«Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν ένα κάστρο αρ-ντεκό, με μια στριφογυριστή μαρμάρινη σκάλα που η κουπαστή της έκανε καμπύλη. Είχε κι έναν κήπο που έπιανε μισό τετράγωνο με μια πισίνα είκοσι μέτρων, που σκεπάστηκε για να γίνει γήπεδο σκουός. Στο βάθος του κήπου υπήρχε μια πόρτα κρυμμένη από ένα αναρριχητικό φυτό, προορισμένη για τη στρατιά υπηρετών του σπιτιού.

Εμένα μου απαγορευόταν να τη χρησιμοποιώ γιατί, σύμφωνα με τη μαμά μου, αν οι γείτονες με έβλεπαν να μπαινοβγαίνω από κει, θα σκέφτονταν ότι είμαι η κόρη κάποιας υπηρέτριας. Τις λίγες φορές που παράκουσα τον κανόνα, ήταν για να συνοδέψω τον μπαμπά μου στου Αμουτσάστεγι. Βγαίναμε από την «πόρτα υπηρεσίας» γιατί έτσι αποφεύγαμε να κάνουμε τον κύκλο του τετραγώνου.

Ο Αμουτσάστεγι ήταν ένας ζωγράφος ζώων που κατοικούσε σ’ ένα ετοιμόρροπο βικτοριανό σπίτι, και τον οποίο ο μπαμπάς μου επισκεπτόταν όχι τόσο για ν’ αγοράσει έργα τέχνης, όσο για να κάνει μια θεραπευτική έξοδο. Καθόταν σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα που δεν έμοιαζε ν’ ανήκει σε καμία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, έπινε τσάι από ένα βαζάκι για μαρμελάδα και χάζευε εικόνες έργων τέχνης πιτσιλισμένες με μούχλα.»

Το οπτικό νεύρο είναι ένα βιβλίο γραμμένο με «ματιές», τις ματιές μιας γυναίκας που εστιάζει σε πίνακες ζωγραφικής, στους καλλιτέχνες που τους ζωγράφισαν, στον ιστορικό τους χρόνο και στην προσωπική ιστορία κάθε ζωγράφου μέσα στο περιβάλλον του. Δεν πρόκειται, όμως, για ένα δοκίμιο ιστορίας της τέχνης, ούτε για κάποια εικαστική προσέγγιση έναντι μιας άλλης. Καθένα από­­ τα έντεκα κεφάλαια του βιβλίου μπορεί να διαβαστεί ως μέρος ενός μυθιστορήματος που αφηγείται μια προσωπική και οικογενειακή ιστορία, ή ως μια διαφορετική ιστορία που εισδύει στη ζωγραφική για να ανιχνεύσει τους μυστηριώδεις δεσμούς ανάμεσα στο έργο τέχνης και τον παρατηρητή του.

Η τεχνοκριτικός Μαρία Γκάινσα λέει ότι, για εκείνη, «ανέκαθεν οι πίνακες βρίσκονταν μέσα στα βιβλία. Αυτός είναι ο φυσικός χώρος της ζωγραφικής για όσους ζουν σε χώρες που βρίσκονται πολύ μακριά από το ‘‘πολιτισμικό κέντρο’’». Γράφοντας το Οπτικό νεύρο —μυθιστόρημα με έντεκα κεφάλαια; τόμος με έντεκα διηγήματα; και τα δύο μαζί;— το όνομά της καταχωρήθηκε αμέσως στη λίστα των εξαιρετικών συγγραφέων λογοτεχνίας, και το βιβλίο έγινε αντικείμενο ενθουσιωδών εγκωμίων.

Ο ολλανδός συγγραφέας Σέις Νόοτεμποομ, υποψήφιος για Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, αναρωτιόταν προσφάτως σε ένα ολλανδικό περιοδικό: «Ποια είν’ αυτή η εκπληκτική απατεώνισσα που είναι ικανή να πλέκει τις ζωές ζωγράφων όπως ο υπερφίαλος Φουχίτα ή ο αφελής Ανρί (Ντουανιέ) Ρουσό, με τις ιδιωτικές στιγμές μιας ξεπεσμένης μεγαλοαστικής οικογένειας της Αργεντινής; Ποια είν’ αυτή η πρώην ανταποκρίτρια της New York Times στο Μπουένος Άιρες, που ξέρει να αναμειγνύει υπερβατικούς στοχασμούς για το θάνατο με ανάλαφρες αναφορές στην καθημερινότητα χωρίς να ολισθαίνει στον στείρο σνομπισμό ή στην κοινοτοπία; Ποια είν’ αυτή η αφηγήτρια που μπορεί να συνδέει με εκπληκτική φυσικότητα την Ιστορία της Τέχνης με τους οικογενειακούς αστικούς μύθους;».

Έγραψαν:

«Με τη Μαρία Γκάινσα κάνει την εμφάνισή του ένα νέο είδος γραφής, το οποίο συνταιριάζει θαυμαστά τη λογοτεχνία με την ιστορία της τέχνης, υπό τη μορφή του ευκολοδιάβαστου δοκιμίου. Η ηρωίδα της διαθέτει μια αφηγηματική φωνή ικανή για οποιοδήποτε στιλιστικό επίτευγμα.» – La Nación

Το βιβλίο της Μαρίας Γκάινσα έχει κυριολεκτικά «απογειωθεί». Μεταφρασμένο σε περισσότερες από 15 γλώσσες, έχει δει να ανοίγονται μπροστά του οι πόρτες των καλύτερων εκδοτικών οίκων, όπως ο γαλλικός Gallimard. – El País

Το αποτέλεσμα θυμίζει σπάνιο πετράδι: μια φωνή που ξαφνιάζει τον αναγνώστη σε κάθε παράγραφο, μια αγκαλιά φρέσκες ιδέες, ένα πρωτότυπο και πολύ πετυχημένο μείγμα από (φαινομενικά ετερόκλητα) υλικά, ένα πασίδηλο αφηγηματικό ταλέντο. Με δυο λόγια, ένα βιβλίο διαφορετικό, που καλά θα κάνετε να το διαβάσετε. – El Mundo

Η συγγραφέας

Η Μαρία Γκάινσα (María Gainza) γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες. Εργάστηκε ως ανταποκρίτρια της New York Times και της ArtNews στο Μπουένος Άιρες, και για περισσότερα από δέκα χρόνια ως τακτική συνεργάτις της εφημερίδας Página 12, στον τομέα της τεχνοκριτικής. Διοργάνωσε μαθήματα για καλλιτέχνες και σεμινάρια για τεχνοκριτικούς, και συνεργάστηκε στην έκδοση βιβλίων. Το 2011 δημοσίευσε τα Επιλεγμένα κείμενα — μια συλλογή δοκιμίων και σημειώσεων για την τέχνη στην Αργεντινή. Το οπτικό νεύρο —συνδυασμός μυθιστορήματος και συλλογής διηγημάτων— είναι το πρώτο της λογοτεχνικό έργο. Μεταφράστηκε σε οκτώ γλώσσες και κυκλοφορεί σε περισσότερες από δέκα χώρες.