Ο επιμελητής της σειράς και συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης μάς ξεναγεί στον μαγικό κόσμο της κλασικής λογοτεχνίας αναλύοντας τη συλλογιστική και το όραμα της νέας αυτής σειράς που από την άνοιξη πραγματοποίησε δυναμική εμφάνιση στο εκδοτικό τοπίο της χώρας. Μαζί του η ηθοποιός Πέγκυ Καραγιάννη.

Θα παρακολουθήσουμε μια συγκλονιστική αφήγηση με θέμα την οδύσσεια ενός εξάχρονου αγοριού στην Ανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου και μια μαγευτική και απολαυστική περιδιάβαση στη μεταπολεμική Ρώμη με πρόσχημα την αναζήτηση ενός κλεμμένου ποδηλάτου.

Με τη σειρά «Μεγάλες αφηγήσεις» έργα-σταθμοί της παγκόσμιας λογοτεχνίας επανασυστήνονται σπάζοντας το φράγμα του χρόνου και κάθε φορά ο αναγνώστης διαπιστώνει γιατί αξίζει να διαβάζονται από όλους σήμερα τέτοιου είδους βιβλία ως μέρος μιας συναρπαστικής επικαιρότητας που μας αφορά.

Η σειρά περιλαμβάνει τους τίτλους:

• Το μαγικό βουνό του Thomas Mann (μτφρ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος – πρόλογος: Τίνα Μανδηλαρά)
• Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου του Thomas Wolfe (μτφρ. Κοσμάς Πολίτης – πρόλογος: Ηλίας Μαγκλίνης)
• Ένα δωμάτιο με θέα του E. M. Forster (μτφρ. Ιωάννα Καρατζαφέρη – πρόλογος: Κατερίνα Σχινά)
• Ο εραστής της Marguerite Duras (μτφρ. Έφη Κορομηλά – πρόλογος: Χριστίνα Ντουνιά)
• Το βαμμένο πουλί του Γιέρζι Κοζίνσκι (μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου – πρόλογος: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης)
 Ο κλέφτης των ποδηλάτων του Luigi Bartolini (μτφρ. Κούλα Καφετζή – πρόλογος: Σωτήρης Γκορίτσας)

Μέχρι το τέλος του 2017 αναμένονται:

• Το μοναστήρι της Πάρμας του Stendhal (μτφρ.– πρόλογος: Δημήτρης Στεφανάκης)
• Θάνατος στη Βενετία του Thomas Mann (μτφρ. Βασίλης Τσαλής – πρόλογος: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης)

Ο σκηνοθέτης Σωτήρης Γκορίτσας γράφει στον πρόλογό του στον Κλέφτη των ποδηλάτων:

«…μάλλον έπαιξε ρόλο το ότι είχα πια ήδη αρχίσει να κάνω τα πρώτα μου ντοκιμαντέρ, για να καταλάβω την άφθαστη μαεστρία τόσο του σεναριογράφου Ζαβατίνι όσο και του σκηνοθέτη Ντε Σίκα. Που δεν ήταν άλλη από μια αντίφαση: Από τη μια δηλαδή ο απέραντος σεβασμός τους στην πραγματικότητα που περιγράφει άψογα το βιβλίο του Λουίτζι Μπαρτολίνι από το οποίο εμπνεύστηκαν, και από την άλλη η αριστοτεχνική απόδοσή της από δυο μάγους που μας έπεισαν ότι όλα όσα βλέπουμε γίνονται τυχαία μπρος σε μια κάμερα παρατημένη στα σοκάκια της Ρώμης. Ένα ντοκιμαντέρ χωρίς δημιουργό, μόνο μια κάμερα, η οποία σαν να παίρνει από μόνη της κάθε τόσο μπρος καταγράφει το πιο ασήμαντο δίπλα στο πιο σημαντικό που συμβαίνει μπροστά της.»

Ενώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από Το βαμμένο πουλί αναφέρει:

«Όταν πια μαζεύονταν γύρω μας κάμποσα πουλιά, ο Λεχ μού έκανε νόημα ν’ αμολήσω τον “αιχμάλωτο”. Το πουλί πετούσε ψηλά, ευτυχισμένο κι ελεύθερο, μια πιτσιλιά ουράνιου τόξου με φόντο τα σύννεφα, και μετά χωνόταν στο καστανόχρωμο κοπάδι που το περίμενε. Τ’ άλλα πουλιά σάστιζαν προς στιγμήν. Το βαμμένο πουλί έκανε κύκλους από τη μια άκρη του κοπαδιού στην άλλη, προσπαθώντας του κάκου να πείσει τους ομοίους του ότι ήταν ένας απ’ αυτούς. Ζαλισμένα όμως από τα εκθαμβωτικά του χρώματα, τ’ άλλα πουλιά πετούσαν γύρω του αμετάπειστα και παρά τον ζήλο με τον οποίο το βαμμένο πουλί προσπαθούσε να χωθεί στο κοπάδι, εκείνα το έδιωχναν όλο και μακρύτερα. Αμέσως μετά, τα βλέπαμε να του ορμούν μανιασμένα, το ένα μετά το άλλο και να το ξεπουπουλιάζουν. Σε λίγο, η πολύχρωμη φιγούρα έχανε τη θέση της στον ουρανό κι έπεφτε στο έδαφος. Όταν επιτέλους το βρίσκαμε, το βαμμένο πουλί ήταν συνήθως νεκρό. Ο Λεχ έσκυβε πάνω του και μετρούσε με ζέση τα χτυπήματα που είχε δεχτεί. Αίμα έσταζε από τα βαμμένα φτερά του, διέλυε την μπογιά και λέρωνε τα χέρια του Λεχ.»