«Σε κάποιο πάρτι ή άλλη μάζωξη
το πρόσεξε ο Παναγιώτης
το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό
το βλέφαρο πεσμένο
Ο οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στον νευρολόγο
κι ο νευρολόγος με κοίταξε ανήσυχος
Έτσι άρχισαν όλα»

Με αυτούς τους πρώτους στίχους του ποιήματος με τον τίτλο Πτώση βλεφάρου η Χριστίνα Λιναρδάκη εισχωρεί βαθιά στο προσωπικό της βίωμα και βάζει το αφηγηματικό της μαχαίρι στην καρδιά της ασθένειας αλλά και της ψυχής της, για να καταγράψει ένα οδοιπορικό προς τη νόσο και παράλληλα να το μετατρέψει σε ποιητική ευαισθησία, απαλλαγμένη από κάθε μελό διάθεση στοχεύοντας πρωτίστως στη γνώση, στη γνωριμία της κοινωνίας με το πρόβλημα και επομένως στην ευαισθητοποίησή της.

Εκκινώντας από τα πρώτα συμπτώματα η Λιναρδάκη καταγράφει τη δραματική εξελικτική πορεία της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας, της νόσου που την ταλαιπωρεί,  τις εμπειρίες κατά τη θεραπεία, τις επιθέσεις της, τις στιγμές που το θάρρος χάνεται, τις στιγμές που η ψυχή μοιάζει να λυγίζει αλλά συνειδητά προχωρά προς μια επώδυνη, κάθε φορά, διαδικασία επούλωσης. Με αυτό το σκεπτικό έχει χωρίσει την ποιητική συλλογή σε δύο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα με τον τίτλο Ουλές που περιλαμβάνει είκοσι ποιήματα, η Λιναρδάκη κάνει λόγο για τις ουλές που αφήνει η αποκατάσταση περιγράφοντας από την αρχή την πορεία μιας νόσου που ταλανίζει πολύ κόσμο. Από την εμφάνισή της μέχρι και τα συναισθήματα που δημιουργεί, από το πώς άρχισαν όλα στο πού κατέληξαν. Τα πρώτα συμπτώματα, οι πρώτες αγωνίες, η απώλεια της αφής και της αίσθησης των άκρων, ο τρόπος που επηρεάστηκε η βάδιση, η ακράτεια, τα προβλήματα που την έκανε να αντιμετωπίσει.

Γράφοντας με ειλικρίνεια για όλα αυτά η Λιναρδάκη συγκινεί χωρίς, ωστόσο, να είναι αυτή η πρόθεσή της. Δεν την ενδιαφέρει να εκβιάσει τη συμπάθεια του αναγνώστη της όσο να τον πληροφορήσει για τη σκλήρυνση κατά πλάκας, τις νευρολογικές εξετάσεις που απαιτούνται κατά τη διάγνωση, τη νοσηλεία, την ιατροφαρμακευτική αγωγή, τα κοινωνικά θέματα που εγείρει. Έτσι λοιπόν με άμεσο και φιλικό τόνο αλλά και με μια δυναμική εκφραστική στήνει το σκηνικό που δημιουργεί η διάγνωση και δείχνει το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο ασθενής μετά από αυτή τονίζοντας πόσο μεγάλη σημασία έχει για την καταπολέμησή της η αποφασιστικότητα, η γενναιότητα και η δύναμη που απαιτούνται για να ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό αυτή η νόσος που «διαπερνά και συνθλίβει» τον άνθρωπο.

Στη δεύτερη ενότητα που έχει τον τίτλο Πληγές και αποτελείται από δεκαπέντε ποιήματα, η Λιναρδάκη αναμετράται με το τραύμα της παιδικής της ηλικίας, την απώλεια της μητέρας της όταν εκείνη ήταν εννέα ετών. Αναζητά τα πιθανά αίτια που την οδήγησαν στην ψυχοσωματική αυτή αντίδραση, καταβυθίζεται στον παιδικό συγκλονισμό που υπέστη όταν ανακάλυψε τυχαία ότι η μητέρα της πάσχει από καρκίνο, τον σπαραγμό της ορφάνιας και της απώλειας, την έλλειψη της μητρικής αγάπης μετά τον θάνατο, αφετηρία σε μια νέα ζωή και αίτιο της οικογενειακής παθογένειας.

Το σύνολο της ποιητικής αυτής συλλογής μοιάζει με ένα σπονδυλωτό αφήγημα που διαπερνά τα αίτια και τα αιτιατά της νόσου, τη μνήμη του παρελθόντος αλλά και τους ανθρώπους που κυριαρχούν σε αυτή, τον σπαραγμό της συνείδησης που φέρει μαζί με τον πόνο και τις άκρατες επιθέσεις η νόσος, ακόμα και τον ιατρικό ρομαντισμό που επιλέγει να «πιστεύει στο όραμα/ της επιστήμης που σώζει». Η Λιναρδάκη μοιάζει να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να συνομιλεί με τον εαυτό της—ή  μήπως με την ίδια τη νόσο—παρατηρεί τους συνασθενείς της, τη φυλακή σε ένα σώμα-κουτί που μετατρέπεται σε δεσμά, τη σταύρωση και την αποκαθήλωση που βιώνεται στα όνειρα, τη θεωρία για το στρες και τα αυτοάνοσα, όλα όσα «μετατρέπουν/ το σώμα/ σε ρηγματώδη πλανήτη/ μ’ έναν πυρήνα συμπιεσμένο/ γεμάτο μάγμα».

Η Λιναρδάκη αναζητά στους στίχους την προσωπική της ίαση τελικά. Μοιάζει να θέλει με παρρησία να αφοπλίσει τη νόσο εξηγώντας της ότι γνωρίζει τα πάντα, όλα όσα την πόνεσαν, τη σημάδεψαν, προκάλεσαν το αυτοάνοσο, τα συμπτώματα που αντιμετώπισε, την αγωγή που πήρε, όλα όσα της προκάλεσε. Και με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνει τις βλάβες, καθιστά ορατό τον πόλεμο που έχει αποφασίσει ενάντια σε μια νόσο «εξωτική» και εφορμά να ξαναβρεί τον εαυτό της ακόμα και όταν «το αναπόδραστο της κατάστασής μου κάθε μέρα με διαπερνά και με συνθλίβει».

Η Λιναρδάκη καταθέτει την αλήθεια της χωρίς καμιά πρόθεση εντυπωσιασμού, πρόκλησης συμπάθειας ή αφορισμού. Απέναντί της στέκεται η βιωμένη φθαρτότητα που αντιμετωπίζει σθεναρά, ο αδυσώπητος πόνος που γίνεται σύμβολο ελπίδας, το σκοτάδι που αν και υπάρχει εκείνη επιλέγει να δει στο βάθος του το φως. Και τα μεταβολίζει όλα αυτά σε λυρισμό, ικανό να κινητοποιήσει τις δυνάμεις που απαιτούνται για να αντιμετωπίσει και η ίδια τη νόσο της. Επιλέγοντας μια γλωσσική αισθητική άκρως ισορροπημένη, ενίοτε σαρκαστική αλλά πάντα με μια μελαγχολική υφή, εισέρχεται στην ιδιωτική καταφυγή της γραφής και ανασυνθέτει τον ίδιο της τον εαυτό καθιστώντας ορατό το πρόβλημα αλλά και διαυγή τη δική της απόφαση να μιλήσει γι’ αυτό, ώστε να το καταστήσει αδύναμο. Άλλωστε, με αυτή την απόφαση επιλέγει να κλείσει την ποιητική αυτή συλλογή, γράφοντας χαρακτηριστικά:

«[…] Όλη μου η ζωή
ένα σκοτάδι πηχτό ήταν
κι εγώ
έβαζα πάντα τα δυνατά μου
να φτάσω
ένα φως αδύναμο
κάπου μακριά».

Διαβάστε επίσης: 

Χριστίνα Λιναρδάκη – ΣΚΠ: Ποιητική συλλογή για μια ανίατη ασθένεια του σώματος