Ο Άρθουρ Μίλερ εξήγησε τη φιλοσοφία της δραματουργίας του με δύο θεωρητικά κείμενα-μανιφέστα που δημοσίευσε στους New York Times: Την «Τραγωδία του Κοινού Ανθρώπου» και την «Φύση της Τραγωδίας». Σε αυτά επιχείρησε να επαναδιατυπώσει βασικές αριστοτελικές έννοιες εντός των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συντεταγμένων όπως αυτές υπαγορεύτηκαν από το δόγμα του «αμερικάνικου ονείρου». Στο πρώτο πόνημα τόλμησε να απαλλάξει τον τραγικό ήρωα από την σημειολογία οποιασδήποτε μορφής ανωτερότητας (κοινωνική θέση, εξουσία κ.λπ.), φέρνοντας στο προσκήνιο τον άνθρωπο της καθημερινότητας, και να αναδείξει την ευθύνη της σύγχρονης τραγωδίας να οδηγεί στην επίτευξη μιας (εσώτερης) διαφώτισης και στην κατάκτηση της γνώσης. Στο δεύτερο άρθρο του έδωσε έμφαση στην ανάγκη του ανθρώπου να προασπίσει την αξιοπρέπειά του έναντι του κοινωνικού περίγυρου, συνθήκη που υπονομεύεται από την ενδιάθετη απροθυμία του να τηρεί μια παθητικότητα σε οτιδήποτε θέτει σε επισφάλεια την υπόληψή του.  

Ωστόσο, τα ερωτήματα αφενός για το κατά πόσο αυτές οι καταστατικές τοποθετήσεις του Μίλερ παγίωσαν στην εποχή του μια δυναμική αντίστοιχη με τις αρχετυπικές αριστοτελικές αρχές και αφετέρου για το κατά πόσο εκφράστηκαν επαρκώς μέσα από τη θεματολογία και την υφολογία της εργογραφίας του παραμένουν επιδεκτικά πολλαπλών απαντήσεων. 

Σίγουρα κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αξιοσύνη αυτού του βραβευμένου με Πούλιτζερ συγγραφέα στο χειρισμό των λέξεων, στο «δέσιμο» των διαλόγων και στο σμίλευμα των χαρακτήρων του. Κανείς ακόμα δεν μπορεί να αμφισβητήσει την δεινότητά του να διοχετεύει στα έργα του την πολιτική σκέψη του, αλλά, ταυτόχρονα, και τον προσεκτικό τρόπο με τον οποίο αποφεύγει την περιχαράκωσή του σε ιδεολογικές, κινηματικές ή φυλετικές ρητορικές. 

Αυτό, όμως, που θα μπορούσαμε να καταλογίσουμε στη γραφή του είναι ότι απηχεί έναν συγγραφέα προσδεδεμένο ασφυκτικά στις προσλαμβάνουσες της εποχής του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αλλαρντάϋς Νικόλ έργα όπως αυτά του Μίλερ «μοιάζει να έχουν σκαλώσει στον καιρό· και για το θέατρο ο καιρός έχει την κακή συνήθεια να φεύγει γοργά». Ο Μίλερ παραμένει ένας αντιπροσωπευτικός συγγραφέας των τελών της δεκαετίας του 1940 και της δεκαετίας του 1950 που μοιράζεται προβληματισμούς και ανησυχίες, ανατέμνοντας προσωπικά και οικογενειακά δράματα στον απόηχο της μεγάλης Ύφεσης και του Πολέμου.

Όσο για την επιθυμία του να συστήσει εκ νέου την έννοια του τραγικού, κι εδώ ακόμα, παρατηρούμε ότι τα θέματά του, όσο και αν διαθέτουν δραματική ένταση, στερούνται εκείνου του μεγέθους που θα τα καθιστούσε ικανά να αναμετρηθούν με τις μεγάλες οικουμενικές αλήθειες που εδρεύουν στους αρχαίους μύθους.

Η παράσταση

Το έργο του «Ψηλά απ’τη γέφυρα» αναφέρεται στον ανομολόγητο έρωτα ενός Ιταλού μετανάστη για την ανιψιά του και σε μια ακόλουθη πράξη προδοσίας και εκδίκησης που θα σημάνει την τελική πτώση του. Ο Μίλερ, για μια ακόμη φορά, διαμορφώνει ένα σκιώδες περιβάλλον τραγωδίας, στο οποίο ο κεντρικός ήρωας αναμετριέται με τον εσωτερικό του δαίμονα και ένας δικηγόρος, που υπεραμύνεται της λογικής και της σύνεσης, φαίνεται να υποκαθιστά άτυπα τον Χορό. 

Ο Γιώργος Νανούρης αντιμετώπισε το έργο σαν απείκασμα τραγωδίας, επιχειρώντας να τονίσει τις μορφές, να προσδώσει μια προοπτική, αποσοβώντας χωροχρονικές δεσμεύσεις, και, ίσως ακόμα, να εστιάσει σε αυτό που ο Μίλερ πίστευε: στην απόλυτη δύναμη των λέξεων. Είναι όμως η ίδια τη υφή του λόγου του συγγραφέα, με τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά του, που γεννά την ανάγκη παρουσίας ενός υλικού μικροσύμπαντος που «φωτογραφίζει» τους χαρακτήρες. Και αντίστροφα, οι χαρακτήρες χρειάζονται να αντλήσουν κάτι από την συμπιεσμένη ενέργεια που σοβεί στην υλικότητα του χώρου, η οποία πυροδοτεί τη δράση και διαμορφώνει την αρένα των συγκρούσεων.  Ως εκ τούτου, η αποστράγγιση της σκηνής από τα στοιχεία της όψης άφησε τον λόγο έκθετο και ανίσχυρο, γεγονός που δεν κατάφεραν να αντισταθμίσουν τα εικαστικής αισθητικής ταμπλώ μπροστά από το φωτιζόμενο κυκλόραμα. 

Κατ’αναλογία, και οι ερμηνείες απώλεσαν τη δυνατότητά τους να κατανεμηθούν ισόρροπα και να βρουν τη θέση που τους αναλογεί στη σκηνή με πρώτη εκείνη του  κεντρικού ήρωα Έντι Καρμπόνε (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης) που επένδυσε κατά κόρον σε μονοδιάστατες εκρήξεις θυμικού και στερεότυπα φωνητικά ηχοχρώματα. Πλησιέστερα στη σκηνοθετική ντιρεκτίβα αποδείχτηκαν οι ηπιότεροι τόνοι της Ιωάννας Παππά (Μπέατρις) και η μετρημένη άνεση του Μιχάλη Πανάδη (Ροντόλφο). Τυπικά περιγραμματικός ο δικηγόρος Αλφιέρι από τον Δημήτρη Μαυρόπουλο, ανάγλυφος, χωρίς περιττές εξάρσεις, ο Μάρκο του Δημήτρη Καπετανάκου, συμπαθητική, αν και αρκούντως σχηματική, η Κάθριν της Ευγενίας Ξυγκόρου.

Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή

Διαβάστε επίσης: 

Ψηλά απ’ τη Γέφυρα, του Άρθουρ Μίλερ σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη στο θέατρο Βεάκη