Η γαλλική παραγωγή “Σεντ Ομέρ” κέρδισε δύο μεγάλα βραβεία στο Φεστιβάλ Βενετίας, τον Αργυρό Λέοντα – Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, αλλά και τον Χρυσό Λέοντα του Μέλλοντος – Βραβείο Καλύτερης 1ης Ταινίας. Αποτελεί την Επίσημη Πρόταση της Γαλλίας για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας, όπου και συμπεριλήφθηκε στην βραχεία λίστα των 15 ταινιών που πέρασαν στον 2ο γύρο. Ήταν υποψήφια για Βραβείο Σκηνοθεσίας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου, ενώ κέρδισε Βραβεία Καλύτερης Ταινίας & Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Σεβίλλης, Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Γάνδης, Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Fipresci στο Φεστιβάλ Palm Springs και Βραβείο Σεζάρ Καλύτερης 1ης Ταινίας. Στην Γαλλία έχει κερδίσει επίσης τα Βραβεία Jean Vigo και Louis Delluc. Έχει προβληθεί ανάμεσα σε άλλα, στα Φεστιβάλ Νέας Υόρκης, Τορόντο και Λονδίνου. Η ταινία βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία που συγκλόνισε τη Γαλλία.

Στην Ελλάδα κέρδισε πριν από λίγες μέρες το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο 23ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου όπου πραγματοποίησε την πρεμιέρα της. H κριτική επιτροπή, που απαρτιζόταν από τους Γιάννη Οικονομίδη, Κάτια Γουλιώνη, Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, Φοίβο Δεληβοριά και Φώτη Σεργουλόπουλο, απένειμε ομόφωνα το βραβείο της στην ταινία με την ακόλουθη δήλωση: «Επιλέξαμε αυτήν την ταινία, για την πρωτότυπη, συνεπή, αυστηρή σκηνοθετική γραφή της Αλίς Ντιόπ. Για την συγκλονιστική, εσωτερική ερμηνεία της Γκιουσλαζί Μαλάντα, και την εξαιρετική επίδοση του συνόλου των ηθοποιών. Τέλος, για τον βαθύ, υπαινικτικό τρόπο που φωτίζει τις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές προεκτάσεις μιας τραγικής αληθινής ανθρώπινης ιστορίας».

Βρισκόμαστε στο δικαστικό μέγαρο στην πόλη Σεντ Ομέρ. Η νεαρή συγγραφέας Ραμά παρακολουθεί την πολύκροτη δίκη της Λοράνς Κολί, μιας νέας γυναίκας αφρικανικής καταγωγής που κατηγορείται ως υπεύθυνη για τον θάνατο της δεκαπέντε μηνών κόρη της σε μια παραλιακή πόλη της Βόρειας Γαλλίας. Καθώς η διαδικασία προχωρά, τα λόγια της κατηγορούμενης και οι καταθέσεις των μαρτύρων δίνουν αναπάντεχες διαστάσεις στην υπόθεση και θα κάνουν τη Ραμά να αμφισβητήσει τα πιστεύω της, αλλά και την απόφασή της να κρατήσει μυστική από την οικογένειά της την δική της εγκυμοσύνη.

Η Αλίς Ντιόπ, με αφετηρία μια πραγματική ιστορία, παντρεύει την αρχέγονη τραγωδία της Μήδειας, τον αφρικανικό μυστικισμό και αναφορές από την Μαργκερίτ Ντιράς ως τον Παζολίνι και το «Εν Ψυχρώ», ανατρέποντας όσα γνωρίζαμε για το είδος «δικαστικό δράμα». Χρησιμοποιεί την αίθουσα του δικαστηρίου όχι απλά ως ένα χώρο απόδοσης δικαιοσύνης, αλλά ως μια πιστή αντανάκλαση του πολύπλοκου πολυπολιτισμικού κόσμου μας και των συγκρούσεών του με επίκεντρο τη γυναικεία ταυτότητα, αναποδογυρίζοντας ένα-ένα τα στερεότυπα και τις βεβαιότητες της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας, προσφέροντας στο θεατή αμείλικτα ερωτήματα παρά εύκολες απαντήσεις.

Σημείωμα της σκηνοθέτιδας:

Όλες οι ταινίες μου γεννιούνται από ένα συναίσθημα, μια διαίσθηση που μεγαλώνει για να γίνει εμμονή και τελικά να γεννηθεί η ταινία. Δεν λέω ποτέ «α, αυτό το θέμα έχει ενδιαφέρον». Πάντα προκύπτει από μια εσωτερική ιστορία, κάτι που έχει μείνει ανείπωτο για πολύ καιρό. Για την ταινία Σεντ Ομέρ η εμμονή ξεκίνησε από μια φωτογραφία στη Λε Μοντ το 2015, μιας μαύρης γυναίκας με ένα μωρό σε μια αποβάθρα τρένου. Ήταν η Φαμπιέν Καμπού πάνω στην οποία βασίστηκε η ταινία. Έχουμε την ίδια ηλικία, καταγόμαστε και οι δύο από τη Σενεγάλη, αναγνώρισα τον εαυτό μου σε αυτήν και πήγα στο Σεντ Ομέρ για να παρακολουθήσω τη δίκη όπου κατηγορείτο για τον θάνατο του παιδιού της.

Τώρα που η ταινία έχει ολοκληρωθεί, είμαι πιο ήρεμη με την ιδέα ότι είναι δική μου και πιστεύω ότι ήταν αναγκαίο για μένα να την κάνω, για προσωπικούς και πολιτικούς λόγους. Μέσα στην ανάγκη μου να πω την ιστορία αυτών των γυναικών, υπήρχε μια επιθυμία να εγγράψω τη σιωπή τους, να αποκαταστήσω την αορατότητά τους. Είναι ένας από τους πολιτικούς στόχους της ταινίας. Και να μιλήσω για τις μητέρες που μας έκαναν, από ποια κληρονομιά και από ποια βάσανα προερχόμαστε. Από ποια σιωπή, από ποια εξορία, τη δική τους εξορία, το κενό στις ζωές των μητέρων μας, το τίποτα των δακρύων τους, το τίποτα της βίας τους, από όλα αυτά προσπαθήσαμε να ορίσουμε τις δικές μας ζωές. Η ταινία προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες όλες οι γυναίκες, ενώ ταυτόχρονα μιλάει για μια πλευρά της ιστορίας της μετανάστευσης. Πώς εμείς οι μαύρες Γαλλίδες έχουμε γίνει μητέρες μέσα από αυτές τις μητέρες.

Οι πρώτες αναφορές που έστειλα στην Κλερ Μαθόν, τη διευθύντρια φωτογραφίας της ταινίας ήταν πίνακες, La Belle Ferronière του Λεονάρντο Ντα Βίντσι ήταν μία από αυτές, κάποιοι Ρέμπραντ και Σεζάν και τον πίνακα Grape Wine του Άντριου Γουάιεθ.

Σχετικά με το είδος του δικαστικού δράματος είχα στο μυαλό μου την ταινία Η Αλήθεια του Ανρί Ζορζ Κλουζό. Ο χαρακτήρας που παίζει η Μπριζίτ Μπαρντό με βοήθησε να δημιουργήσω την Λοράνς Κολί που υπάρχει ανάμεσα στην αληθινή Φαμπιέν Καμπού και την ηθοποιό Γκουσλαζί Μαλαντά. Οι αναφορές μου ήταν επίσης λογοτεχνικές: Recollections of the Assize Court του Αντρέ Ζιντ, Εν Ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε, Ο Εχθρός του Εμανουέλ Καρέρ.

Στην ταινία η είδηση καταναλώνεται και χωνεύεται υπό το πρίσμα της προσωπικής μου ιστορίας και αυτού του πολιτικού σχεδίου που αποτελείται από τη σύνδεση των ιστοριών γυναικών με μια μυθολογία που ποτέ δεν τους προσφέρθηκε, με την τραγωδία που έρχεται να αποκαλύψει κάτι για τον εαυτό μας, για εμένα, για τον θεατή. Βέβαια, όλα αυτά προέρχονται από μια αληθινή ιστορία, από υλικό για ντοκιμαντέρ, αλλά η μυθοπλασία μας επιτρέπει να τη μετουσιώσουμε σε κάτι που δεν είναι πια η ιστορία μιας γυναίκας αλλά η ιστορία όλων μας. Αυτή η σκέψη ήταν η βάση των συζητήσεων μου με τις συνσεναριογράφους μου. Πήραμε τα πρακτικά της δίκης και φτιάξαμε μια ιστορία μυθοπλασίας γύρω από αυτό το υλικό.