Η συγγραφέας Μαρία Ευθυμίου ξεκινά το πέμπτο μέρος της αφήγησής της με τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη: “Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε/μπήκαμε μεσ’ στα όλα και περάσαμε/Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα”. Αυτοί οι στίχοι του Νομπελίστα ποιητή μας περιγράφουν τόσο γλαφυρά και τόσο αληθινά την ιστορία του Ελληνικού Έθνους, την διαδρομή των Ελλήνων από τα πρώτες προσπάθειες διαμόρφωσης μιας κοινής εθνικής συνείδησης έως σήμερα που ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια της ύπαρξής μας ως Ελληνικό Έθνος. Ο κόσμος γύρω μας άλλαζε αλλά αλλάζαμε και εμείς ταυτόχρονα και αυτό καταγράφει με εξαιρετική δεξιοτεχνία η Μαρία Ευθυμίου απαντώντας στις εύστοχες ερωτήσεις του δημοσιογράφου Μάκη Προβατά.

Ταξίδι στον υπέροχο κόσμο του Ελληνισμού

Η Μαρία Ευθυμίου ξεκινά το ταξίδι στα θεμέλια του Ελληνισμού από πολύ νωρίς, από τα πρώτα φύλα που κατέφθασαν σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε γεωγραφικά ελληνικό χώρο, έναν χώρο που κατοικούμε ήδη από πολλούς αιώνες π. Χ. Πελασγοί, Δωριείς, Ίωνες υπήρξαν μερικοί από τους κατοίκους αυτού του ευρύτερου χώρου που εκτείνεται από την Μικρά Ασία, τα παράλια δηλαδή της σημερινής Τουρκίας, τα παράλια της Βόρειας Αφρικής που αργότερα ιδρύθηκε η Αλεξάνδρεια μέχρι και τα νότια παράλια της Δυτικής Ευρώπης όπου ενυπήρχε ελληνικό στοιχείο σε πόλεις όπως η σημερινή Νίκαια, η Μασσαλία στη Γαλλία ή το Εμπόριο στην Ισπανία. Η μοίρα των φύλων αυτών προσδιορίστηκε από την ανάγκη να συνδιαμορφώσουν μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας και αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό από την Γραμμική Β’ που είναι ξεκάθαρα ένα αλφάβητο ελληνικό.

Η ιστορία της γλώσσας των Ελλήνων διατρέχει τους αιώνες, αποτέλεσε όχημα πάνω στο οποίο μεταφέραμε τα ήθη και τα έθιμά μας, την ίδια μας την υπόσταση και την πήγαμε μέχρι και στα πέρατα της Ασίας όπου και ιδρύθηκαν ελληνικά σχολεία και ο πολιτισμός και η φιλοσοφία καρποφόρησαν. Είμαστε ευλογημένοι και πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι για αυτήν την συγκυρία καθώς σήμερα μετά από σχεδόν 4000 χρόνια ανήκουμε σε αυτούς που διατηρούν την ίδια σχεδόν γλώσσα και έχουμε να επιδείξουμε ένα μεγαλείο με το ίδιο αλφάβητο, μην ξεχνάμε πως είναι μόνο 3 ή 4 οι γλώσσες που έχουν τόσο μεγάλη ιστορία όσο και η δική μας, ιστορία όμως που δυστυχώς διακόπηκε για τους υπόλοιπους.

Άρα η γλώσσα μας παραμένει ζωντανή και σχεδόν ατόφια από τότε έως σήμερα, άντεξε δηλαδή στον χρόνο χάρη σε συνθήκες κοινωνικές, πολιτικές και άλλες. “Η δύναμη της ελληνικής γλώσσας προέκυψε μέσα από πραγματικότητες οι οποίες σχετίζονται με τις προκλήσεις που οι Έλληνες αντιμετώπισαν πολιτισμικά, ιδεολογικά, οικονομικά και πνευματικά στον μακρό χρόνο, και με τον τρόπο που ανταποκρίθηκαν σε αυτές”. Η Μαρία Ευθυμίου μας προσκαλεί σε ένα μοναδικό ταξίδι στον χρόνο που φτάνει έως τις μέρες μας και όλα αυτά που καταγράφει στο βιβλίο είναι μια αφορμή να δούμε πού βρισκόμασταν πριν 200 χρόνια και πού έχουμε καταλήξει σήμερα. Μέσα σε αυτό το διάστημα συνέβησαν τεκτονικές αλλαγές στην χώρα που σήμερα ονομάζουμε Ελλάδα. Δεν είναι ούτε η χώρα του 1821 ούτε και του 1921, ούτε καν η χώρα του 1945. Η χώρα διαμόρφωσε τα τελικά σύνορά της το 1948 με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων και σήμερα είναι ισχυρό και ισότιμο μέλος του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε και βέβαια διαδραματίζει σταθεροποιητικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου όπως ήταν πάντα άλλωστε.

Ο Ελληνισμός δια μέσου των αιώνων κατάφερε και πρωταγωνίστησε

Πριν από αυτά όμως να πάμε λίγο πίσω στην Ελλάδα που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους αλλά κατέκτησε τους Ρωμαίους με τον πολιτισμό της και δεν υπέστη παρά ελάχιστες επιρροές σε σχέση με αυτές που εκείνη προκάλεσε με την γλώσσα της και τον πολιτισμό της. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως τόσο κατά την ρωμαϊκή περίοδο όσο και αργότερα η ελληνική γλώσσα παρέμενε ένα ισχυρό όπλο επικοινωνίας και σύνδεσης, η ελληνική γλώσσα ήταν το κλειδί για τον κόσμο καθώς “για πάνω από χίλια χρόνια, η ελληνική δεν ήταν μόνο η γλώσσα των Ελλήνων. Ήταν και η γλώσσα επικοινωνίας κάθε εμπορευόμενου, κάθε οικονομικά δραστήριου, κάθε λόγιου και κάθε κοινωνικά φιλόδοξου της Μεσογείου – ιδιαίτερα της κεντρικής και της ανατολικής – ανεξαρτήτως καταγωγής και μητρικής γλώσσας”.

Ο Ελληνισμός υπήρξε πάντα ακμαίος από όσα προκύπτουν από την συζήτηση, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στην Αναγέννηση ο Ελληνισμός των απλών αλλά και λόγιων ανθρώπων που τον πρέσβευαν έπαιξε κομβικό ρόλο και διέδωσε τον πολιτισμό ανά τον κόσμο. Η ελληνική γλώσσα παρέμεινε δραστήρια και ζωντανή και παρά τις αντιξοότητες κατάφερε να αντισταθεί σθεναρά στις απειλές που δέχθηκε τόσο από Ανατολή και Δύση παρά τα γλωσσικά δάνεια που δέχτηκε ήταν εκείνη τελικά που κόσμησε τις άλλες γλώσσες με λέξεις όπως φιλοσοφία, δημοκρατία, φιλολογία, με ιατρικούς όρους και έννοιες μαθηματικών, φυσικής κ.α.. Πέρα όμως από αυτήν την διάσταση υπήρξε ευρεία διάδοση του ελληνικού στοιχείου ήδη από την Αρχαιότητα αλλά και αργότερα λόγω των πολιτικών συγκυριών με το εμπόριο και τις μετοικήσεις Ελλήνων στο εξωτερικό, τόσο κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας όπου πολλοί λόγιοι διέφυγαν στην Δύση όσο και κατά τα πρόσφατα χρόνια λόγω οικονομικών δυσκολιών.

“Η επανανάδυση και η σταδιακή χαλύβδωση των τριών πυλώνων που διαχρονικά στηρίζουν τα θεμέλια του Ελληνισμού – δηλαδή η γλώσσα και η παιδεία, η ναυτιλία και το εμπόριο, η διασπορά και η επανατροφοδότηση – ήταν εκείνες που επέτρεψαν στο Έθνος, κυρίως κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, να αντλήσει δυνάμεις και να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και τους στόχους του”. Η Ελλάδα του σήμερα που σε λίγο θα γίνει 200 χρονών έχει να επιδείξει μεγάλα επιτεύγματα που έγιναν πραγματικότητα παρά τους δύο Παγκοσμίους πολέμους, παρά τον διχαστικό και καταστροφικό εμφύλιο, παρά τις 4 πτωχεύσεις από τις οποίες δεν πέρασε αλώβητη. Σήμερα, η Ελλάδα είναι ένα σύγχρονο κράτος που έχει να διορθώσει πολλά αλλά μπορεί και ατενίζει το μέλλον της με αισιοδοξία και με ελπίδα για ακόμα μεγαλύτερα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς. Οι τελικές νύξεις της συγγραφέως είναι μια προσπάθεια να δούμε ολοφάνερα αυτά που έχουμε πετύχει και να εστιάσουμε σε αυτά για να πάμε παρακάτω.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

Η Επανάσταση του 1821 ήταν μεγάλη στιγμή του Γένους, που, με τα θετικά και τα αρνητικά της, μας καθορίζει μέχρι σήμερα.

Η πίστη στην ανάγκη ύπαρξης συντάγματος είναι ένα πολιτικό κέρδος που, ως λαός, έχουμε κατακτήσει. Και το οφείλουμε – και αυτό – εν πολλοίς στην Επανάσταση του 1821 και στις ρηξικέλευθες πολιτικές επιλογές της.

Διαβάστε επίσης:

Μαρία Ευθυμίου – Ρίζες και θεμέλια