Ένα θρυλικό τρίο οσκαρικών ηθοποιών ενώνει τις δυνάμεις του και πρωταγωνιστεί σε μία ξεκαρδιστική σάτιρα για τις αναποδιές αλλά και τις αναπάντεχες ευκαιρίες που επιφυλάσσει το Χόλιγουντ στους δολοπλόκους κινηματογραφικούς παραγωγούς. Οι σπουδαίοι Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τόμι Λι Τζόουνς και Μόργκαν Φρίμαν επιστρατεύουν τις κωμικές τους δεξιότητες και πρωταγωνιστούν με τους Ζακ Μπραφ και Εμίλ Χιρς. Τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Τζορτζ Γκάλο που συνυπογράφει το σενάριο με τον Τζος Πόσνερ.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Τζορτζ Γκάλο
Σενάριο: Τζορτζ Γκάλο, Τζος Πόσνερ
Πρωταγωνιστούν: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Μόργκαν Φρίμαν, Τόμι Λι Τζόουνς, Ζακ Μπραφ, Εμίλ Χιρς

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Λούκας Μπιλάν
Μοντάζ: Τζον Μ. Βιτάλε
Μουσική: Άλντο Σλάκου

Σύνοψη

Δύο κινηματογραφικοί παραγωγοί που χρωστάνε χρήματα στη μαφία, χρησιμοποιούν τον γερασμένο κινηματογραφικό τους αστέρα σε μία απάτη στην προσπάθειά τους να σωθούν. Όμως, καταλήγουν να κερδίσουν περισσότερα απ’ όσα φαντάζονταν.

Διάρκεια: 1 ώρα και 44 λεπτά

Προσπαθεί ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο να σκοτώσει τον Τόμι Λι Τζόουνς;

Ο Τζόρτζ Γκάλο έγραψε το πρώτο του σενάριο στα 19 του, χωρίς να ξέρει κανέναν στη βιομηχανία του θεάματος. «Η ταινία δεν έγινε ποτέ» λέει ο δημιουργός με γλυκόπικρο ύφος, «αλλά έτσι ξεκίνησα να γράφω πολλά σενάρια».
Τελικά, ένα από τα σενάρια του έγιναν ταινία: η κωμωδία «Οι Εξυπνάκηδες» με τον Ντάνι ΝτεΒίτο και τον Τζόι Πισκόπο, που υποδύονται δύο παρατρεχάμενους της μαφίας. Έτσι, ξεκίνησε επίσημα μία καριέρα με πολλές επιτυχημένες κωμωδίες δράσης.

«Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ανησυχείς αν ένας χαρακτήρας θα είναι συμπαθής στο κοινό» λέει ο Γκάλο για τον χαρακτήρα του Ντε Νίρο, έναν παραγωγό που θέλει να σκοτώσει τον πρωταγωνιστή του για να εξασφαλίσει τα χρήματα της ασφάλειας. «Νομίζω ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να έχεις έναν οικείο χαρακτήρα. Ένας χαρακτήρας μπορεί να κάνει τα χειρότερα σε μία κωμωδία, φτάνει να ξέρεις τα κίνητρα του. Είναι τόσο απελπισμένος που δεν σκέφτεται πια καθαρά».

Για τον κύριο χαρακτήρα ο Γκάλο λέει: «Είναι ένας παθολογικός ψεύτης. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω γνωρίσει παραγωγό που να μην είναι έτσι» χαριτολογεί. «Είναι η φύση του τέρατος. Οι άνθρωποι αυτοί κάνουν τα πάντα για να ζήσουν».

Από τη στιγμή που ο χαρακτήρας χρωστάει τόσα πολλά, κινδυνεύει η ζωή του. Γι’ αυτό του φαίνεται πρέπον να παρακολουθεί τον πρωταγωνιστή του να παθαίνει κάποιο θανατηφόρο ατύχημα. Βέβαια, η πλεκτάνη αυτή δεν λειτουργεί όπως φαντάζεται και όλα αποκτούν διαφορετική τροπή.

Οι ρίζες της ταινίας βρίσκονται πίσω στον χρόνο, όταν ο Γκάλο είδε σε ένα φεστιβάλ την καλτ ταινία του Χάρι Χούρβιτζ με τον ίδιο τίτλο. Η ιδέα του απατεώνα παραγωγού έμεινε μαζί του για χρόνια. «Σκεφτόμουν ότι η ιδέα είναι καταπληκτική, προσπαθούν να σκοτώσουν έναν ηθοποιό για την ασφάλεια και μου είχε κολλήσει για δεκαετίες» λέει ο Γκάλο.

Για χρόνια, προσπαθούσε να αποκτήσει τα δικαιώματα και τελικά το 2003 συνάντησε τη χήρα του δημιουργού της καλτ ταινίας και τα κατάφερε.

Το πρωτότυπο σενάριο του Χάρι Χούρβιτζ είναι ένας θρύλος στο περιθώριο του Χόλιγουντ. Βασισμένο στον αυτοσχεδιασμό, ήταν ένα έργο πάθους του τότε δημιουργού, που έγινε με ελάχιστα χρήματα και μονταρίστηκε πολλές φορές. Γυρίστηκε το 1974 και προβλήθηκε το 1982, χωρίς κανονική διανομή. Διάφορες κόπιες κυκλοφορούσαν, ανάμεσα τους και μία κόπια που είχε ο Χιου Χέφνερ και την πρόβαλε συχνά στην περίφημη έπαυλη του. Έτσι, η ταινία απέκτησε φήμη καλτ φιλμ στην ελίτ του Χόλιγουντ.

Ο Γκάλο κατάφερε να εξασφαλίσει τον Ντε Νίρο, όταν ο ηθοποιός ήταν στο γύρισμα του Ιρλανδού του Μαρτίν Σκορσέζε. «Μου είπε ότι παίζει έναν ψυχοπαθή για έξι μήνες και θέλει να τον βγάλει από το σύστημα του. Με ρώτησε αν έχω κάτι αστείο. Του είπα φυσικά ναι» λέει ο Γκάλο.

Ο Γκάλο έστειλε το σενάριο στον Ντε Νίρο και δύο μέρες μετά ο Ντε Νίρο συμφώνησε να συμμετάσχει. Ακολούθησαν οι Φρίμαν και Τζόουνς. «Πήρε μία εβδομάδα για να ολοκληρωθεί το τρίο, αλλά χρειάστηκαν 17 χρόνια για αυτή την εβδομάδα» λέει ο Γκάλο γελώντας.

Μία ταινία για μία ταινία ήταν απολαυστική για τους βετεράνους ηθοποιούς που απόλαυσαν την εμπειρία και την αναπαράσταση της δεκαετίας του ’70, όπου διαδραματίζεται η ταινία. Ο Γκάλο καλλιέργησε ένα χαλαρό κλίμα στο γύρισμα. «Περάσαμε πολύ ωραία. Λέγαμε συνέχεια ότι θέλουμε να περάσουμε καλά και να μην το πάρουμε σοβαρά» λέει ο δημιουργός. «Στο τέλος του γυρίσματος, ο Ντε Νίρο είπε ότι είχε να περάσει τόσο καλά πολύ καιρό. Δεν το ένιωσε σαν δουλειά».

Παρά το καρτουνίστικο ύφος και τη σατιρική προσέγγιση της πλοκής, ο Ντε Νίρο, ο Φρίμαν και ο Τζόουνς έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. «Βάζεις τρεις σπουδαίους ηθοποιούς και το ενδιαφέρον είναι ότι ξέρουν ότι οι άλλοι είναι καταπληκτικοί και δεν θέλουν να μείνουν πίσω» λέει ο Γκάλο. «Οπότε είναι σε επιφυλακή. Είναι σαν να λένε ότι δεν θα αφήσουν τον άλλον να τους κλέψει τη σκηνή, οπότε επικρατούσε υγιής ανταγωνισμός και είχαμε ψυχαγωγικό αποτέλεσμα».

Ο συμπρωταγωνιστής Ζακ Μπραφ λέει για την ταινία: «Κάθε φορά που είμαι σε ένα γύρισμα, είτε ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτης, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που συμβαίνει. Επικρατεί χάος. Πολύ χρήμα. Πολύς εγωισμός. Πολύ δράμα. Προφανώς, σε αυτή την ταινία, το πάμε στο άκρα».

Όσο για τη συνεργασία του με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο Ζακ Μπραφ λέει: «Είχα μια σκηνή που ήμασταν στο νοσοκομείο και του φώναζα. Σε κάποια φάση, μάλιστα, τον χαστούκιζα. Σκέφτηκα ότι αν φοβηθώ τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, δεν θα μπορώ να παίξω. Ποτέ δεν με έκανε να νιώσω ότι δεν είμαστε συνάδελφοι. Είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος».