Η ιστορία της «Ράγκα Μπαράγκα», η ιστορία της μοναδικής καταγεγραμμένης μουσικής συνεύρεσης του Ανδρέα Ταρνανά και του Νικόλα Άσιμου στα φωνητικά, με τον Παύλο Σιδηρόπουλο στην κιθάρα και σε ηχογράφηση της Κατερίνας Γώγου, παρουσιάζεται για πρώτη φορά ζωντανά μαζί με σπάνια κείμενα του Τζίμ Μόρρισσον και οπτικό υλικό, από τον  Ανδρέα Ταρνανά, στην σκηνή του Θεάτρου Λύχνος Τέχνης και Πολιτισμού από τη Δευτέρα 18 Μαΐου 2015.

Σε ένα τραγούδι που ηχογραφήθηκε το φθινόπωρο του 1980 στην κατάληψη του νεοκλασικού της οδού Βαλτετσίου, στο υπόγειο του Νικόλα Άσιμου στην οδό Αραχώβης, καταγράφεται όλη η ιστορία της Ελληνικής ροκ.

Γράφει ο Ανδρέας Ταρνανάς« Όλο το καλοκαίρι του ’80 πέρασε με διαδηλώσεις και καταλήψεις των πανεπιστημίων καθώς οι φοιτητές αντιστέκονταν στο νόμο 815 που ήθελε να εκσυγχρονίσει τις σπουδές. Στην κατάληψη της Νομικής αντηχεί η φωνή του Σαββόπουλου που μιλά για τον Δεκέμβρη του ’44 μέσα από τις στροφές της «Ρεζέρβας», ενώ στις γειτονιές οι εργάτες στηρίζουν τις ελπίδες τους στην “αλλαγή” που υπόσχεται μια νέα και γρήγορα ανερχόμενη πολιτική παράταξη. Στα Εξάρχεια όλα έχουν ένα χαρακτήρα ιλαροτραγωδίας που τον τονίζει η καινοφανής γιορτή του Πολυτεχνείου. Το φθινόπωρο, προστίθεται στο εύφλεκτο κλίμα των ημερών η κατάληψη ενός διώροφου νεοκλασικού στην οδό Βαλτετσίου. Διάφοροι παραδοξολόγοι βγαίνουν κάθε τόσο στο μπαλκόνι και απευθύνουν  ακατανόητα διαγγέλματα προς τους περαστικούς, ενώ οι λιγότερο ρητορικοί κάνουμε τις πρακτικές δουλειές στη είσοδο. «Ρε μπαγάσα περνάς καλά εκεί πάνω» λέω σ’ ένα φίλο που αγορεύει πάνω από το κεφάλι μας. «Κάνε πάσα και μια ματιά εδώ χάμω» συμπληρώνει αστραπιαία ο Άσιμος, κάτι που δεν ξέρω αν το είχε ήδη γραμμένο ή το επινόησε εκείνη την ώρα απαντώντας στην παρατήρηση μου σαν τους παλιούς κομφερανσιέ. Στη διάρκεια των επιδιορθώσεων του ερειπωμένου κτιρίου αρχίζει να κυκλοφορεί το σύνθημα «Ράγκα μπαράγκα» που χαρακτηρίζει απόλυτα τη διάθεση όλων που έχουμε ενδυθεί ένα προσωπείο πρόσφυγα πολυτελείας και που το αντλήσαμε από τον τίτλο ενός ποιήματος του Εμπειρίκου. Θέλοντας να δώσουμε ένα χαρακτήρα προβολής της ανεξάρτητης τέχνης, αποφασίζουμε να ηχογραφήσουμε δικά μας τραγούδια, για να παίζονται από τα μεγάφωνα που έχουν στερεωθεί στην πρόσοψη του κτηρίου. Το σχέδιο της μουσικής αυτάρκειας φάνηκε να ναυαγεί. Την άλλη μέρα όμως εισέβαλε η Γώγου κρατώντας ένα μαγνητόφωνο nagra που το χρησιμοποιούσαν τότε πολύ στον κινηματογράφο και μας υποχρέωσε να πούμε ο καθένας τα ολοκληρωμένα τραγούδια του. Τα δικά μου είχαν μελωδία, αλλά όχι οργανική συνοδεία καθώς το αρμόνιό μου ήταν δύσκολο να μεταφερθεί. Το ρόλο του συνοδού ανέλαβε τότε ο Παύλος (Σιδηρόπουλος), που δεν ξέρω πως είχε βρεθεί εκεί, καθώς δεν τον έλκυαν ιδιαίτερα τα Εξάρχεια, πιάνοντας στη στιγμή τα ακόρντα τους με μια ξένη κιθάρα.

 

Μια εποχή μακρινή σαν πρωτόγονος μύθος που ανασυγκροτώ αβέβαια τις εικόνες της καθώς η ψηφιακή σχιζοφρένεια που μεσολάβησε, ύψωσε ένα φράκτη ανάμεσα στο τότε και το τώρα που τα αποξένωσε τόσο, που να μην μπορείς να βρεις ακόμα και τον ελάχιστο αρμό μεταξύ τους. Ήμουν εγώ ή κάποιος άλλος; Τα έζησα αυτά ή τα φαντάστηκα; Δύσκολο να απαντήσεις με τον τεχνητό ορθολογισμό που επιβάλει η παρερμηνεία της ενηλικίωσης, που τη συνταυτίζει με την παραίτηση από κάθε υποστασιακό σχεδιασμό. Ευτυχώς το ένστικτο πότε πότε αναπτύσσει μια παράλογη επιμονή προσάρτησης σε ότι θεωρεί άχρηστο το κοινό μέτρο. Όλα αλλάζουν εκτός από τις μνήμες και τα συναισθήματα, συνθήκη που υποδηλώνει την εξέλιξη ως ψευδαίσθηση και την ουσία της ζωής ως ακινησία.»

Ζωντανή μουσική – Ερμηνεία – Παρουσίαση : Ανδρέας Ταρνανάς

Στις οπτικοακουστικές εγκαταστάσεις συμμετέχουν: Νικόλας Ασιμος – Ανδρέας Ταρνανάς – Παύλος Σιδηρόπουλος – Κατερίνα Γώγου