Ο Αυστριακός συγγραφέας, ποιητής και δραματουργός Τόμας Μπέρνχαρντ ( 1931 – 1989 ), θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους γερμανόφωνους συγγραφείς της μεταπολεμικής εποχής. Ο θεμελιώδης προβληματισμός του εστιάζει στην ανάδειξη της πλήρους «άγνοιας» και αυτουργίας των Αυστριακών, κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στο σύγγραμμα αυτό καυτηριάζει αλληγορικά την εθελοτυφλία, όσον αφορά τη συμμετοχή τους στα τερατώδη εγκλήματα των ναζί. Ο εκφραστικός τρόπος της αφήγησης με τη φόρμα της παραβολής, ενισχύει την ψυχαναλυτική απόπειρα ερμηνείας των χαρακτήρων. Γενικότερα προβάλλεται εναργέστατα η απάρνηση της συλλογικής ευθύνης του ανθρώπου, απέναντι στη θηριωδία της βίας και της καταστολής, σε συμβατικό ή μη χρόνο.

Υπόθεση

Τρία αδέλφια, συναντιούνται σε δείπνο. Η μεγαλοαστική τους καταγωγή πλαισιώνει εφιαλτικά την αλαζονική συμπεριφορά τους, καθώς ξυπνούν αναμνήσεις από ένα θεοσκότεινο παρελθόν. Απόρριψη, αιμομιξία, ψυχικά νοσήματα, όλα πάνω στο τραπέζι, όπου αποκεφαλίζονται εναπομείνασες αξιοπρέπειες. Κανονικό σφαγείο! Η αφόρητη ασφυξία, φτάνει τους συνδαιτυμόνες στα άκρα, καθώς η υπερβολή και η αποποίηση της αλήθειας, οδηγούν σε ανελέητο πολεμικό παιχνίδι.

Επιχειρούν να αντιμετωπίσουν την απάθεια, την αφοριστική τους αμυντική στάση και την ανικανότητα να αντιδράσουν, όταν συμβαίνουν ιστορικά γεγονότα. Όχημά τους; Ο μηδενισμός. Αυτός ο μηχανισμός που υπηρετεί τυφλά την απολυτότητα, οδηγεί την πλοκή στα όρια του τραγικού, με κατάφωρο αιχμηρό λόγο, φλεγμονώδη έκφραση και δραματική κίνηση.

Ο συγγραφέας δανείστηκε στοιχεία από την οικογενειακή ιστορία του φιλοσόφου της Λογικής Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και του ανιψιού του Πολ. Από τα επώνυμα τριών αγαπημένων του ηθοποιών της τότε γερμανικής σκηνής, συνέθεσε τον τίτλο του θεατρικού πονήματος που γράφτηκε το 1984.
( Ίλζε Ρίττερ, Κρίνστεν Ντένε και Γκέρτ Φος ).

Σκηνοθεσία

Η γραμμή που ακολουθεί η Μαρία Πρωτόπαππα, αναδεικνύει επακριβώς την πολιτική διάσταση του θεατρικού και το συμπαγές της θεατρικής πράξης. Γίνεται απτό, ότι μέσα από τη σαρκοφαγική σχέση των ηρώων, ο Μπέρνχαρντ στηλιτεύει το «ιδεώδες» του δυτικού πολιτισμού που αποδείχτηκε υπέρμετρα αλαζονικό. Επομένως η αυτοχειρία ήταν αναμενόμενη…

Ο Μπέρνχαρντ, ένθερμος θιασώτης της ανθρώπινης καλοκαγαθίας και αλληλεγγύης με στόχο τη συμπόρευση των λαών, αποκαρδιώνεται από τη σύγχρονη πραγματικότητα της εποχής του. Γι αυτό και οι νοηματικοί άξονες του έργου προβάλλουν αρνητικά συν – αισθήματα, όπως κενοδοξία, αυταρέσκεια, εχθρότητα, οργή. Αυτή τη φρενίτιδα τη συναντάμε κατά κόρον στις δρώσες σκηνές, συνταιριασμένη με ένα σαρδόνιο χιούμορ που διαρρηγνύει τα πάντα. Θάνατος, αυτοπάθεια, ψυχική και σωματική «αναπηρία», συγκρούονται με τις όποιες προθέσεις θετικότητας για τη ζωή και την αληθινή συνύπαρξη, ευαγγελίζεται ο συγγραφέας. Η σκηνοθέτιδα Μαρία Πρωτόπαππα, μορφοποίησε μια περίπλοκη θεατρική συνθήκη με σεβασμό στο κείμενο, ευστροφία, γνώση, μεστότητα και δραματική ισορροπία.

Ερμηνείες

Τα άδεια πορτραίτα των γονιών, με τους συμβολισμούς τους, δηλώνουν με εμπρηστικό τρόπο την προδιαγεγραμμένη μοίρα αυτών των «παιδιών». Παιδιά που εμμένουν σε στείρες νόρμες, στρουθοκαμηλίζοντας μπροστά στον αναγνωρίσιμο αρνητισμό τους. Αρνητισμός, σε κάθε μορφή αυτογνωσίας. Η προσποίηση και η αυταπάτη γίνονται το μότο τους.

Η Στεφανία Γουλιώτη, παρότι υποδύεται τη δεσποτική, δείχνει και ιδιαίτερα ευαίσθητη. Σωστή, αγέρωχη, μπερδεμένη, αποσυρμένη ερωτικά. Η Λουκία Μιχαλοπούλου, διαχειρίζεται το σαρκασμό της με τραγελαφικό τρόπο, και την ειρωνεία με σκληρότητα. Η ερμηνεία της παθιασμένη και παράλληλα φλεγματική. Ο Αργύρης Ξάφης, πειστικός, με καταιγιστική σκηνική παρουσία, αισθητοποιεί όλες τις πτυχές του διαταραγμένου χαρακτήρα. Θυελλώδης υπόκριση μιας κυκλοθυμικής ευφυούς προσωπικότητας που, όταν έχει διαύγεια, μπορεί και να στοχάζεται. Οι μακροσκελείς μονόλογοι των ηθοποιών -χαρακτηριστικό στοιχείο γραφής του Μπέρνχαρντ -, προσδίδουν δραματική έκταση και βάθος, στο προφίλ τους.

Αξιοσημείωτο το εκστατικό παραλήρημα των πρωταγωνιστών με πρωτεύουσα θέση αυτό του Αργύρη Ξάφη, όταν με μανία εκσφενδονίζει τραπέζι και σερβίτσια. Βιώνουμε ένα ράπισμα στην αιθεροβάμονα αίγλη του δυτικής κουλτούρας, από τρεις περσόνες που μάταια προσπαθούν να βγουν από την κόλαση, κρίνοντας και απορρίπτοντας τα πάντα.

Συντελεστές

Προσεγμένη η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Τα «συνυποδηλωτικά» σκηνικά και οι εύπλαστοι φωτισμοί φέρουν την υπογραφή του Σάκη Μπιρμπίλη. Τα κοστούμια επιμελήθηκε ο Άγις Παναγιώτου και το υποβλητικό sound design, ο Λόλεκ. Το έργο είναι συμπαραγωγή με το θέατρο του Νέου Κόσμου και την Kart Productions.

Αξιολόγηση

«Ρίττερ, Ντένε, Φος», του Τόμας Μπέρνχαρντ, μία σημαντική παράσταση, παράφορη, αποκαλυπτικά εκρηκτική που με την ποιότητά της, κερδίζει την εμπιστοσύνη του κοινού. Ενστάσεις, η ιεροτελεστική, αρκετά χρονοβόρα διαδικασία προετοιμασίας του γεύματος, η ένδεια του ενδυματολογικού κώδικα και η διάρκεια της παράστασης. Έτσι θα μπορούσαν να αποφευχθούν κάποιες «επαναλήψεις» που για λίγο κούρασαν.

Με μοχλούς την οξύτητα, την έξαψη, την πικρία και τις φιλοσοφικές αποχρώσεις, ο Τόμας Μπέρνχαρντ αποτυπώνει τη δράση και την επίδραση μιας αμφιλεγόμενης αθωότητας. Αθωότητα που εξασφαλίζει το εφήμερο μιας ετοιμόρροπης υπαρξιακής υπεροχής, στη σημερινή κυνική ανθρωπότητα που ενώ δύσκολα «αναπνέει», ακόμα κυνηγάει χίμαιρες.


Διαβάστε επίσης:

Ρίττερ Ντένε Φος, του Τόμας Μπέρνχαρντ στο Θέατρο Τέχνης