Τα περισσότερα κείμενα που περιλαμβάνονται στη συλλογή Πεζή οχούμενη είναι κείμενα των ορίων· μετεωρίζονται ανάμεσα στον ποιητικό και στον πεζό λόγο, ανάμεσα στη δραματοποίηση και στην ειρωνική αποστασιοποίηση. Ο πυρήνας τους, άλλοτε αφηγηματικός και άλλοτε δοκιμιακός, ενδύεται την παρωδία και τον αυτοσαρκασμό, ενώ ο σκελετός τους αρθρώνεται με τα δομικά υλικά μιας εύφορης διακειμενικότητας. Από τη συλλογή δεν απουσιάζουν οι λυρικοί απόηχοι καθώς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μια έμμετρη μουσικότητα.

Ποιτική Πρόζα για τον Μ.Σ.

Υψώνεται ευάερος καπνός στις μύτες των ποδιών του (φοράει μαύρα στη ζωή, λέει πως τον κομψεύουν). Αρχίζει να στοιχειοθετεί με προσοχή πάνω στο συνθετήριο. Πρώτα βάζει τη Φλώρινα, την κάνει να χιονίζει. Μετά, κάτω αριστερά, κάποιους βαρύτονους να πίνουν χαρχαλεύοντας εμφύλιες ιστορίες. Τότε φυσάει κι έρχονται χρόνια και ιαχές από το ματς του Ηρακλή (πάλι ισοφαρίστηκε στο ενενηκοστό λεπτό). Στο κέντρο καρφώνει τη στιγμή ώστε να διαρκεί και γύρω της λέξεις που θα αμυνθούν σ’ όλες τις επελάσεις. Τις ταχταρίζει, τους γλυκομιλεί λογάκια μελωμένα: «Μάι μπιλόβντ, πόσο άμο βος, σέρβους βέστερ φιντέλις». Τέλος, νεύει από απέναντι να ’ρθεί η ωραία Ελένη με τα κουτσούβελά τους· την πιάνει αγκαζέ και χώνονται όλοι αγκαλιά στην άκρη του σελιδοθέτη. Περνάνε χρόνια ξηρικά και αρδεύσιμα. Ώσπου μια μέρα ξαφνικά αυτός ευήλια στάχτη αρχίζει να πετά φωτίζοντας για πάντα τη σελίδα.