιατί αυτόν εκφράζουν, και έτσι εισπράττονται από τον κάθε ακροατή και άλλο τόσο είναι ικανά να ψυχαγωγούν και να συγκινούν. 

Η ζωή του Μπέμπη υπήρξε δυστυχώς σύντομη λόγω της έφεσής του στο ποτό γιατί ήταν η προσωποποίηση του στίχου “μια ζωή την έχουμε” που λέει και το περίφημο και ξακουστό άσμα. Μιλώντας στον άγνωστο φίλο του ουσιαστικά ξετυλίγει της ψυχής του το κουβάρι και βγάζει τα εσώψυχά του, τις πίκρες και τις χαρές του, σκιαγραφεί τον ίδιο του τον εαυτό, τους έρωτές του, τις αδυναμίες του, την υπερηφάνεια του, την γλυκύτητά του, την πραγματική του μαγκιά, τον αληθινό του χαρακτήρα. Ντόμπρος άνθρωπος και καθαρός είχε να κάνει πολλές φορές με ανθρώπους του υποκόσμου και με ανθρώπους που ήθελαν να εκμεταλλευτούν τη δεξιοτεχνία του και όμως ο ίδιος κύριος του εαυτού του παρέμεινε αναλλοίωτος, άτεγκτος και πάνω από όλα ένας δάσκαλος αλλά και αέναος μαθητής του μπουζουκιού.

Απέκτησε από πολύ μικρός τη μουσική παιδεία και ρουφούσε την γνώση του μπουζουκιού σαν διψασμένος γιατί είχε μεράκι σε αυτό και εκεί ήθελε να στραφεί. Οι πενιές του έφτασαν μέχρι την Αμερική και σαγήνευσαν τα πλήθη αλλά και σπουδαίες μουσικούς της τζαζ σκηνής, των μαύρων τζαζιστών που πολλοί αναφέρουν πως είναι αδερφοί των δικών μας ρεμπετών. Και δεν είναι ψέμα καθώς ο Μπέμπης όπως και εκείνοι πέρασαν τα πάνδεινα, πόνεσαν, βασανίστηκαν, βίωσαν φτώχεια όπως εμείς πολέμους, δικτατορίες και τόσα πάθη ως γένος. Ο Μπέμπης με το παίξιμό του υμνεί αυτή την παράδοση, δίνει ρυθμό στην θλίψη και πάντα υπάρχει ένα παράπονο, μια μελαγχολία, ένα μικρό πένθος που αιωρείται. Υπήρξε μορφή σχεδόν ζωγραφισμένη από τον Κόντογλου και τον Τσαρούχη μα και αριστοκρατικός στην παρουσία του, ένας κομψός άντρας που αν δεν είχε το ποτό να τον καταδυναστεύει θα πρόφταινε να μας χαρίσει αμέτρητες στιγμές.

Κάθε άνθρωπος όμως έρχεται στη γη με μια αποστολή και με έναν σταυρό και το δικό του σταυρό ο Μπέμπης τον κουβάλησε και με το παραπάνω. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά: «…ζω για να πίνω, πίνω για να ζω, ζω για να ξαναπιώ, ξαναπίνω για να ζω, πίνω και πάλι πίνω, για να ξεχάσω όσα έζησα, να φανταστώ αυτά που δεν έζησα, κι έχουν χτίσει σκοτεινές φωλιές στα σπλάχνα μου, οι ματαιωμένες επιθυμίες, οι σκοτωμένες ορμές, τα άκαρπα όνειρα, πίνω για να γεμίσω τη ζωή, όχι για να πεθάνω, πόσο πίνεις ρωτάει ο άλλος, και πόσα καπνίζεις, όσα δώσει ο Θεός, λες και είμαι τιτάνας, λες και είμαι υπεράνθρωπος». Και όντως ζούσε τη ζωή του σαν κάθε μέρα να ήταν η τελευταία, αγαπούσε πραγματικά την τέχνη του και είχε καλό λόγο για τους συναδέλφους του, ειδικά τον Μανώλη Χιώτη και τον Τάκη Μπίνη με τους οποίους συνδεόταν σχεδόν αδελφικά.

Αυτό το φως που ο ίδιος εξέπεμπε μέσα από την αυθεντικότητά του και την καθαρότητά του είναι κάτι σπάνιο και ουσιαστικά μπορούμε να πούμε πως ανήκει σε εκείνους τους καταραμένους που δεν πρόλαβαν να γευτούν όλες τις χαρές αν και σε περίπτωση που κάποιος τον ρωτούσε μάλλον το αντίθετο θα υποστήριζε. Είχε κατά τον Κοροβίνη, που μελέτησε συστηματικά και ενδελεχώς την εργογραφία του, μια μορφή αγίου του μπουζουκιού και έμελλε να διαπρέψει σε δύσκολες και σκληρές περιόδους, όταν ακόμα η νύχτα έκανε τα πρώτα της βήματα και ο κόσμος διασκέδαζε για να ξεχαστεί από την κατοχή και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Ο Μπέμπης δεν είναι απλά ένας μουσικός που έμεινε στην ιστορία, είναι ένας μύθος του μουσικού πενταγράμμου και αν μετρήσει κανείς με πόσους συνεργάστηκε και πόσους συναναστράφηκε δεν αποκαλείται τυχαία ένας τιτάνας της ελληνικής μουσικής. Οι εκτελέσεις του και η μουσική του αύρα, η αλήθεια του θα μας συντροφεύουν για πάντα.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

«…δεν πεθαίνεις τη στιγμή που ξεψυχάς, πεθαίνεις κάθε στιγμή όταν ζεις χωρίς ψυχή»

«…όλα τα ωραία πράματα κάθε χάραμα συμβαίνουν, και τα πιο αλλόκοτα, και τα πιο σκληρά, τα πιο άγρια φονικά, για λόγους τιμής, αντεκδίκησης…»

Διαβάστε επίσης:

Μπέμπης: Ο Θωμάς Κοροβίνης στο νέο του βιβλίο βιογραφεί τον Δημήτρη Στεργίου