Ένας διάλογος εκτυλίσσεται με αφορμή μια χαρτογράφηση της συλλογικής δράσης του ασυνείδητου εκκινώντας από αρχετυπικά θέματα που διαμορφώθηκαν από την ανθρωπογεωγραφία μιας εποχής αλλά και από το πέρασμα της μυθολογικής και ιστορικής συγκυρίας στη φιλοσοφική σκέψη.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα η ψυχή διαιρείται κατά το «επιθυμητικόν», το αισθησιακό και κατώτερο μέρος της ψυχής, εκεί όπου εδράζονται τα γενετήσια ένστικτα, οι ορμές, και το «φιλοκερδές» το «θυμοειδές», όπου ενυπάρχουν τα συναισθήματα και κυρίως όσα σχετίζονται με τη φιλοδοξία και τη βούληση για «φιλόνικον και φιλότιμον» και το «λογιστικόν» ή «φιλόσοφον», το αθάνατο μέρος της ψυχής όπου η γνώση και η επιστήμη βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Αυτή η κατά Πλάτωνα ψυχική διαίρεση είναι και ο νοητός άξονας που στηρίζει, σαν αθέατος αρχιτεκτονικός ιστός, τη σύνθεση της Μαργέτη συγκεκριμενοποιώντας ταυτόχρονα τη δομή του.

«Αξίωμα: Αν/ εξουσία του φωτός/ δοθεί στο βλέμμα…» είναι το αρχικό επίγραμμα με το οποίο η ποιήτρια διασαφηνίζει την εξουσία της διαύγειας του φωτός στο βλέμμα που καθορίζει τη διαύγεια της οπτικής καταγραφής μιας σειράς διδακτισμών στοχοπροσηλωμένων σε μια εκ νέου θεώρηση και ερμηνεία της θεωρίας του Πλάτωνα που θα μπορεί να αναμορφώσει την ατομική περιδιάβαση του σύγχρονου αναγνώστη τόσο στα μονοπάτια των φιλοσοφικών στοχασμών, όσων σηματοδότησαν τον τρόπο της ανθρώπινης σκέψης όσο και σε εκείνα που εγγυώνται τη νοηματοδότηση της αυτογνωσίας και της πορείας του ανθρώπου προς το εσώτερο, και γι’ αυτό τον λόγο, δυνατότερο φως.

Από τον διαλεκτικό υλισμό στον διαλεκτικό ψυχισμό και από εκεί στον διαλεκτικό λογισμό, η ποιήτρια εναποθέτει τις δικές της σκέψεις στα μικρά αυτά τρίστιχα επιγράμματα καλώντας τον αναγνώστη να ενδοσκοπήσει:

«Στον λαβύρινθο μέσα σου/τόλμα και δες/ τον Μινώταυρο» για να μετατραπεί σε: «Εικονολάτρης/ στης ομορφιάς την πύλη/ Θεού πρόσωπο», όταν «δίπολα παθών/ συσκοτίζουν το μέτρο/ του Παρθενώνα», καθώς «Αιμοβόρος/ η ανάφλεξη των λαθών/ του Εμφυλίου», επειδή «Τυφλός Οιδίπους/ κορυφαίος του χορού/ της επίγνωσης». Αναγκαία, ωστόσο, η «Κοπή του λώρου·/ τραγωδίας έναρξη/ τ’ αυτεξούσιο», γιατί η «Ευδαιμονία: εκλογή αγαθού/ μ’ ελευθερία» είναι και η «ποίηση οδός/ προς το Εμείς./ Οίηση στάση στο Εγώ».

Ποιώντας ένα νέο ήθος προσανατολισμένο στην εκτίμηση και αναθεώρηση των αντιθέτων η Μαργέτη διατηρεί τον ποιητικό λυρισμό ενοποιώντας τον με τη φιλοσοφική διαλεκτική. Ο στοχασμός μέσω του διαλογισμού και του διαλογικού γίγνεσθαι με το αρχαίο φιλοσοφικό σύστημα γίνεται η πρωτεύουσα σημασία του ποιητικού της λόγου. Ένας στοχασμός που μορφοποιεί τη σκέψη συγκινώντας και μετατρέποντας τον λόγο σε αναγκαία συνθήκης προσωπικής αναδιαμόρφωσης.

Η εκφραστική και γλωσσική αγωγή με την οποία η ποιήτρια διαμορφώνει το έργο της είναι απολύτως συμπυκνωμένη και ουσιώδης, ως οφείλει να είναι για να επιτευχθεί η ποιητική ευθυβολία. Λιτή αλλά αιχμηρή εξεικονίζει τις σκέψεις της μεταβάλλοντας τον αναγνώστη σε θεατή συναισθηματικών εικόνων που ορίζουν τον διαλογικό χαρακτήρα του έργου. Ακόμα και η επιγραμματική μορφή την οποία επιλέγει αποτελεί κληροδότημα της αρχαίας τέχνης των ταφικών επιγραμματισμών και παράλληλα συνομιλεί με την ιαπωνική τέχνη των χαϊκού. Η αφηγηματική συντομία, η αυστηρότητα της συλλαβικής αριθμητικής και η νοηματική σύσταση των τρίστιχων εξυφαίνουν τον ιστό μιας νέας ιδεολογικής μορφής της ποίησης.

Σημαντικές είναι οι σημειώσεις που η Μαργέτη παραθέτει στο τέλος του βιβλίου. Η κατανόηση των επιγραμμάτων γίνεται πιο εύκολη έτσι καθώς ο αναγνώστης αναθυμάται ή μαθαίνει για πρώτη φορά πλατωνικούς και αριστοτελικούς όρους με τους οποίους θα καταφέρει να «ξεκλειδώσει» τα επιγράμματα και να μετέχει έτσι στη διερεύνηση των κρυφών νοημάτων τους.

Διαβάστε επίσης:

Αναστασία Μαργέτη – Πλάτων. Ψυχή και (π)οίηση. Διαλεκτική των αντιθέτων