Διόλου εύκολο να τηρήσω μια αντικειμενική στάση απέναντι στον ποιητή-λογοτέχνη-εκδότη-ραδιοφωνικό παραγωγό Γιώργο Χρονά, καθώς είχα την ευτυχία να θητεύσω, ως κριτικός θεάτρου, στις σελίδες του ιστορικού περιοδικού του «Οδός Πανός». Eυτυχία γιατί ο Χρονάς, εκτός από όλα τα παραπάνω, καταφέρνει να είναι και ένας μεταμορφωτής οπτικών, ένα δώρο που το προσφέρει αφειδώς σε όποιον διασταυρώνεται μαζί του, όχι με πομπώδεις τρόπους, αλλά απλά, με ένα φλέγμα που γεννά δημιουργική έμπνευση και ερωτήματα και, ακόμα περισσότερο, που διεγείρει την επιθυμία και τη χαρά της μέθεξης στην πνευματική κονίστρα του.

Από την άλλη πάλι, ο ποιητικός λόγος του,  στοχαστικός και ανεπιτήδευτος, προσηνής και, την ίδια στιγμή, σαν αερικό που ξεγλιστρά από την ενοχλητική υλικότητα του κόσμου, ανέδιδε πάντα μια πολιορκητική γοητεία, ικανή να οδηγήσει τα βήματά μου ένα πρωινό Μεγάλου Σαββάτου στην πρώτη μας συνάντηση στην οδό Διδότου.

Διόλου, λοιπόν, εύκολο να τηρήσω μια αντικειμενική στάση απέναντι στον Γιώργο Χρονά, καθώς, σε προσωπικό επίπεδο, του χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη.

Είναι, όμως, το έργο του «Σεβάς Χανούμ» μια ευτυχισμένη στιγμή απόλυτης εναρμόνισης ανάμεσα στην εμπειρία συνολικά με τη λογοτεχνική παραγωγή του, στην αγωνιώδη, κρυφή προσδοκία για αρτιότητα στην καλλιτεχνική απόδοση επάνω στη θεατρική σκηνή και στο ίδιο το αποτέλεσμα, όπως το είδα να παίρνει μορφή στο θέατρο «Σημείο».

Το μονόπρακτο «Σεβάς Χανούμ» που αναφέρεται στα έργα και τις ημέρες της ομώνυμης γνωστής ερμηνεύτριας του λαϊκού τραγουδιού (κατά κόσμον Σεβαστής Παπαδοπούλου, [1931-1990]) και βασίζεται σε απομαγνητοφωνημένο υλικό, που ο ίδιος ο Χρονάς κατέγραψε το 1983, συνιστά ένα είδος θεάτρου verbatim. Αυτό το θέατρο-ντοκουμέντο, που αντιπροσωπεύει τη λιγότερο διαμεσολαβημένη διαδικασία μεταφοράς του πραγματικού ενώπιον του κοινού, στο βαθμό που ζωντανεύει αυτούσιες προσωπικές μαρτυρίες και ανόθευτα τεκμήρια και οι αφηγητές καθίστανται, ουσιαστικά, μάρτυρες του ίδιου τους του εαυτού, δεν εκφεύγει, παρόλα αυτά, του κινδύνου μιας παραμόρφωσης ή ενός υποκειμενισμού όταν το αρχείο εισέρχεται στο πεδίο της σκηνικής πραγμάτωσης. 

Τι είναι όμως αυτό που υποκινεί τον δραματουργό, Γιώργο Χρονά εν προκειμένω, να αναδιφά στα άδυτα της ζωής άλλοτε του James Dean άλλοτε της Σεβάς Χανούμ, συνθέτοντας περιπατητικές βίων που απηχούν πολλά περισσότερα από βιογραφικά παραλειπόμενα, όπως εποχές, τόπους, ανθρωπογεωγραφίες, εικόνες; Είναι μήπως αυτό που ο Derrida αποκαλεί mal d’archive, τον πόθο για ανάσυρση του αρχείου από εκεί όπου κρύβεται, μια «ορμέμφυτη, επαναληπτική, ακατανίκητη και νοσταλγική επιθυμία επιστροφής στην καταγωγή και στον πιο αρχαϊκό τόπο της απόλυτης έναρξης;» (126). Όμως, όπως σε άλλο σημείο επισημαίνει εμφαντικά ο Derrida, «το αρχείο δεν είναι ζήτημα του παρελθόντος […] αλλά ένα ζήτημα μελλοντικό, μιας υπόσχεσης ή μιας ευθύνης για το αύριο» (60).

Έτσι όταν η μαρτυρία καθίσταται σκηνικό αφήγημα, όσο και αν στοιχειώνεται από το εφήμερο του θεατρικού χρόνου, δεν παύει να μετατρέπεται σε μια εν δυνάμει υπόμνηση εις το διηνεκές, ένας προστατευτικός ιστός απέναντι στη διαβρωτική ορμή της λήθης.

Η αφήγηση της Σεβαστής Παπαδοπούλου, αυθεντική, γνήσια λαϊκή, αλλά και με μια αρχοντιά παρρησίας, προσφέρει το σώμα της ως ένα χυμώδες υλικό δραματουργίας, από το οποίο αναβλύζουν αλήθεια, συγκίνηση και νοσταλγία, όχι ως παθολογίες του συναισθήματος της στιγμής, αλλά ως μια αναπλαστική διεργασία της μνήμης και του ντοκουμέντου.

Σε αυτή την κατεύθυνση, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έδωσε ένα σκηνικό αποτέλεσμα απλό και ουσιαστικό, μια αντανάκλαση ενός Stationendrama που φωτίζει εσωτερικά κάθε βήμα της ζωής της αείμνηστης τραγουδίστριας του λαϊκού πάλκου και χωρίς τους περιορισμούς μιας οριζόντιας μιμητικής αποτύπωσης τού πραγματικού προσώπου. Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ πήρε, με σκηνική διαίσθηση, τη σκυτάλη της σύλληψης του σκηνοθέτη, οικοδομώντας ένα πρόσωπο οικείο και προσδεδεμένο στο σύμπαν του που, όμως, υπερίπταται, καθώς περιδιαβαίνει περιοχές πολύ πέρα από την ίδια την κλειστή  συνθήκη του. Με αυτό τον τρόπο, η Σεβάς Χανούμ της Κωνσταντίνας Μιχαήλ μετατρέπεται σε ένα σύμβολο γυναικείας θέλησης που ανακαλύπτει την επιθυμία, την ανυψώνει σε ιερό σκοπό, τον οποίο υπηρετεί με αυτοθυσία, περηφάνεια και ανθρωπιά, ένα σύμβολο για τη δύναμη του ρόλου της γυναίκας στην κοινωνία και τού πώς αυτός, σε ανύποπτο χρόνο, μπορεί να απασφαλίσει μικρές ή μεγάλες κοινωνικές επαναστάσεις και να γράψει Ιστορία.  Η δε παρουσία του Ιάσονα Χρόνη, με τις λυρικές αιχμές του, τη διακριτική και συγκαταβατική παρουσία του γίνεται ένας αποδέκτης απεύθυνσης, στη θέση του δημιουργού, που την διηθεί μέσα από τα μάτια, τους ήχους της και τη, συχνά κρυμμένη όσο και σαγηνευτική, ευαισθησία της νεότερης γενιάς.

Photo Credit: Κωνσταντίνος Ρήγος

Διαβάστε επίσης:

Σεβάς Χανούμ, του Γιώργου Χρονά σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου στο Θέατρο Σημείο